Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Συναυλίες Ορχήστρας Νέων Gustav Mahler







H Ορχήστρα Νέων Gustav Mahler (Gustav Mahler Jugendorchester, GMJO), με έδρα την Αυστρία, ιδρύθηκε το 1986 με μεγάλη αγάπη για τους νέους μουσικούς από τον κορυφαίου αρχιμουσικό Claudio Abbado. Υπήρξε η πρώτη ευρωπαϊκή ορχήστρα νέων στην οποίαν συμμετείχαν μέλη πρώην κομμουνιστικών κρατών. Δεν άργησε να αναγνωριστεί ως μια από τις σπουδαιότερες δύο ή τρεις ανάλογες του κόσμου. Μεγάλα ονόματα του podium, εκτός από εκείνο του ιδρυτή αναφέρουμε ενδεικτικά και αυτά των Pierre Boulez, Bernard Haitink, Mariss Jansons και Franz Welser-Möst, συνεργάζονται τακτικά μαζί της διασφαλίζοντας ένα υψηλό επίπεδο απόδοσης. Ετησίως επιλέγονται οι καλύτεροι νέοι μουσικοί από την Ευρώπη (πάνω από εκατό καταλαμβάνουν τις θέσεις στα αναλόγιά της).  Μετά από εκτενείς δοκιμές πραγματοποιεί δύο περιοδείες, μια την άνοιξη, κατά την περίοδο του Πάσχα, και μια το καλοκαίρι. Ο Abbado σκέφθηκε να δώσει στην ορχήστρα το όνομα του μεγάλου Αυστροβοημού συνθέτη λαβαίνοντας υπόψη του το γεγονός ότι έζησε και έδρασε σε πολλές χώρες. Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τον θάνατο του Mahler και η ορχήστρα τιμά τον μουσουργό ερμηνεύοντας έργα του κατά τις δύο περιοδείες της.
Στο πλαίσιο της εαρινής περιοδείας της, η GMJO συμπεριέλαβε και την χώρα μας, δίνοντας δύο συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής, στις 11 και 12/4, με έργα αποκλειστικά του Mahler. Στο τιμόνι της στάθηκε ο Philippe Jordan (φωτογραφία), Ελβετός αρχιμουσικός, από τους διαπρεπέστερους της νεότερης γενιάς, με πολλές εμφανίσεις σε μεγάλες αίθουσες και λυρικά θέατρα του κόσμου, γιός του αξέχαστου ομότεχνού του Armin Jordan.
Η πρώτη συναυλία άνοιξε με μια επιλογή τραγουδιών για βαρύτονο και ορχήστρα από τον κύκλο Το Μαγικό Κέρας του Αγοριού  (Des Knaben Wunderhorn). Σολίστ ήταν ο Αμερικανός βαρύτονος Thomas Hampson, γνωστός για την αγάπη του προς τον συνθέτη από την εποχή που, κατά την πρώτη φάση της διεθνούς σταδιοδρομίας του, ηχογραφούσε για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Deutsche Grammophon Lieder του, υπό τη διεύθυνση του Μέντορά του Leonard Bernstein (πρόσφατα ηχογράφησε, για την ίδια εταιρεία, τον κύκλο τραγουδιών που ακούσαμε στο Μέγαρο, συνεργαζόμενος με το σύνολο Wiener Virtuosen). Με τη γνωστή υπέροχη, ζεστή και γεμάτη αποχρώσεις φωνή του και με εξαίρετη προφορά της γερμανικής γλώσσας πέτυχε να εισδύσει στην ψυχή του κάθε τραγουδιού. Η GMJO και ο Jordan, τόσο κατά τη συνοδεία των τραγουδιών, όσο και κατά την ερμηνεία της Συμφωνίας αρ. 1 που ακολούθησε, επιβεβαίωσαν την ποιότητα της συνεργασίας τους και την πίστη τους στο μεγαλείο της σύλληψης του Mahler. Ο γεμάτος ήχος του συνόλου, η προσοχή στην απόδοση των συναισθημάτων και κυρίως ο νεανικός ενθουσιασμός και μια μουσική τιμιότητα που εντοπίζεται κυρίως σε νεαρούς μουσικούς, μας άγγιξαν σε βάθος.
Η δεύτερη συναυλία κρίθηκε εξίσου επιτυχής, περιλαμβάνοντας δύο έργα της ύστατης δημιουργικής περιόδου του συνθέτη (σε αντίθεση με την πρώτη, που σχηματίστηκε από έργα της νεανικής δημιουργικής φάσης). Ειδικότερα, το Adagio από τη Συμφωνία αρ. 10 (που άρχισε να γράφεται το καλοκαίρι του 1910 και παρέμεινε ημιτελής μετά από τον πρόωρο θάνατο του συνθέτη)  εκτελέστηκε με όλη την απαιτούμενη συγκίνηση και με βαθιά στοχαστική διάθεση: η μελαγχολία, η απόγνωση, η απομόνωση και ο τραγικός σπαραγμός, αποκαλύφθηκαν με περίσσιο ενδιαφέρον από τα νεαρά μέλη της ορχήστρας. Οι ηχητικές ποιότητες των εγχόρδων συνδυάστηκαν θαυμάσια με την τονική ακρίβεια και την ηχητική πληρότητα των χάλκινων και ξύλινων πνευστών. 
Το δεύτερο μέρος καλύφθηκε από το εξαμερές αριστούργημα (Συμφωνία για άλτο ή βαρύτονο, τενόρο και ορχήστρα) με τίτλο, Το Τραγούδι της Γης (Das Lied von der Erde). Το έργο ολοκληρώθηκε το 1909 και είναι βασισμένο στο ποιητικό έργο του Hans Bethge, Το Κινέζικο Φλάουτο (Die chinesische Flöte), που δημοσιεύθηκε το 1907. O Hampson μαζί με τον τενόρο Burkhard Fritz ήταν οι εκλεκτοί ερμηνευτές των έξι τραγουδιών που απαρτίζουν το έργο. Τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος τραγουδιστής, με γνώση και σεβασμό προς το προσωπικό και βαθύτατα εξομολογητικό αυτό έργο έδωσαν τους καλύτερούς τους εαυτούς. Ο Fritz τραγούδησε με θεατρική διάθεση, φυσικότητα, ωραίο vibrato και με ευκολία στις υψηλές νότες (η εμπειρία του από την συχνή επαφή με μεγάλους ρόλους της βαγκνερικής παραγωγής διαπιστώθηκε στην άρτια τεχνική του και στον εύστοχο σχηματισμό των μεγάλων μουσικών φράσεων και παραγράφων). Ο Hampson ερμήνευσε με υφολογική ευστοχία και υποστήριξε μια πραγματικά εξαιρετική και συναισθηματικά φορτισμένη ερμηνεία του τελευταίου μέρους του κύκλου, που αποτελεί έναν μεγάλο αποχαιρετισμό (Das Abschied). Η ορχήστρα, υπό τον Jordan, δεν έχασε ούτε ίχνος από το βάθος της έμπνευσης του συνθέτη και με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια, στο στήσιμο της κάθε μουσικής ενότητας  και στις εναλλαγές των tempi και των δυναμικών, υπηρέτησε την παρτιτούρα με τον καλύτερο τρόπο πείθοντας ότι μπορεί να συναγωνιστεί τα μεγάλα επαγγελματικά και πολύπειρα σύνολα. Ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι πολλά από τα μέλη της GMJO ολοκληρώνοντας τη θητεία τους στα αναλόγιά της, γίνονται περιζήτητα από τις επιφανέστερες ορχήστρες του κόσμου στους κόλπους των οποίων βρίσκουν επαγγελματικό καταφύγιο. 


Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Συναυλίες της Academia Nazionale di Santa Cecilia, υπό Pappano






Η σημαντικότερη ίσως ορχήστρα της Ιταλίας, εκείνη της Εθνικής Ακαδημίας της Αγ. Καικιλίας της Ρώμης, πραγματοποίησε δύο συναυλίες στο Μέγαρο, υπό τη διεύθυνση του κορυφαίου αρχιμουσικού της Antonio Pappano (φωτογραφία) και με σολίστ τον Boris Berezovsky (21 και 22/3). Για τον γράφοντα, οι εν λόγω συναυλίες τοποθετούνται ανάμεσα στις αρτιότερες που έχουμε παρακολουθήσει στο Μέγαρο τα τελευταία χρόνια.
Από το πρώτο κιόλας μουσικό μέτρο της εισαγωγής στην όπερα Aida του Giuseppe Verdi, με την οποία άνοιξε η πρώτη βραδιά, ήταν προφανές ότι η σχέση του Pappano και της ορχήστρας του είναι ιδιαίτερη: υπήρχε ένα υψηλό επίπεδο επικοινωνίας το οποίο δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί. Οι γεμάτες συγκίνηση μελωδίες της εισαγωγής επιβεβαίωσαν τη φήμη του Pappano ως μεγάλου αρχιμουσικού όπερας. Υπέροχος ερμηνευτής υπήρξε και κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της Συμφωνίας αρ. 1 του Gustav Mahler: τα δομικά στοιχεία, η ανάπτυξη του μουσικού υλικού και η ενορχήστρωση φωτίστηκαν με  λαμπρότητα. Επιπλέον, ο συναισθηματικός κόσμος του μουσουργού, η δραματική έξαρση, η αγωνία, ο σαρκασμός και η μελαγχολία, εξερευνήθηκαν με ιδιαίτερη πιστότητα. 
Εξίσου άριστες εντυπώσεις αποκομίσαμε και από τη δεύτερη συναυλία, που  άνοιξε άλλη με μια ιταλική εισαγωγή (Semiramide) του Gioachino Rossini και έκλεισε με τα συμφωνικά ποιήματα, Κρήνες της Ρώμης και Πεύκα της Ρώμης (τα δύο πρώτα μέρη του επονομαζόμενου, Ρωμαϊκού Τριπτύχου) του Ottorino Respighi. Ειδικότερα, τα έργα του Respighi ανέπνευσαν με μεγάλη ομορφιά και νοσταλγική διάθεση. Η έξοχη ενορχήστρωση, στη λεπτομέρειά της δουλεμένη από τον συνθέτη, και οι κλιμακώσεις δυναμικής ευτύχησαν στα χέρια του Pappano και της ικανότατης ορχήστρας, που έδειχναν να αισθάνονται σε βάθος και να απολαμβάνουν κάθε νότα.
Για το τέλος αφήσαμε τον σολίστ των δύο συναυλιών, Ρώσο λέοντα των πλήκτρων Boris Berezovsky, έναν από τους επιφανέστερους βιρτουόζους της εποχής. Κατά την πρώτη συναυλία ερμήνευσε το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1, S. 124,  του Franz Liszt, ενώ κατά τη δεύτερη, τη  Ραψωδίας πάνω σε ένα θέμα του Paganini, Op. 43,  του Sergei Rachmaninov. Η στιβαρότητα του παιξίματος σε συνδυασμό με μια δακτυλική ευχέρεια πραγματικά ζηλευτή, ξεχώρισαν. Ναι, υπήρξαν φορές που αποζητήσαμε περισσότερη ευγένεια και αριστοκρατική πνοή κατά την ανάγνωση του αριστουργήματος του Liszt, για το οποίο ο πιανίστας επέλεξε ιλιγγιώδεις ταχύτητες (ενίοτε σε βάρος της ανάδειξης των μουσικών φράσεων), εντούτοις δεν μπορούσαμε παρά να θαυμάσουμε την αμεσότητα της προσέγγισης της Ραψωδίας του Rachmaninov, όπου οι παραλλαγές ξεδιπλώνονταν με νόημα και μεγάλη προσοχή. Η απλότητα και η ευστοχία της ερμηνείας του καλλιτέχνη ενδεχομένως να οφείλουν ορισμένες από τις ποιότητές τους στην ηχογραφημένη εκδοχή που άφησε ο ίδιος ο μουσουργός και που βεβαίως αποτελεί σπουδαίο πρότυπο απέριττης και ουσιαστικής εκτέλεσης του έργου.
Εκτός προγράμματος, την πρώτη βραδιά, ο σολίστ και η ορχήστρα επανέλαβαν τις καταληκτικές σελίδες του τρίτου και τελευταίου μέρους του Κοντσέρτου αρ. 1  (Allegro marziale animato) και τη δεύτερη βραδιά, ένα μέρος της Ραψωδίας (Παραλλαγή αρ. 18). Ενώ στο τέλος των συναυλιών προσφέρθηκαν, την πρώτη βραδιά, ένα  μέρος (δεν αποδόθηκε η  αρχή) από τη μουσική μπαλέτου (Χορός των Ωρών) της όπερας La Gioconda του Amilcare Ponchielli και τη δεύτερη βραδιά, η μουσική μπαλέτου (Pas de Six) και μέρος (αποδόθηκε μόνο το γρήγορο τμήμα) της Εισαγωγής από την όπερα Γουλιέλμος Τέλος του Rossini. Η σπινθηροβόλα διάθεση και η ρυθμική ακρίβεια της ορχήστρας και του μαέστρου μας κέρδισαν και μας γοήτευσαν εξαιρετικά.