Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Μαραθών-Σαλαμίς








Στις 30/10 παρακολουθήσαμε το τετράπρακτο ιστορικοτραγικό μελόδραμα «Μαραθών-Σαλαμίς» του Ζακυνθινού μουσουργού Παύλου Καρρέρ (σε ποιητικό κείμενο του Μέμνονα Μαρτζώκη). Το έργο, του οποίου η υπόθεση διαδραματίζεται πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ολοκληρώθηκε το 1886 με σκοπό να παρουσιαστεί στα εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου των Αθηνών δύο χρόνια αργότερα.
Εντούτοις, έπρεπε να περιμένει πολλά πολλά χρόνια ξεχασμένο (η Εκκλησία είχε αντιδράσει στη σκηνή που παρουσιάζει τα δρώμενα στο μαντείο των Δελφών) προκειμένου να λάβει τελικά την πρώτη παγκόσμια παρουσίασή του τον Φεβρουάριο του 2003, εκατόν δεκαπέντε χρόνια μετά τη σύνθεσή του! Φέτος, στο πλαίσιο του εορτασμού των 2.500 χρόνων από τη μάχη του Μαραθώνα η Λυρική Σκηνή προέβη στην επανάληψη της παραγωγής.
Πρόκειται για ένα έργο με πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, καλογραμμένες άριες, μεγάλα ensembles και γοητευτική μουσική μπαλέτου, στημένο στα πρότυπα της όπερας των μεγάλων Ιταλών συνθετών του δεκάτου ενάτου αιώνα. Μολονότι βρήκαμε ότι η έμπνευση του Καρρέρ λίγες φορές πετυχαίνει να απογειωθεί αγγίζοντας υψηλά επίπεδα μουσικής σύλληψης, πιστεύουμε ότι άξιζε τον κόπο η αναβίωση της παραγωγής για όσους δεν είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το πρώτο ανέβασμα του 2003. 
Οι συντελεστές έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό για την επιτυχία των παραστάσεων. Πιο συγκεκριμένα, ξεχωρίσαμε την όπως πάντα άρτια προετοιμασμένη και μελετημένη Σοφία Κυανίδου (φωτογραφία), που ενσάρκωσε τον απαιτητικό ρόλο της Φεντίμα με μεγάλη συγκίνηση επιστρατεύοντας τις εντυπωσιακές φωνητικές της δυνατότητες. Αλλά, και στους υπόλοιπους ρόλους κέρδισαν τις εντυπώσεις τραγουδώντας με ενθουσιασμό και πίστη ως προς την αξία του μουσικού και του ποιητικού κειμένου οι Κύρος Πατσαλίδης (Θεμιστοκλής), Νίκος Κοτενίδης (Κήρυκας), Αντώνης Κορωναίος (Αλέξανδρος), Μαρισία Παπαλεξίου (Μυρτώ), Βικτώρια Μαϊφάτοβα (Σκλάβα), Τάσος Αποστόλου (Αρχιερέας), Ρόζα Πουλημένου (Πυθία), Δημήτρης Κασιούμης (Ξέρξης) και Γιώργος Ρούπας (Στρατηγός).
Η χορωδία και η ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής απέδωσαν αρκετά καλά υπό τη σταθερή (αν και σε στιγμές μουσικά υπερβολικά άκαμπτη) διεύθυνση του Βύρωνα Φιδετζή. Το μπαλέτο έδωσε λάμψη στην παραγωγή.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον σκηνοθέτη Ισίδωρο Σιδέρη και κυρίως στον ευφάνταστο και πολυτάλαντο σκηνογράφο-ενδυματολόγο Γιάννη Μετζικώφ: χάρη στον πρώτο εξασφαλίστηκε μια γεμάτη ενδιαφέρον και κίνηση σκηνοθεσία, ενώ χάρη στον δεύτερο προσφέρθηκε μια εικαστικά συναρπαστική εμπειρία. Η ποικιλία των χρωμάτων και των σχεδίων των κοστουμιών και σκηνικών του Μετζικώφ, που ακολουθούσαν με ελευθερία τα νεοκλασικά πρότυπα, ήταν ανάμεσα στις μεγάλες αρετές της παραγωγής.



Carmen από την ΕΛΣ




 

Κάθε φορά που μελετάει κανείς την παρτιτούρα της όπερας «Carmen» του Georges Bizet ή που παρακολουθεί ανέβασμά της, ανακαλύπτει νέες αρετές αυτού του αριστουργήματος, το οποίο ποτέ δεν χάνει τη φρεσκάδα και τη γοητεία του. Κατά την πρώτη παγκόσμια παρουσίασή του (Παρίσι, 3/1875) αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα από τους κριτικούς. Ακριβώς τρεις μήνες μετά την πρεμιέρα ο συνθέτης πέθανε από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία μόλις τριάντα έξι ετών, με αποτέλεσμα να μην  απολαύσει την μετέπειτα επιτυχημένη πορεία του δημιουργήματός του το οποίο βεβαίως έμελε να αναγνωριστεί ως ένα από τα πιο δημοφιλή μελοδράματα πλήρους του διεθνούς ρεπερτορίου. Λέγεται ότι η διάσημη Γαλλίδα ντίβα Celestine Galli-Marié, πρώτη ενσαρκώτρια του πρωταγωνιστικού ρόλου, είχε διαισθανθεί το επερχόμενο τέλος του συνθέτη, στην παράσταση της όπερας που είχε δοθεί την προηγουμένη του θανάτου του και ειδικότερα κατά τη διάρκεια της σκηνής της τράπουλας στην τρίτη πράξη. 
Η Εθνική Λυρική Σκηνή ενέταξε έξι παραστάσεις της όπερας του Bizet στο φετινό της ρεπερτόριο (9-17/10) και σε σύντομο χρονικό διάστημα πέτυχε να πουλήσει όλα τα εισιτήρια της παραγωγής. Μάλιστα, ανακοίνωσε ότι προγραμματίζει επιπλέον παραστάσεις για τους μήνες Απρίλιο και Μάιο.
Παρακολουθήσαμε την παράσταση της 13/10 κατά την οποία τον πρωταγωνιστικό ρόλο της απείθαρχης τσιγγάνας κράτησε η μέτζο σοπράνο Μαίρη-Έλεν Νέζη, την οποία παρακολουθούμε από τα πρώτα σχεδόν βήματα της σταδιοδρομίας της στην Ελλάδα και την οποία τώρα χαιρόμαστε να βλέπουμε σε σημαντικές λυρικές σκηνές και μουσικά κέντρα του εξωτερικού. Με φωνή γεμάτη, πεντακάθαρη άρθρωση (εξαιρετικά γαλλικά) και μεγάλο ενδιαφέρον στον φωτισμό των νοημάτων και μουσικών λεπτομερειών του ρόλου, κέρδισε τις εντυπώσεις. Κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια την πιο ανθρώπινη πλευρά της ηρωίδας παρουσιάζοντάς την όχι απλά σαν ένα έξαλλο, ερωτικό και τολμηρό θηλυκό αλλά σαν κάτι πολύ περισσότερο.
Στο πλάι της ως Don José στάθηκε o μάλλον άνισος φωνητικά και υποκριτικά Rubens Pelizzari, που ούτε την απαιτούμενη «γαλλική» αισθαντικότητα ούτε την άνεση στις νότες της υψηλής φωνητικής περιοχής κατείχε προκειμένου να δικαιώσει αυτόν τον τόσο ελκυστικό αλλά και τόσο εύθραυστο μουσικά ρόλο. Περιμέναμε περισσότερα από τον καλλιτέχνη που διαπρέπει σε μεγάλες σκηνές του κόσμου ερμηνεύοντας ήρωες όπερων κυρίως των Giuseppe Verdi και Giacomo Puccini. Η Μαρία Μητσοπούλου στο ρόλο της Michaela ευχαρίστησε φέρνοντας με ευστοχία σε πρώτο πλάνο τον λυρισμό της αγνής κοπέλας που ενσάρκωνε. Ο Δημήτρης Κασιούμης ως Escamillo ήταν δυστυχώς τονικά ανακριβής και αντιμετώπισε τον επιβλητικό του ρόλου με μουσική αδεξιότητα (ήταν σαφώς πιο καλά προετοιμασμένος στον ίδιο ρόλο πέρυσι τον Δεκέμβριο, στην παραγωγή που παρακολουθήσαμε στην Λάρισα, 18/12).
Τους μικρότερους ρόλους επωμίστηκαν με επιτυχία οι Διονύσης Σούρμπης (Morales), Τάσος Αποστόλου (Zuniga), Ειρήνη Κυριακίδου (Frasquita), Ινές Ζήκου (Mercedes), Παναγιώτης Πρίφτης (Andres), Χάρης Ανδριανός (Dancaire) και Νίκος Στεφάνου (Remendado). Αξίζει να τονίσουμε ότι το τεχνικά δύσκολο κουιντέτο της δεύτερης πράξης (Nous avons en tête une affaire) ερμηνεύτηκε με ρυθμική ακρίβεια και άφθονη χάρη (η μουσικότητα και το μπρίο του χαρισματικού Ανδριανού υπερίσχυσαν εδώ).
Από την πλευρά της, η χορωδία θα μπορούσε να είχε προσέξει περισσότερο την εκφορά της γαλλικής γλώσσας και να είχε επιδείξει μεγαλύτερη ρυθμική συνέπεια στην ερμηνεία των μεγάλων όσο και διάσημων χορωδιακών της όπερας.
Η ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη,  δεν ήταν σε καλή φόρμα: οι ρυθμικές ανακρίβειες και οι αλλεπάλληλες τονικές αστοχίες (που εισπράττονταν κυρίως από την πλευρά των χάλκινων πνευστών) ενόχλησαν. Η εκλεπτυσμένη ενορχήστρωση, στη λεπτομέρεια δουλεμένη με άφθονη τέχνη και υπέροχο γούστο από τον Bizet, συχνά πνιγόταν στο φάλτσο. Και επιπλέον ποτέ δεν επιτεύχθηκε η απαιτούμενη ισορροπία ανάμεσα σε τραγουδιστές και ορχήστρα.
Η σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη, τα καλαίσθητα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά και τα καλοσχεδιασμένα κοστούμια της Claire Bracewell σεβάστηκαν τις απαιτήσεις του έργου και συνδυάζοντας εύστοχα το παραδοσιακό με το μοντέρνο στοιχείο ανέδειξαν επαρκώς το γεμάτο πάθος και τραγικότητα αθάνατο αυτό ερωτικό μουσικό δράμα.


Ρεσιτάλ Mischa Maisky στο Μέγαρο






 O Ρώσος Mischa Maisky κατέχει τη θέση του κορυφαίου δεξιοτέχνη του βιολοντσέλου της εποχής μας. Από τότε που απεβίωσε ο θρυλικός συμπατριώτης, ομότεχνoς και δάσκαλός του, Mstislav Rostropovich (Απρίλιος 2007), εκείνος πλέον αναγνωρίζεται ως πατριάρχης του οργάνου. Αν και όλα τα στάδια της πορείας του δεν ήταν εύκολα (θυμίζουμε ότι το 1970 φυλακίστηκε για δεκαοκτώ μήνες σε στρατόπεδο εργασίας και μετά την απελευθέρωσή του μετανάστευσε στο  Ισραήλ) γρήγορα αναγνωρίστηκε η αξία του και δεν άργησε να αναπτύξει γόνιμες συνεργασίες με τους αρτιότερους σολίστ και αρχιμουσικούς της εποχής (λ.χ. Martha Argerich, Radu Lupu, Gidon Kremer, Zubin Mehta, Vladimir Ashkenazy και Daniel Barenboim). 
Αρκετές φορές στο παρελθόν είχαμε την χαρά να απολαύσουμε τον Maisky στην Αθήνα, τόσο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών όσο και στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ. Μάλιστα, ο συντάκτης της παρούσας στήλης είχε επανειλημμένως την ευκαιρία να τον ακούσει στο Λονδίνο (Royal Festival Hall) και το Verbier της Ελβετίας (στο πλαίσιο του Verbier International Festival).
Κατά την τελευταία του εμφάνιση στην Αθήνα (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, κύκλος «Μεγάλοι Ερμηνευτές», 14/10) συνοδεύτηκε από την κόρη του Lily Maisky, με την οποία τα τελευταία χρόνια συμπράττει σε σταθερή βάση (σημειώνεται ότι και ο γιός του, Sascha, είναι μουσικός και ειδικότερα βιολονίστας). Το πρόγραμμα του ρεσιτάλ, συνδυασμός έργων διαφορετικών μουσουργών και εποχών, περιέλαβε συνθέσεις των Ludwig van Beethoven (Επτά Παραλλαγές πάνω στο ντουέτο «Bei Männern welche Liebe fühlen» από τον «Μαγικό Αυλό» του Mozart), Robert Schumann (Φανταστικά Κομμάτια, Op. 73), Claude Debussy (Σονάτα σε ρε ελάσσονα), Enrique Granados (Intermezzo, από τα «Goyescas», και Ανδαλουσιανός, από τους «Δώδεκα Ισπανικούς Χορούς»), Isaac Albeniz (Cordova από τα «Τραγούδια της Ισπανίας», Op. 232, και Tango, από την «Ισπανία», Op. 165), Gaspard Cassado (Requiebros) και Manuel De Falla (Λαϊκή Ισπανική Σουίτα).
Η έντονη προσωπικότητα του καλλιτέχνη βρήκε μέχρι ενός σημείου διέξοδο στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις που πρότεινε. Κυρίως  η ορμή του παιξίματος και ο δυναμισμός στο στήσιμο των φράσεων ήταν ανάμεσα στα στοιχεία που ξεχωρίσαμε. Εντούτοις, πολλές ήταν οι στιγμές που αναζητούσαμε περισσότερα από τον εκλεκτό αυτόν μουσικό, περισσότερο συναίσθημα και εμβάθυνση (κυρίως στα έργα των Beethoven, Schumann και Debussy). Βρήκαμε ότι απέδωσε όλες τις συνθέσεις με τα ίδια εκφραστικά μέσα και με ένα υπερβολικά εκτεταμένο vibrato, εν πολλοίς αδιαφορώντας για τα ιδιαίτερα ζητούμενα του κάθε δημιουργού. Ήταν σαν να είχε ενεργοποιήσει ένα είδος αυτόματου μουσικού πιλότου. Επιπλέον, η συνοδεία της νεαρής Maisky ήταν αρκετά αδιάφορη και χωρίς έμπνευση. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται και να γράφεται: ελάχιστες στιγμές γόνιμης συνεργασίας αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους δύο μουσικούς. Ούτε οι αναγνώσεις των εκτός προγράμματος έργων των Alexander Scriabin, Dmitri Shostakovich και Richard Strauss (μια μονόχνοτη εκτέλεση της μεταγραφής του υπέροχου τραγουδιού «Morgen») βουτηγμένες μέσα στο ίδιο κουρασμένο κλίμα, βελτίωσαν την κατάσταση.
Ευχή μας είναι η επόμενη συνάντηση με αυτόν τον διαπρεπή καλλιτέχνη να αφήσει θετικότερες εντυπώσεις.