Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Παραμυθένια Butterfly από ΕΛΣ



Maria Luigia Borsi (Butterfly) και Olesya Petrova (Cio-Cio-San) στην παράσταση της "Madama Butterfly". Φωτο: Stefanos



Σε πρόσφατο σημείωμά μας, αναφερόμενοι στο ανέβασμα του βαγκνερικού Ιπτάμενου Ολλανδού από την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ), που είχε παρουσιαστεί τον Ιούνιο, είχαμε παρατηρήσει, ότι θα ήταν επιθυμητό και ταιριαστό κατά το έτος Wagner-Verdi (διακόσια χρόνια από τη γέννησή τους), το λυρικό μας θέατρο στο πλαίσιο της συνεργασίας του με το Φεστιβάλ Αθηνών, να είχε ανεβάσει μια όπερα του Giuseppe Verdi και μάλιστα από τις πιο σπάνια παρουσιαζόμενες. Στη θέση όπερας του Verdi, όμως, προτάθηκε μια από τις ωραιότερες και δημοφιλέστερες όπερες του Giacomo Puccini.  Ο λόγος για την Madama Butterfly. Το έργο είχε πρωτοπαρουσιάστηκε το 1904 στη Scala του Μιλάνου και αρχικά δεν βρήκε την αναμενόμενη επιτυχία. Ωστόσο, σύντομα, κατά τους επόμενους μήνες και στην αναθεωρημένη του εκδοχή, αναγνωρίστηκε ως σπουδαίο έργο και έλαβε περίοπτη θέση στις πλέον αγαπημένες όπερες του διεθνούς ρεπερτορίου. Έκτοτε δεν έχει χάσει τη δημοτικότητά της. Στην Ελλάδα, πρόκειται για όπερα που έχουμε επανειλημμένως παρακολουθήσει από την ΕΛΣ.
Για το πρόσφατο ανέβασμα στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (27, 28, 30, 31/7, παρακολουθήσαμε τις δύο πρώτες παραστάσεις, με διαφορετικές διανομές), προσκλήθηκε ο διακριμένος Αργεντινός Hugo de Ana, που υπέγραψε τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά τα κοστούμια. Ο de Ana είναι γνωστός για τις μεγαλόπνοες οπερατικές παραγωγές του σε μεγάλα λυρικά θέατρα και φεστιβάλ (κυρίως στην Αρένα της Βερόνα). Θυμίζουμε ότι μόλις πριν από έναν χρόνο (26-29/7/2012), ο ίδιος είχε αναλάβει την παραγωγή της Tosca (Puccini), στον ίδιο χώρο, πάλι προσκαλεσμένος από την ΕΛΣ.
Σε συνεργασία με τον σταθερό του σταθερό συνεργάτη Sergio Metalli, υπεύθυνο σχεδιασμού προβολών, και την Leda Lojodice, υπεύθυνη κινησιολογίας, πρότεινε μια κινηματογραφικής έμπνευσης παραγωγή. Πέτυχε επιτυχώς να μετατρέψει τη σκηνή του Ρωμαϊκού Ωδείου, σε γιαπωνέζικο τοπίο μέσω κατάλληλων προβολών (λχ. είδαμε πεταλούδες να πετούν, τα κύματα από γνωστή ξυλογραφία του Katsushika Hokusai, να κινούνται), χαρακτηριστικών αντικειμένων της ιαπωνικής τέχνης, έξοχα σχεδιασμένων βενταλιών, πολυτελέστατων πολύχρωμων κοστουμιών (που εμπνέονταν από παραδοσιακές ενδυμασίες των Ιαπώνων), εξαιρετικού μακιγιάζ και ατμοσφαιρικού φωτισμού (Vinicio Cheli). Εκμαίευσε από τους τραγουδιστές την απαιτούμενη ένταση. Ξετύλιξε με παθιασμένη τραγικότητα το δράμα της νεαρής γκέισας (Madama Butterfly, Cio-Cio-San), που παντρεύεται τον Αμερικανό αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού (Pinkerton) και τελικά εγκαταλείπεται από αυτόν: ο αξιωματικός επιστρέφει στο τέλος της όπερας με τη νέα του (Αμερικανίδα) σύζυγο προκειμένου να της πάρει το παιδί, που είχε κάνει μαζί της. H Butterfly οδηγείται στην αυτοκτονία, για να διαφυλάξει την τιμή της. Ναι, πιστεύουμε ότι το οπτικό-εικαστικό μέρος της παραγωγής κολάκευε τα μάτια του κοινού και έπεισε με την αμεσότητά του στήνοντας μια πραγματικά παραμυθένια ατμόσφαιρα, σε όλα της γοητευτική.
Στις δύο διανομές που παρακολουθήσαμε τον ρόλο της Butterfly κράτησαν εναλλάξ οι Maria Luigia Borsi και Celia Costea (παρενθετικά  αναφέρουμε ότι η διεθνώς αναγνωρισμένη Αλεξία Βουλγαρίδου, που καταχειροκροτήθηκε ως ενσαρκτώτρια του ρόλου στην Όπερα του Αμβούργου, το Νοέμβριο του 2012, και πρόκειται να επαναλάβει την ηρωίδα στις αρχές του 2014, στην Ιαπωνία, επίσης θα αποτελούσε μια εύστοχη επιλογή). 
Με μεστές φωνές, οι δύο έμπειρες λυρικές τραγουδίστριες πρότειναν καλά αρθρωμένες και εκλεπτυσμένες ερμηνείες αυτού του εμβληματικού και από κάθε άποψης τόσο απαιτητικού ρόλου. Χωρίς σε καμία περίπτωση να θέλουμε να υποτιμήσουμε την προσφορά της Borsi, ομολογούμε ότι βρήκαμε την σε βάθος επεξεργασμένη ερμηνεία της Costea πιο ανθρώπινη και συγκινητική (ειδικά όσον αφορά την τελική σκηνή της όπερας: με πόση πληρότητα αισθημάτων τραγούδησε την άρια Tu, tu piccolo Iddio! και πόσο καλά έκτισε τη στιγμή του θανάτου της). Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο μετέφεραν την αψεγάδιαστη αγνότητα και ηρωική ειλικρίνεια της ηρωίδας, ενώ η γλώσσα του σώματός τους ακολουθούσε τις συναισθηματικές απαιτήσεις του ρόλου.
 O Walter Fraccaro (πρώτη διανομή) αντιμετώπισε τον ρόλο του υποπλοίαρχου Pincerton με αναμφισβήτητο επαγγελματισμό και ικανότατη τεχνική, εντούτοις ήταν ο νεαρός Luciano Ganci, που κέρδισε τις εντυπώσεις προτείνοντας έναν ήρωα μουσικά και υποκριτικά πιο γοητευτικό και άμεσο. Η ποιότητα της φωνής του τελευταίου είναι υψηλής κλάσης, με ποικιλία ηχοχρωμάτων και ελκυστικότατο τέμπρο. Ερμήνευσε τις άριες με θαυμάσιο αίσθημα και λυρισμό (ειδικά την Adio fiorito asil). Σίγουρα είναι ένας καλλιτέχνης που θα χαιρόμασταν να ξανακούγαμε στην Ελλάδα.
Ως Suzuki, υπηρέτρια της Cio-Cio-San (και στις δύο διανομές), ευχαρίστησε ιδιαίτερα η Olesya Petrova, έξοχη νεαρή δραματική μεσόφωνος-contralto πολλών δυνατοτήτων, με φωνή βαθιά, σκουρόχρωμη, γεμάτη και μεγάλη σε έκταση. Κάθε μουσική φράση της ήταν μελετημένη και με νόημα διατυπωμένη. Εκείνη ήταν που έλαβε το δυνατότερο χειροκρότημα του κοινού και πραγματικά το άξιζε!
Ο φωνητικά ώριμος και επιβλητικός Δημήτρης Πλατανιάς (πρώτη διανομή) και ο σκηνικά κομψός Διονύσης Σούρμπης (δεύτερη διανομή) υποστήριξαν τον ρόλο του Αμερικανού πρόξενου Sharpless με τη γνωστή τους υπευθυνότητα, μουσικότητα και με φωνές γεμάτες.
Στον ρόλο του Goro, φιλάργυρο και πιεστικό μεσίτη γάμων, ο Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος κρίθηκε ιδανικός. Χειρίστηκε τη φωνή του με μεγάλη τέχνη, κινήθηκε με την άνεση έμπειρου ηθοποιού (πόσο πετυχημένο το υπερκινητικό body language του) και έπλασε έναν ρόλο άλλοτε ευφυώς υποχθόνιο, γλοιώδη και άλλοτε κωμικό. Ένας όντως χαρισματικός καλλιτέχνης και υποδειγματικός καρατερίστας.
 Στους συντομότερους ρόλους ικανοποίησαν οι Χαράλαμπος Βελισάριος (Yamadori), Τάσος Αποστόλου (Bonze, θείος της Cio-Cio-San) και Πέτρος Σαλάτας (Yakuside). 
Η Χορωδία της ΕΛΣ τραγούδησε με καθαρότητα άρθρωσης τα μέρη της, όχι όμως πάντα και με αψεγάδιαστη τονική ακρίβεια και συγχρονισμό.
Ο αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης υποστήριξε μια ευθύβολη διεύθυνση, η οποία όμως μέσα στην μάλλον μονοκόμματη κοψιά της, εν πολλοίς δεν μπόρεσε να φωτίσει επαρκώς τα βαθύτερα επίπεδα του δράματος και ειδικά να αναδείξει  την ορχηστρική λαμπρότητα της άψογα δουλευμένες  αριστουργηματικής πουτσίνιας παρτιτούρας. Χανόταν η αίσθηση των εύφορων αρμονικών στοιχείων: υποτιμήθηκαν αρκετές από τις θαυμάσιες, ενίοτε μεθυστικές, χρωματικές μετατροπίες, που εκδηλώνουν ψυχικές εναλλαγές και μεταπτώσεις. Ακόμα, θα επιθυμούσαμε μεγαλύτερη ερμηνευτική αξιοποίηση των μοτιβικών στοιχείων (εδώ o Puccini οφείλει πολλά στην προσφορά του Richard Wagner). Κάποιες ουσιαστικές εναλλαγές δυναμικής αγνοήθηκαν και χαρακτηριστικές συναισθηματικές κλιμακώσεις μεγάλων μουσικών παραγράφων δυσκολεύονταν να εκτονωθούν με νόημα, κυρίως κατά την πρώτη πράξη. Επιπλέον, λόγω κακού υπολογισμού της ηχητικής έντασης, η ορχήστρα συχνά κάλυπτε τις φωνές. Από την πλευρά τους, τα μέλη της ορχήστρας, απέδωσαν με αρκετή συνέπεια (αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες τονικές τραχύτητες του α' όμποε).
Τέλος, εδώ οφείλουμε να ξεχωρίσουμε την άξια πολλών επαίνων συμβολή του Αλέξανδρου Θεοφυλάκτου, εξάρχοντα βιολονίστα της ορχήστρας. Ειδικά κατά το δημοφιλές intermezzo της δεύτερης πράξης, ο γλυκός, τονικά ακριβής και ζεστά εκφραστικός ήχος του βιολιού του, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση του  ονειρικού κλίματος, το οποίο περιέχει τραγικές αποχρώσεις και αποτυπώνει με αμεσότητα το δράμα της μοιραίας Butterfly.  






Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Φεστιβάλ Αιγαίου 2013



Ο αρχιμουσικός Peter Tiboris


Στη Σύρο,  ένα από τα ωραιότερα νησιά του Αιγαίου, με φιλόξενους κατοίκους, που είναι πάντα πρόθυμοι να σε ενημερώσουν σχετικά με κάθε ιστορική λεπτομέρεια του τόπου, βρίσκεται το υπέροχο Θέατρο Απόλλων. Της Ερμούπολης πραγματικό κόσμημα. Η  κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1864. Άνοιξε τις πύλες του στις 20 Απριλίου του ίδιου έτους, παρουσιάζοντας την όπερα Rigoletto (Giuseppe Verdi). Παραστάσεις μελοδραμάτων και θεάτρου κρατούν τον χώρο ζωντανό για πολλές δεκαετίες. Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μεγάλο μέρος του θεάτρου καταστράφηκε και μόλις το 1970 άρχισε να ανακαινίζεται σταδιακά. Είκοσι δεκαετίας αργότερα, το φθινόπωρο του 1991, αρχίζει να επαναλειτουργεί (οι εργασίες αναπαλαίωσης ολοκληρώθηκαν στο τέλος τους το 2000). Έκτοτε, σε αυτόν τον ιδιαίτερο χώρο, που στην αρχιτεκτονική και διακόσμηση θυμίζει διάσημα ιταλικά λυρικά θέατρα του δεκάτου ογδόου και δεκάτου ενάτου αιώνα (λ.χ. Scala του Μιλάνου και Teatro di San Carlo της Νάπολης), πραγματοποιούνται πολλές εκδηλώσεις, τόσο μουσικές όσο και θεατρικές.
Εκεί, από το 2005 φιλοξενούνται οι περισσότερες εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αιγαίου. Εμπνευστής, διοργανωτής και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεσμού είναι ο Peter Tiboris, ελληνικής καταγωγής αρχιμουσικός, μόνιμος κάτοικος Αμερικής και διοργανωτής πολλών συναυλιών που πραγματοποιούνται τόσο στην Αμερική (κυρίως στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης), όσο και στην Ελλάδα.
Μας δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τα τελευταία χρόνια αρκετές από τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ και πραγματικά εντυπωσιαστήκαμε από την ποικιλία, τον μεγάλο αριθμό εκδηλώσεων και συμμετεχόντων από διάφορες χώρες, την άρτια οργάνωση  και κυρίως από το γεγονός ότι κάθε βραδιά προετοιμάζεται με μεγάλο μεράκι και  ενθουσιασμό. 
Φέτος παρακολουθήσαμε τρεις από τις εκδηλώσεις που δόθηκαν στο Θέατρο Απόλλων. Ειδικότερα, στις 8/7, ερμηνεύτηκε η Νεκρώσιμη Λειτουργία (Messa da Requiem) του Verdi. H συναυλία αφιερώθηκε στη μνήμη του τελευταίου μουσουργού, από τη γέννηση του οποίου στις 9 ή 10/10 συμπληρώνονται διακόσια χρόνια. Σημειώνεται ότι στο προγραμματισμό του Φεστιβάλ περιλαμβάνονται πάντα μεγάλα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, τόσο του συμφωνικού όσο και του οπερατικού, που και μόνον η αναφορά σε αυτά, θα προκαλούσε δέος σε ανάλογα περιφερειακά φεστιβάλ, όχι μόνο της χώρας μας, αλλά και του εξωτερικού.
 Μέλη πέντε χορωδιών (Edmond Community Chorale, Southwestern College Concert Choir, Salem College Choir, Randolph College Chorale και Χορωδία του Δήμου Αθηναίων), κατέλαβαν τη σκηνή του θεάτρου καθώς και τα πλαϊνά θεωρία, δημιουργώντας μια σφαιρική ηχητική εικόνα κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης. Υπό την ευαίσθητη καθοδήγηση του Tiboris, οι χορωδίες, οι σολίστ (Eilana Lappalainen, σοπράνο, Elena Chavdarova-Isa, μέτζο, Keith Ikaia-Purdy, τενόρος, και Δημήτρης Καβράκος, μπάσος) και η Συμφωνική Ορχήστρα του Pazardzhik απέδωσαν το αθάνατο αυτό έργο του Verdi με την απαιτούμενη μεγαλοπρέπεια και πνευματικότητα. Από την καλά συντονισμένη ομάδα των τραγουδιστών, σαφώς ξεχώρισε η Βουλγάρα Elena Chavdarova-Isa, σταθερό στέλεχος της Εθνικής Όπερας της Σόφια, κάτοχος δραματικής φωνής μεγάλης έκτασης και σωστής βερντιάνικης έκφρασης. Μια καλλιτέχνις την οποία ευχαρίστως θα ακούγαμε πάλι στην Ελλάδα.
Την αμέσως επόμενη βραδιά (9/7), σειρά είχε η όπερα Così Fan Tutte, KV 588, του Wolfgang Amadeus Mozart. Στο έργο αυτό, με τις ιδιαίτερες συναισθηματικές αντιθέσεις και αποχρώσεις,  συχνά τόσο υπαινικτικές, πραγματική ερμηνευτική πρόκληση για τους τραγουδιστές και τον μαέστρο, οι ρόλοι ανατέθηκαν σε λυρικούς καλλιτέχνες, που στην πλειοψηφία τους ανταποκρίθηκαν ικανοποιητικά στα ζητούμενα των μερών τους. Τον δραματικό ρόλο της Dorabella κράτησε η Μαίρη-Έλεν Νέζη, επιστρατεύοντας την έμπειρη γνώση της όσον αφορά την ερμηνεία του μπαρόκ και κλασικού ρεπερτορίου. Παρέδωσε  μια σφαιρικά ολοκληρωμένη σκιαγράφηση της ηρωίδας, μέσα στην σωστή αισθητική του μοτσάρτιου ήθους. Η φωνή της ακούστηκε εύηχη και άρτια στηριγμένη. Οι Ricardo Mirabelli και Randal Turner επωμίστηκαν τους ρόλους αντιστοίχως των Ferrando και Guglielmo. Ερμήνευσαν με ετοιμότητα, καλό γούστο και ιδιαίτερη μουσικότητα. Ειδικά ο δεύτερος, εντυπωσίασε με τον προσεκτικό και γεμάτο νόημα σχηματισμό των φράσεων. Η χαρισματική Taryn Knerr πρόσφερε μια Despina γοητευτική, θεατρική και γεμάτη τσαχπινιά. Ο Νίκος Καραγκιαούρης απέδωσε τον ρόλο του Don Alfonso με νεανική χάρη και σωστή θεατρική αίσθηση. Ορισμένες ρυθμικές και τονικές αβεβαιότητες ευτυχώς δεν αλλοίωσαν την τελική θετική γενική άποψη που αποκομίσαμε σχετικά με αυτόν τον νέο τραγουδιστή.
 Ιδιαίτερα μάς προβλημάτισε η φωνητική κατάσταση της Danielle Halbwachs,  που ακούσαμε και είδαμε στον ρόλο της Fiordiligi. Η Hallbwachs είναι μια καλλιτέχνις με δυναμική παρουσία σε μεγάλα θέατρα της Ευρώπης, συνεργασίες σε σημαντικές παραγωγές και με μεγάλους μαέστρους. Ωστόσο,  από την αρχή της εμφάνισής της στη συριανή παράσταση, μολονότι υποκριτικά υπήρξε αρκετά πειστική, ήταν εμφανής η κόπωση της φωνής της, η αδυναμία της να ελέγξει την αναπνοή στις μεγάλες φράσεις και να ερμηνεύσει με ακρίβεια τις νότες της ψηλής περιοχής. Η φωνή έμοιαζε εξασθενισμένη. Ευχόμαστε πραγματικά να ήταν απλά μια «κακή» βραδιά και σύντομα να επανέλθει  στη σωστή της κατάσταση.
Η διεύθυνση του αρχιμουσικού Grigor Palikarov υπήρξε συνεπής, ελάχιστα όμως ενεργητική και τελικά όχι ενδιαφέρουσα. Απουσίαζε η σπινθηροβόλα λάμψη, το esprit mozartien και  -εκεί όπου χρειαζόταν- η υπογράμμιση των γεμάτο αγωνία και αβεβαιότητα συναισθημάτων. Δεν είναι μυστικό ότι η εν λόγω όπερα συνδυάζει το κωμικό και το τραγικό στοιχείο με ιδιοφυέστατο τρόπο: ο Mozart μέσω της μουσικής του αποδεικνύει, πως η χαρά του έρωτα μπορεί εύκολα να λάβει τραγικές διαστάσεις στην περίπτωση που η ειλικρίνεια των συναισθημάτων τίθεται υπό δοκιμασία και αμφισβήτηση. Παρακολουθούμε τους ήρωες να παίζουν με τη φωτιά.
Η ορχήστρα απέδωσε ικανοποιητικά, χωρίς όμως ιδιαίτερη διάθεση για ηχητική εκλέπτυνση και τονική διαύγεια. Τα μέλη της χορωδίας τραγούδησαν με όρεξη και έδειξαν να απολαμβάνουν κάθε στιγμή.
Ο σκηνοθέτης Dirk Shatten κίνησε τους τραγουδιστές με θεατρικότητα και χειρίστηκε καλά τον χώρο της σκηνής. Προσπάθησε να αναδείξει τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων, δίνοντας έμφαση στη νεανικότητα των χαρακτήρων και επιχειρώντας να τονίσει το γεγονός ότι ουσιαστικά η όλη υπόθεση αποτελεί ένα παιχνίδι. Όμως, βρήκαμε ότι θα μπορούσε να είχε αξιοποιήσει  περισσότερο παράπλευρες –και όχι ασήμαντες- πτυχές των χαρακτήρων, τις οποίες άφησε ανεξερεύνητες. Τα απλά σκηνικά και κοστούμια έδεσαν με την όλη σκηνοθετική άποψη.
Προχωρώντας, στις 10/7, ακούσαμε συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του Pazardzhik, υπό τον Tiboris, αφιερωμένη στους τρεις μεγάλους κλασικούς Franz Joseph Haydn, Wolfgang Amadeus Mozart και Ludwig van Beethoven (η συναυλία τιτλοφορήθηκε «Τρεις βιεννέζοι δάσκαλοι»). Στα δύο μπετοβενικά έργα που ακούστηκαν, Εισαγωγή στην όπερα Fidelio, Op. 72, και Συμφωνία αρ. 3, Op. 55 (Ηρωική), ο αρχιμουσικός απέδειξε την αγάπη του και την κατανόηση προς το αθάνατο πνεύμα του συνθέτη, σχηματίζοντας τις φράσεις με έμπνευση, κύρος και δυναμισμό. Κατά την Ηρωική, οι κλιμακώσεις των μεγάλων παραγράφων δομούνταν με νόημα και ουσιαστική ένταση.
Σολίστ της βραδιάς ήταν η Μίνα Πολυχρόνου, που κλίθηκε να ερμηνεύσει δυο απαιτητικές άριες κοντσέρτου των Haydn (Berenice, che fai?, Hob. XXIVa:10, σε κείμενο του Pietro Metastasio) και Mozart (Ch’io mi scordi di te? …Non temer, amato bene, KV 505, σε κείμενο μάλλον του Lorenzo Da Ponte). Οι άριες αυτές συνετέθησαν προκειμένου να αναδείξουν την τέχνη δύο θρυλικών λυρικών καλλιτέχνιδων του δεκάτου ογδόου αιώνα. Η πρώτη δημιουργήθηκε για την Brigida Giorgi Banti και έλαβε την πρεμιέρα της στις 4/5/1795, κατά τη δεύτερη και τελευταία επίσκεψη του Haydn στο Λονδίνο (1794-1795). Η δεύτερη, για την Nancy Storace,  Βρετανίδα σοπράνο που κράτησε τον ρόλο της Susanna στην πρώτη παγκόσμια παρουσίαση των Γάμων του Figaro (Mozart, Le nozze di Figaro, KV 492), και ακούστηκε για πρώτη φορά στη Βιέννη, στις 23/2/1787. Η Πολυχρόνου, της οποίας τις εκφραστικές και φωνητικές ποιότητες είχαμε την ευκαιρία να επαινέσουμε αρκετές φορές στο παρελθόν, τραγούδησε με υποδειγματική μουσικότητα και μεγάλη εκφραστική ισχύ. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στην έξοχη σύνθεση του Haydn, που ουσιαστικά συνοψίζει –και με πόση τέχνη!- τις οπερατικές τεχνοτροπίες της εποχής του συνθέτη, με δεξιότητα αντιμετώπισε τις διάφορες μουσικές παγίδες και τη θηριώδη  tessitura,  η οποία οδηγεί τη φωνή στα άκρα της. Εξίσου επιτυχής ήταν και στην ερμηνεία της μοτσάρτιας άριας, την οποία τραγούδησε με θέρμη και κατάλληλα χρωματισμένη οπερατική δραματικότητα. Σε αυτό το έργο, είχε συνοδοιπόρο, στο μέρος του piano obbligato, την πολύτιμη Τζένια Μανουσάκη. Η προικισμένη Μανουσάκη, σμίλεψε τις φράσεις με στυλ, αισθαντικότητα, καθαρότητα ήχου, ενώ συνδιαλέχτηκε άψογα με την Πολυχρόνου και την ορχήστρα. Εύστοχη ιδέα θα ήταν οι δύο εκλεκτές κυρίες να ένωναν τις δυνάμεις τους για μια βραδιά αφιερωμένη σε Lieder των Haydn, Mozart και Beethoven.
 O Tiboris απολαμβάνοντας τις ερμηνευτικές ποιότητες τόσο της Πολυχρόνου όσο και -κατά την άρια του Mozart- της Μανουσάκη, πρόσφερε τον καλύτερό του εαυτό.