Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Πιανιστικές μεταγραφές βαγκνερικών σελίδων από έναν νεαρό μάγο των πλήκτρων







O Richard Wagner κάλυψε σχεδόν ολόκληρη την πορεία του συνθέτοντας βαρυσήμαντα έργα για τη σκηνή. Καθαρόαιμες πιανιστικές ή συμφωνικές σελίδες, ακόμη και Lieder, συνθέτουν ένα μικρό –αν και όχι αμελητέο- μέρος της παραγωγής του.
Εντούτοις, ανέκαθεν ήταν αρκετοί οι βιρτουόζοι πιανίστες τόσο της εποχής του όσο και των μετέπειτα γενεών, που αισθάνθηκαν την ανάγκη (υποχρέωση;), γοητευμένοι από το βαγκνερικό σύμπαν να μεταγράψουν για το πιάνο μέρη από τα μουσικά του δράματα. Πιο γνωστός από τους μεταγραφείς-διασκευαστές υπήρξε δίχως άλλο ο Franz Liszt, που, όπως και ο Wagner,  συγκαταλέγεται στους σπουδαιότερους οραματιστές της μουσικής τέχνης.
Οι ηχογραφημένες μεταγραφές κομματιών του Wagner, που κυκλοφορούν (ή κυκλοφορούσαν) στο εμπόριο είναι πολλές. Πιανίστες διαφορετικών γενεών όπως οι Benno Moiseiwitsch, Vladimir Horowitz, Louis Kentner, Glenn Gould, György Cziffra,  Alfred Brendel, Daniel Barenboim, David Allen Wehr, Jean-Yves Thibaudet, Mikhail Rudy, Zoltán Kocsis, William Wolfram και Chitose Okashiro, για να αναφερθούν μόνο μερικοί των οποίων οι προσφορές ξεχωρίζουν στη δισκοθήκη του γράφοντος, απαθανάτισαν τις ερμηνείες τους και το έπραξαν με επιτυχία.  
Πιο πρόσφατα, ένας από τους λαμπρούς πιανίστες της νεώτερης γενιάς, ο Ολλανδός Camiel Boomsma, που έχει διακριθεί σε διεθνείς διαγωνισμούς και έχει λάβει υποτροφία από το Διεθνές Ίδρυμα Υποτροφιών Richard Wagner (Richard Wagner Stipendienstiftung), αφιερώνει την πρώτη του δισκογραφική εργασία σε μεταγραφές έργων του Wagner, δίνοντας αμέσως το στίγμα ότι από την αρχή θέλει να προτείνει κάτι ιδιαίτερο και όχι μια πρώτη ηχογράφηση αποτελούμενη από γνωστά και πολυπαιγμένα έργα του ρεπερτορίου. Ναι, δεν είναι μόνο το ρεπερτόριο που μας άγγιξε κατά την ακρόαση του εν λόγω album, αλλά και το εντελώς ξεχωριστό παίξιμο του νεαρού.
Ειδικότερα, το πρόγραμμά του ανοίξει με το Ρετσιτατίβο και τη Ρομάντζα από τον Tannhäuser: O du mein holder Abendstern, S.444, σε μεταγραφή του Liszt. Οι αρπισμοί, οι συγχορδίες, οι παρατεταμένες τρίλιες και η γεμάτη εκστατικό λυρισμό μελωδία, που συνθέτουν το έργο, ευτυχούν στα δάχτυλα του Boomsma, ο οποίος προσεγγίζει τη μουσική με ζηλευτή αισθαντικότητα, βαθιά ποιητική διάθεση και ασφαλώς, πολύ καλό γούστο.
Στη συνέχεια, προσφέρει τη Μουσική της Μεταμορφώσεως (Verwandlungsmusik) από τον Parsifal, σε μεταγραφή του πιανίστα και παιδαγωγού August Stradal  (1860-1930), μαθητού του Liszt. Ο Boomsma κλιμακώνει τη μουσική με μεγάλη αίσθηση μεγαλοπρέπειας, ευγένειας και συγκίνησης. Εντυπωσιάζει ο τρόπος με τον οποίον φέρνει στην επιφάνεια τις διαφορετικές ορχηστρικές φωνές και ο τρόπος με τον οποίον τις χρωματίζει. Επιπλέον, με υποδειγματικό έλεγχο δυναμικής, δίνει προοπτική στον ήχο του.
 Κατά το τρίτο μουσικό τεμάχιο, που δεν είναι άλλο από τον Αυτοσχεδιασμό πάνω στο «Τραγούδι του Βραβείου του Walther» (Improvisation über Walthers Preislied) του Franz Bendel, ο πιανίστας αφήνει τη μουσική να ρεύσει με εξαιρετικό panache και μια σαγηνευτική γοητεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πολυγραφότατος Bendel (1833-1874), ένας από του αρτιότερους πιανίστες της γενιάς του, συγκαταλεγόταν, όπως και ο Stradal, ανάμεσα στους αγαπημένους μαθητές του Liszt, μελετώντας στο πλάι του τελευταίου για πέντε χρόνια στη Βαϊμάρη.  
Ακολουθεί το Πένθιμο Εμβατήριο (Marcia Funebre) από το Λυκόφως των Θεών (Götterdämmerung), τελευταίο μέρος της Τετραλογίας, σε μεταγραφή του Ferruccio Busoni (ο οποίος, θα σημειώσουμε ότι σε πολλές στιγμές της σταδιοδρομίας του, δεν δίστασε να κατακρίνει τα βαγκνερικά ιδεώδη).  Η σκοτεινή, τραγική ένταση,  που επικρατεί εδώ, προσεγγίζεται με αμεσότητα από τον νεαρό μουσικό, ο οποίος για άλλη μια φορά επιστρατεύει την πλούσια ηχοχρωματική του παλέτα για να πετύχει τους μουσικούς του στόχους.
Το album συμπληρώνουν δύο διάσημα αποσπάσματα από τον Τριστάνο και την Ιζόλδη, συγκεκριμένα το Πρελούδιο και  Έρως-Θάνατος της Ιζόλδης (Isoldes Liebestod), S.447, το πρώτο σε μεταγραφή του σύγχρονου πιανίστα Zoltán Kocsis, ενώ το δεύτερο, στην πολυαγαπημένη μεταγραφή του Liszt. Ο Boomsma αποκαλύπτει αυτή τη μουσική με την ερωτική-εκστατική ένταση που της αρμόζει. Ο καθαρός ήχος, οι προσεγμένες κλιμακώσεις, οι ολόσωστες επιλογές ταχυτήτων (tempi), ο  χώρος που αφήνει στη μουσική για να αναπτυχθεί και προπάντων, η τόσο δυνατή αφήγηση (ακούστε με πόση ευαισθησία οδηγεί την ηρωίδα στο θάνατο), εύκολα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μια τόσο ποιοτική ερμηνεία δεν θα μπορούσε παρά να ευχαριστήσει τόσο τον Wagner όσο και τον Liszt.
Εν κατακλείδι, ο Boomsma είναι ένας πραγματικός καλλιτέχνης, με ένα τεχνικό οπλοστάσιο όντως άψογο, που ξέρει να φωτίζει τα άδυτα της μουσικής με τρόπο που απογειώνει τον ακροατή. Μετά από την ακρόαση αυτού του υπέροχου παρθενικού album, περιμένουμε να λάβουμε τη δισκογραφική συνέχεια του πιανίστα και ευχή μας είναι να μην αργήσουμε να τον ακούσουμε ζωντανά στη χώρα μας.



 

O Ολλανδός πιανίστας Camiel Boomsma.


Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Φεστιβαλικοί ήχοι στη λατρεμένη Σύρο


Ο αρχιμουσικός-καλλιτεχνικός διευθυντής του  Φεστιβάλ Αιγαίου Peter Tiboris (φωτο: Stefanos)




Απογοητευμένος από τις ελάχιστες πλέον συναυλίες κλασικής μουσικής και παραστάσεις όπερας που προσφέρει το Φεστιβάλ Αθηνών, ο Αθηναίος φιλόμουσος στρέφει το ενδιαφέρον του στα μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού ή ακόμα και στα εγχώρια φεστιβάλ, που προσφέρουν ποιοτικές μουσικές εκδηλώσεις και ικανοποιούν την επιθυμία του για απόλαυση μεγάλων ορχηστρών, μαέστρων και τραγουδιστών όπερας (με λίγες εξαιρέσεις, που ευτυχώς υπάρχουν ακόμα, τα έχουμε σχεδόν ξεχάσει αυτά στην Αθήνα της θερινής περιόδου). 
Πρώτο ανάμεσα στα ελληνικά φεστιβάλ θα τοποθετούσαμε το Φεστιβάλ Αιγαίου (Festival of the Aegean), που πραγματοποιείται κάθε Ιούλιο στη Σύρο, τόσο λόγω της ποιότητας και της ποικιλίας, όσο και λόγω του μεγάλου αριθμού εκδηλώσεων. Ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής αυτού του θεσμού, που φέτος συμπλήρωσε την πρώτη του δεκαετία, είναι ο ελληνοαμερικάνος αρχιμουσικός Peter Tiboris, ο οποίος έχοντας στο πλάι του την σύζυγο του, εκλεκτή Φινλανδή υψίφωνο Eilana Lappalainen, επισκέπτεται κάθε καλοκαίρι την Ελλάδα για να διευθύνει το φεστιβάλ του. Ο Δήμος Σύρου βρίσκεται πάντα στο πλευρό του, δικαίως υποστηρίζοντας αυτή την άξια πρωτοβουλία.
Βρεθήκαμε φέτος στη Σύρο προκειμένου να παρακολουθήσουμε τις τρεις πρώτες εκδηλώσεις του Φεστιβάλ, που άνοιξε στις 6/7 και ολοκληρώθηκε στις 19/7.
Ειδικότερα, την πρώτη βραδιά (6/7), στο πανέμορφο Θέατρο Απόλλων (Ερμούπολη), το οποίο κτίστηκε μεταξύ 1862-1864, στα πρότυπα των μεγάλων ιταλικών λυρικών θεάτρων της εποχής,  παρακολουθήσαμε παράσταση της όπερας Rigoletto του Giuseppe Verdi. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, ότι το εν λόγω θέατρο άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 20 Απριλίου 1864, δηλαδή πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, με ακριβώς αυτό το διάσημο έργο.
Ο  ρόλος του Rigoletto ανατέθηκε σε έναν από τους αρτιότερους σύγχρονους ενσαρκωτές του.  Ο Πέρσης βαρύτονος Anooshah Golesorkhi, που διαπρέπει σε μεγάλες διεθνείς λυρικές σκηνές, γνωρίζει σε βάθος τον ρόλο. Με μεγάλη φωνή, έξοχο legato, προσοχή στην άρθρωση και στην ανάδειξη των μεταπτώσεων του χαρακτήρα του τραγικού ήρωα, που ενσάρκωνε, ευχαρίστησε από την αρχή μέχρι το τέλος. Η φωνή του πραγματικά γέμισε τον χώρο του θεάτρου. 
Δίπλα του, τον ρόλο της νεαρής κόρης του Gilda, κράτησε η βραβευμένη Ρωσίδα Vera Chekanova, η οποία είχε διακριθεί στον 35ο Grand Prix Μάριας Κάλλας (Αθήνα, 2009). Η Chekanova είναι δίχως άλλο μια ευαίσθητη μουσικός, με φωνή φρέσκια και καλά υποστηριγμένη τεχνικά, που κατάφερε φωτίσει την εύθραυστη πλευρά της ηρωίδας με επιτυχία.
Στον ρόλο του Δούκα ακούσαμε τον Αμερικανό τενόρο Michael Wade Lee, ο οποίος επίσης σημειώνει εντυπωσιακή σταδιοδρομία στην Ευρώπη και την Αμερική, του οποίου το τραγούδι ήταν λαμπερό και άνετο στις υψηλές φωνητικές περιοχές.
Στους υπόλοιπους, συγκριτικά μικρότερους  ρόλους, είχαμε την ευκαιρία να εκτιμήσουμε τον μπάσο Βασίλη Κωστόπουλο, ο οποίος με ωραία στρογγυλή φωνή υποστήριξε έναν σκοτεινό Sparafucile, τον βαρύτονο Σωτήρη Τριάντη, καλλιτέχνη πολλών δυνατοτήτων, που έπεισε με την μουσικότητά του και την υποκριτική του δεινότητα παραδίδοντας έναν απειλητικό Conte Moterone. Θα ξεχωρίσουμε, επίσης, την νεαρή Καναδή μεσόφωνο Danielle Vallaincourt (Contessa Ceprano), της οποίας τα πλούσια φωνητικά ηχοχρώματα και η πραγματικά ωραία έκφραση, μας κάνουν να θέλουμε να την ξανακούσουμε στη χώρα μας, σε έναν μεγαλύτερο ρόλο ή ακόμα ίσως και σε ένα Liederabend.
Τους άλλους ρόλους κράτησαν με επάρκεια και σωστή διάθεση ανάδειξης των ζητουμένων, οι Νικόλας Καραγκιαούρης (Conte Ceprano), Ελένη Δάβου (Maddalena) και Vaska Zdravkov (Marullo).
 Ο Peter Tiboris απέδωσε την παρτιτούρα με αξιοθαύμαστη γνώση και προσοχή στη λεπτομέρεια, αναδεικνύοντας τα δραματικά στοιχεία και  καθοδηγώντας τους τραγουδιστές και την ικανή Συμφωνική Ορχήστρα του Pazardjik (Pazardjik Symphony Orchestra) επιτυχώς.
Ο σκηνοθέτης Dirk Schattner και ο σκηνογράφος και υπεύθυνος φωτισμού Jens Huebner, μετέφεραν την πλοκή στη σύγχρονη Σύρο, δίνοντας την δική τους εκμοντερνισμένη άποψη της όπερας. Εντούτοις, πιστεύουμε ότι μια σκηνοθετική και σκηνογραφική άποψη που θα αξιοποιούσε τον επιβλητικό όσο και ιστορικό χώρο του θεάτρου, θα ταίριαζε καλύτερα στο αριστούργημα του Verdi.
Την επόμενη βραδιά (7/7) παρακολουθήσαμε μια όντως αξιομνημόνευτη χορωδιακή συναυλία, πάντα στο Θέατρο Απόλλων. Στο πρώτο μέρος η γνωστή Παιδική Χορωδία του ile de France (Chœur d'Enfants d'Ile-de-France), μια από τις αρτιότερες παιδικές χορωδίες της Γαλλίας. Υπό τη διεύθυνση του μόνιμου διαπρεπούς μαέστρου της, Francis Bardot, ακούσουμε έργα μεγάλων Γάλλων συνθετών (Jacques Offenbach, Léo Delibes, Gabriel Fauré, Joseph-Guy Ropartz και Claude Debussy). Οι αγγελικές φωνές, το ιδιαίτερο μουσικό ήθος, η μουσική πειθαρχία, ο άμεμπτος συντονισμός και η γλυκύτητα του ήχου που πρόσφερε η χορωδία, προκαλούσαν ρίγη συγκίνησης. Εκτός προγράμματος, μας τραγούδησαν τον Ύμνο στη Νύχτα (L'Hymne à la nuit) από την όπερα Ιππόλυτος και Αρικία (Hippolyte et Aricie) του Jean Philippe Rameau (1683-1764), τιμώντας την 250ή επέτειο από τον θάνατο του κορυφαίου αυτού Γάλλου συνθέτη της ύστερης εποχής μπαρόκ.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, η παραπάνω χορωδία ένωσε τις δυνάμεις της με άλλες προσκεκλημένες χορωδίες του φεστιβάλ (The Barstow Scholl Chamber Singers, Kansas City, Heart of the Valley Children’s Choir, Higlands Youth Ensemble και King University Symphonic Choir) προκειμένου να ερμηνεύσει τη Λειτουργία των Παιδιών (Mass of the Children) του Βρετανού John Rutter. Ο Rutter, εδώ και πολλά χρόνια, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους διασημότερους συνθέτες χορωδιακής μουσικής και έχει λάβει σημαντικά διεθνή βραβεία.
Με ιδιαίτερη χαρά παρακολουθήσαμε τον ίδιο να καθοδηγεί τις χορωδίες (που είχαν τοποθετηθεί στη σκηνή και στα δεξιά και αριστερά θεωρεία του θεάτρου) με μεγάλη ακρίβεια στο λάξευμα του ήχου και στην συγκεκριμένη έκφραση, που ο ίδιος επιθυμούσε. Η σε στιγμές νευρώδης διεύθυνσή του προσέδιδε ένταση στα ρυθμικά σχήματα του έργου του, που έφερναν στο νου τις μεγάλες χορωδιακές συνθέσεις ενός Igor Stravinsky. Η υψίφωνος Camille Ortiz-Lafont και ο βαρύτονος Vasko Zdravkov επωμίσθηκαν με αυτοπεποίθηση τα μέρη τους και έδωσαν νόημα στις λέξεις του λατινικού κειμένου. Το μικρό ορχηστρικό σύνολο, αντλημένο από την βουλγάρικη ορχήστρα, πρότεινε μια ενδιαφέρουσα και τεχνικά άρτια συνοδεία.
Τέλος, στις 8/7, επισκεφθήκαμε για τελευταία φορά φέτος το Θέατρο Απόλλων, προκειμένου να ακούσουμε συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του Pazardjik, υπό τον Tiboris. Στο πρώτο μέρος λάβαμε μια με βαθύ συναίσθημα λαξευμένη Εισαγωγή-Φαντασία Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Piotr Ilyich Tchaikovsky. Στη συνέχεια, η  Eilana Lappalainen πρότεινε μια δραματικά φορτισμένη ερμηνεία της μεγάλης σκηνής του γράμματος από την τραγική όπερα Ευγένιος Ονιέγκιν (Yevgeniy Onegin), του ίδιου συνθέτη. Η καλλιτέχνις ένιωσε βαθιά και πρόβαλε πολύ πειστικά τις ανησυχίες της νεαρής ηρωίδας Tatiana.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας ο Tiboris διηύθυνε ένα από τα αγαπημένα του έργα, την επική Συμφωνία αρ. 1, Op. 68, του Johannes Brahms, που είχε χαρακτηριστεί από τον αρχιμουσικό Hans von Bülow ως «Δεκάτη του Beethoven». Οι μεγάλες συναισθηματικές εκρήξεις των εξωτερικών μερών του έργου (I. Un poco sostenuto-Allegro-Meno allegro και II. Adagio-Più andante-Allegro non troppo, ma con brio- Più allegro) και κυρίως ο ασυγκράτητος ενθουσιασμός των τελευταίων σελίδων της μπραμσιανής παρτιτούρας βρήκαν τον αρχιμουσικό και την ορχήστρα σε πολύ καλή φόρμα. Κατά τα δύο αργά μέρη (ΙΙ. Andante sostenuto και ΙΙΙ. Un poco allegretto e grazioso) διαποτίστηκαν με τον κατάλληλο λυρισμό. Ειδικά κατά το δεύτερο μέρος υπογραμμίστηκε η έντονη μελαγχολία.
Ολοκληρώνοντας, χαιρόμαστε να βλέπουμε το Φεστιβάλ Αιγαίου να αγγίζει υψηλότερες κορυφές κάθε χρόνο με σταθερή στόχευση στην ποιότητα και την προσφορά στο φιλόμουσο κοινό. Ευχή μας θα ήταν να παρουσιάζονταν αυτές οι μουσικές βραδιές και σε άλλα νησιά του Αιγαίου (ή ακόμη και σε άλλες πόλεις της χώρας). Πιστεύουμε ότι μια θερινή περιοδεία του Aegean Festival δεν θα ήταν άσχημη ιδέα! 






 Ο Anooshah Golesorkhi στον ρόλο του Rigoletto.




Σκηνή της κατάρας από την παράσταση του "Rigoletto".