Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Βασανιστικά προκλητικός «Don Giovanni» στο Ηρώδειο



Δημήτρης Καβράκος (Commendatore) και Franco Pomponi (Don Giovanni) στην τελευταία πράξη της όπερας "Don Giovanni" (φωτο: Ε.Λ.Σ., Stefanos)





Στις 29 Οκτωβρίου 1787, στο Θέατρο της Πράγας (σήμερα, Estates Theatre), παρουσιάστηκε μια όπερα, που έμελε να αποτελέσει σταθμό για την ιστορία του μελοδράματος. Εκείνη τη βραδιά ο Wolfgang Amadeus Mozart παρέδιδε στο κοινό, ένα από τα πιο πολύτιμα τέκνα του, την όπερα σε δυο πράξεις με τίτλο Don Giovanni (ακριβέστερα, Il dissolute punito, ossia il Don Giovanni), KV 527. Ο συνδυασμός του ευφυούς libretto του σπουδαίου ποιητή Lorenzo Da Ponte και της έξοχης σύνθεσης του θεϊκού Mozart, γέννησαν ένα έργο καθηλωτικό, μουσικής τελειότητας, το οποίο περιέχει στοιχεία τραγικά και κωμικά (πρόκειται για dramma giocoso), επεξεργασμένα με λεπτομέρεια και σε βάθος. Αποτελεί μια από τις πιο συχνά παρουσιασμένες όπερες όχι μόνο του συνθέτη, αλλά και πλήρους του ρεπερτορίου. Στην χώρα μας είχαμε αρκετές φορές την ευκαιρία να την παρακολουθήσουμε από παραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, αλλά και του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Με αυτή την όπερα επέλεξε η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) να κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών (Ηρώδειο, 11/6), ενός φεστιβάλ που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρον για τους λάτρεις της κλασικής μουσικής, με ελάχιστες συναυλίες: οι περασμένες «χρυσές» δεκαετίες (το φεστιβάλ εγκαινιάστηκε το 1955), κατά τις οποίες το φιλόμουσο φεστιβαλικό κοινό απολάμβανε μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικανικές ορχήστρες, υπό τη διεύθυνση ονομαστών αρχιμουσικών και με συμπράξεις διακεκριμένων σολίστ, μοιάζουν να έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Δυστυχώς! Και κάθε άλλο παρά  φως στον ορίζοντα βλέπουμε! Όπως έχουμε υπογραμμίσει και σε άλλα σημειώματά μας, περασμένων θερινών περιόδων, οι λάτρεις της κλασικής μουσικής οφείλουν να αναζητήσουν γη και ύδωρ σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπου συναυλίες και παραστάσεις όπερας, με ζηλευτές διανομές, προσφέρονται σε καθημερινή βάση.
Επιστρέφοντας στον πρόσφατο εγχώριο Don Giovanni, θα πρέπει ευθύς εξαρχής να τονίσουμε ότι μολονότι από μουσικής πλευράς, πραγματικά φύγαμε ικανοποιημένοι, το σκηνοθετικό μέρος της παραγωγής όχι μόνο μας απογοήτευσε, αλλά μας εξαγρίωσε. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς, όπως μας είχε προϊδεάσει το δελτίο τύπου που είχαμε λάβει μερικές μέρες πριν από την παράσταση, τοποθέτησε την πλοκή κάπου στην (σύγχρονη;) κεντρική Ευρώπη, σε μια άδεια, κρύα και έρημη πλατεία, που, κατά την γνώμη μας, θα μπορούσε να είναι και το πίσω μέρος ενός εγκαταλελειμμένου εργοστασίου (σκηνικά της Εύας Μανιδάκη).
Το κοινό, εισερχόμενο στον χώρο του Ηρωδείου, έβλεπε στη σκηνή μια ομάδα μεθυσμένων αστέγων να περιφέρονται ή να είναι ξαπλωμένοι στο βρεγμένο δάπεδο. Οι άστεγοι αυτοί παρακολουθούσαν και συνόδευσαν τους πρωταγωνιστές σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Τα μέλη της χορωδίας έμοιαζαν με μέλη συμμορίας του υποκόσμου. Στην αρχή της όπερας, οι ήρωες Donna Anna και ο πατέρας της, Il Commendatore, ξεπρόβαλαν ως σερβιτόροι καντίνας, που πουλούσαν μπύρες. Μετά το κλείσιμο αυτής της περίφημης καντίνας, ο Don Giovanni εισέρχεται και επιτίθεται ερωτικά στην Donna Anna. Από εκεί και πέρα, η υπόθεση εξελίσσεται σε ένα σκηνοθετικό και εικαστικό πλαίσιο που απομακρυνόταν εξαιρετικά από τα μοτζάρτια ιδεώδη. Και μόνο η αναλυτική αναφορά σε αυτά που είδαμε, προκαλεί δυσάρεστη αίσθηση.
Στην τελευταία πράξη, ο Don Giovanni, παρουσιάζεται σαν …βαμπίρ. Στη διάσημη σκηνή του δείπνου, αντί για φαγητό, τον βλέπουμε με λύσσα να ρουφάει το αίμα από τον λαιμό των ηρωίδων, την ώρα που δίπλα του, ο υπηρέτης του, Leporello, μασουλάει τα χέρια των ίδιων ημιλυπόθυμων-ημιθανών ηρωίδων. Φρίκη. Θα αναφέρουμε ότι κατά την πρεμιέρα που παρακολουθήσαμε (11/6), μια κυρία από το κοινό λιποθύμησε αντικρίζοντας το θέαμα (χρειάστηκε χρόνος μέχρι να συνέλθει), ενώ μια άλλη εγκατέλειπε έντρομη και το Ηρώδειο κρατώντας από το χέρι την νεαρή κόρη της. Στη συνέχεια, μετά από το δείπνο του Don Giovanni, όσοι αντέξαμε μέχρι το τέλος της παράστασης, είδαμε το πνεύμα του Commendatore να καλείται από τους «καλούς» ήρωες, που έχουν σχηματίσει κύκλο και είναι πιασμένοι χέρι χέρι. Ο Commendatore ξεπροβάλει από την οροφή της καντίνας και στο τέλος της σκηνής, μέσα πλέον από την καντίνα (πολύ άρεσε η καντίνα στον σκηνοθέτη), με μεγάλη προσπάθεια τραβάει τον Don Giovanni οδηγώντας τον στα τάρταρα (πάντα της καντίνας!).
Στο τέλος του υπέροχου ensemble (Questo è il fin di chi fa mal, e de' perfidi la morte alla vita è sempre ugual), μάταια οι Mozart και Da Ponte, όπως εξάλλου και οι ήρωές τους, πιστεύουν ότι οδηγούν τον Don στην τιμωρία του. Και ξέρετε γιατί; Διότι ο σκηνοθέτης είχε εντελώς άλλη άποψη (Mozart, Da Ponte, σιγά, πεθαμένοι και ξεπερασμένοι…): επανεμφανίζει τον εν λόγω ήρωα να ξεπροβάλει μέσα από την αγαπημένη του καντίνα. Δεν φαντάζομαι να ξεχάσατε ότι τον είχε μετατρέψει σε βαμπίρ; Και τα βαμπίρ ποτέ δεν πεθαίνουν!
Σε άλλες εποχές, οι κραταιοί τραγουδιστές της όπερας θα είχαν αρνηθεί να παραδοθούν σε μια τόσο ισοπεδωτική και ακυρωτική σκηνοθετική άποψη (εύκολα μπορούμε να φανταστούμε πώς θα αντιδρούσε μια Elisabeth Schwarzkopf, μια Lisa Della Casa ή μια Μαρία Κάλλας...). Διερωτάται κανείς: μέσα σε μια οικονομικά δυσβάστακτη περίοδο σαν αυτή την οποία βιώνει ο Έλληνας πολίτης, δεν είναι κρίμα και ντροπή να δίνονται κρατικά χρήματα σε τέτοιες παραγωγές;
Αρκετά, όμως, με αυτή την προκλητικά κακόγουστη σκηνοθεσία (κρατάμε από το εικαστικό μέρος τα κομψά, βεβαίως εκσυγχρονισμένα, κοστούμια των τριών ηρωίδων, που σχεδίασε η Iωάννα Τσάμη, όπως και τους εύστοχους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, ο οποίος μακάρι να είχε κάτι πιο καλαίσθητο να φωτίσει). Προχωράμε στο μουσικό μέρος.
Όπως προαναφέρθηκε, το μουσικό μέρος κινήθηκε σε άλλο επίπεδο. Και ευτυχώς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά την παράσταση κλείσαμε τα μάτια μας θέλοντας να απολαύσουμε την άρτια απόδοση των τραγουδιστών.
Αναλυτικότερα, τον ρόλο του Don Giovanni κράτησε ο Αμερικανός βαρύτονος Franco Pomponi, που έχει διακριθεί σε ρόλους τόσο του κλασικού, ρομαντικού όσο και μοντέρνου  ρεπερτορίου (απέσπασε άρτιες κριτικές από την συμμετοχή του στην κορυφαία όπερα Die Bassariden του Hans Werner Henze, Παρίσι, 2005). Με φωνητική επάρκεια και ωραία σκηνική παρουσία, έπεισε στον ρόλο του επικίνδυνου γόη. 
Η προικισμένη Μυρτώ Παπαθανασίου, που σταδιοδρομεί διεθνώς (τον Σεπτέμβριο ντεμπουτάρει στην Metropolitan Opera της Ν. Υόρκης), πρότεινε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα Donna Anna, φωτίζοντας τόσο την τραγική, δυναμική όσο και την πιο εύθραυστη πλευρά της ηρωίδας. Η φωνή της τεχνικά βέβαιης και υποκριτικά άμεσης Παπαθανασίου διαθέτει κρυστάλλινη διαύγεια και είναι πάντα σωστά εστιασμένη. Ελπίζουμε σύντομα να την ξανακούσουμε στην Ελλάδα.
Ο πάντα καλά προετοιμασμένος Αντώνης Κορωναίος προσέγγισε τον ρόλο του Don Ottavio με σκέψη, σοβαρότητα και συνέπεια. Η ιδιαίτερα ωραία φωνή τενόρου που διαθέτει, σε συνδυασμό με την προσοχή που έδειξε στις λεπτομέρειες του ρόλου του, ευχαρίστησαν από την αρχή μέχρι το τέλος. Απέδωσε τις απαιτητικές άριες του με καλό γούστο και διάθεση εκλέπτυνσης: καιρό είχαμε να ακούσουμε την άρια Dalla sua Pace ερμηνευμένη με τέτοια μοτζάρτια αισθαντικότητα, αιθέρια pianissimi και ορθή αίσθηση ύφους. Bravo!
H Celia Costea πρόσφερε μια Donna Elvira φωνητικά και υποκριτικά ώριμη (οι νότες της υψηλής περιοχής ήταν πάντα σίγουρες). Η Μαρία Μητσοπούλου έδωσε τον καλύτερο εαυτό της στον νεανικό ρόλο της Zerlina, έχοντας δίπλα της τον Πέτρο Μαγουλά, που με μουσικοθεατρική ευστοχία υποστήριξε τον αγαπημένο της καρδιάς της.
Ο Χριστόφορος Σταμπόγλης, φωνητικά και τεχνικά θαυμάσιος, επωμίσθηκε τον ρόλο του Leporello, έναν ρόλο που ερμηνεύει εδώ και πολλά χρόνια. Υπογράμμισε την εξυπνάδα και πονηριά του ήρωα, το χιούμορ και τις ανησυχίες του, με μεγάλη αμεσότητα.
Ο Δημήτρης Καβράκος κράτησε το μέρος του Commendatore, τραγικού πατέρα της Donna Anna. Πρόκειται για ρόλο που έχει απαθανατίσει σε δίσκους, υπό την μπαγκέτα του Bernard Haitink (EMI Classics, κυκλοφορία του 1984). Μολονότι δεν βοηθήθηκε καθόλου σκηνοθετικά (βρήκαμε, και ασφαλώς δεν ήμασταν οι μόνοι, ότι ο ρόλος του γελοιοποιήθηκε  σε αυτή στην παραγωγή), τραγούδησε με θαυμαστή φωνητική άνεση και πειστικότητα, προσπαθώντας να «σώσει» ό,τι μπορούσε από το ανάστημα και την αξιοπρέπεια του ήρωα.
Η ορχήστρα και χορωδία του λυρικού μας θεάτρου, απέδωσε με ετοιμότητα και ρυθμική ακρίβεια, υπό την διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού. Ο Καρυτινός, διευθύνοντας από μνήμης, χωρίς παρτιτούρα, πρόσφερε μια όλο δράμα και ενέργεια ανάγνωση του έργου, με ηχητικό και υφολογικό gravitas που έφερνε στο νου τις μεγάλες ρομαντικές αναγνώσεις αρχιμουσικών της «ηρωικής σχολής» άλλων δεκαετιών.
Κλείνοντας, αναφέρουμε ότι καίτοι αρχικά είχαμε προγραμματίσει να παρακολουθήσουμε και τη δεύτερη διανομή (14/6), μετά το πέρας της παρακολούθησης της πρεμιέρας, αναλογισθήκαμε ότι δεν θα βρίσκαμε τη δύναμη να υποστούμε την ίδια σκηνοθεσία δεύτερη φορά (λυπούμαστε που χάσαμε τον Διονύση Σούρμπη ως  Don Giovanni).