Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Το υψηλών προδιαγραφών Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Σαρωνικού


Οι μουσικοί του Saronic Music Festival. 





Είναι κοινό μυστικό ότι το σημερινό Φεστιβάλ Αθηνών (ξεχάστε τις παλαιότερες δόξες του!) αδυνατεί πλέον να προσφέρει συναυλίες κλασικής μουσικής, γυρίζοντας ουσιαστικά την πλάτη στο παραδοσιακό κοινό του, που περίμενε τους καλοκαιρινούς μήνες προκειμένου να απολαύσει φημισμένους σολίστ, ορχήστρες και μαέστρους. Εντούτοις, ευτυχώς υπάρχουν τα φεστιβάλ που πραγματοποιούνται σε άλλες πόλεις και νησιά της ελληνικής επικράτειας και κυριολεκτικά «σώζουν» την κατάσταση. Αναφερθήκαμε πρόσφατα στο Φεστιβάλ Αιγαίου της Σύρου και τώρα ερχόμαστε να επαινέσουμε τις δράσεις ενός άλλου, νεώτερου Φεστιβάλ, το οποίο φέρει τον τίτλο Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Σαρωνικού, συμπλήρωσε φέτος την τέταρτη χρονιά του και υποστηρίζεται από την Γερμανική Πρεσβεία.
Πρωτεργάτες αυτής της πρωτοβουλίας υπήρξαν ο ευρύτατης μουσικής μόρφωσης και καλλιέργειας, προικισμένος βιολονίστας Γιάννης Αγρανιώτης, του οποίου την πρόοδο παρακολουθούμε με ενδιαφέρον από τα εφηβικά του χρόνια, και ο Αυστραλός βιολίστας Francis Kefford, που κάθε καλοκαίρι συγκεντρώνουν μια ομάδα εξαίρετων σολίστ και παρουσιάζουν έργα μουσικής δωματίου. Δυναμικός μοχλός της ομάδας στον τομέα οργάνωσης και επικοινωνίας είναι ο ακαταπόνητος Μιχάλης Αγρανιώτης.   
Το φετινό φεστιβάλ εγκαινιάστηκε στις 4/8 στις Σπέτσες και ολοκληρώθηκε στις 10/8 στον Γαλατά, με ενδιάμεσες συναυλίες στον Πόρο (5/8), Ύδρα (7 και 9/8) και Πόρο (8/8). Παρακολουθήσαμε τις δύο τελευταίες συναυλίες του φεστιβάλ.
Πιο συγκεκριμένα, στις 9/8, στην Αίθουσα Συνεδρίων του Ξενοδοχείου Μπρατσέρα της Ύδρας (πρόκειται για το παλαιό εργοστάσιο σφουγγαριών που μετατράπηκε σε πολυτελές και ιδιαίτερα καλόγουστο ξενοδοχείο), ακούσαμε έργα Joseph Haydn, Johann Sebastian Bach και Arnold Schoenberg. H βραδιά άνοιξε με το τριμερές Τρίο με πιάνο αρ. 39, Hob. XV/25, ολοκληρωμένο το 1795 και αφιερωμένο, όπως και τα άλλα δύο τρίο του κύκλου, Op. 73, στην αγαπημένη φίλη (και πιθανότατα μετά τον χαμό του άντρα της, ερωμένη) του μουσουργού, Rebecca (Scott) Schroeter. Οι τρεις νέοι μουσικοί,  Αγρανιώτης, βιολί, James Barralet, βιολοντσέλο, και Caspar Frantz, πιάνο, ερμήνευσαν με ιδιαίτερο panache, brio και τεχνική δεξιότητα. O Frantz, κατανοώντας πλήρως τις συχνές εναλλαγές τονικοτήτων (με πόση τόλμη και αυτοπεποίθηση που κινείται ο Haydn από το ένα μακρινό τονικό σύμπαν στο άλλο), παρέσυρε τους δύο συναδέλφους του να αισθανθούν βαθιά τον χαρακτήρα του λαμπρού αυτού έργου. Οι τσιγγάνικοι ρυθμοί του καταληκτικού μέρους, Rondo a lOngarese:Presto, βρήκαν τους τρεις μουσικούς σε εκρηκτική φόρμα: τόνισαν με ζέση και σπίθα τα ρυθμικά σχήματα.
Το πρώτο μέρος της συναυλίας συμπληρώθηκε με την Αγγλική Σουίτα αρ. 1, BWV 806, του Bach, σε μεταγραφή για τρίο εγχόρδων από τον Francis Kefford. Ο τελευταίος μετέγραψε το έργο, στην πρωτότυπή του εκδοχή προορισμένο βεβαίως για το αρπίχορδο, με οίστρο και προσοχή στους διαλόγους των διαφορετικών φωνών και στην ανάδειξη της πολυφωνίας. Ο ίδιος στη βιόλα, συνεργάστηκε υποδειγματικά με τους Bogdan Božovic, βιολί, και Rebekka Markowski, βιολοντσέλο, αναδεικνύοντας το ιδιαίτερο ύφος των χορών που σχηματίζουν τη σουίτα και φροντίζοντας για την ανάδειξη των αναλογιών και ισορροπιών των μερών.
Στο δεύτερο μέρος ακούσαμε το Σεξτέτο εγχόρδων, Op. 4, με τίτλο Εξαϋλωμένη Νύχτα (Verklärte Nacht), του Arnold Schoenberg, εμβληματική σύνθεση ολοκληρωμένη μέσα σε μόλις τρεις εβδομάδες, το 1899. Οι έξι μουσικοί (Benjamin Bowman και Božovic, βιολί, Kefford και Steven Dann, βιόλες, David Eggert και Rebekka Markowski, βιολοντσέλα) φρόντισαν να φέρουν στην επιφάνεια την αγωνία και τις φοβίες που συνθέτουν αυτό το αριστούργημα. Παράλληλα φρόντισαν να φωτίσουν με επιτυχία την πρωτοποριακή αρμονία και τους γεμάτο δράμα διαλόγους μεταξύ των οργάνων. Η ερμηνεία που λάβαμε διέθετε θεατρική ένταση και ποιητικό εκστατικό λυρισμό.
Η τελευταία βραδιά του Φεστιβάλ (10/8), έλαβε χώρα στην φιλόξενη αίθουσα του Γυμνασίου του Γαλατά. Το πρόγραμμα περιέλαβε δύο μεγάλα έργα της φιλολογίας της μουσικής δωματίου.
Η συναυλία άνοιξε με το Κουιντέτο αρ. 2, Οp. 81, Β. 155, του Antonín Dvořák, ολοκληρωμένο τον Οκτώβριο του 1887. Οι Božovic και Young Yoon, βιολί, Manuel Hofer, βιόλα, David Eggert, βιολοντσέλο, και Frantz, πιάνο, πρότειναν μια σφαιρικά ολοκληρωμένη ανάγνωση του έργου, τονίζοντας τον έντονο λυρισμό του πρώτου μέρους (Allegro, ma non troppo), την μελαγχολική μελωδία του δεύτερου μέρους (Dumka: Andante con moto), τον φλογερό χαρακτήρα του τρίτου μέρους (Scherzo, Furiant:  molto vivace), για να φθάσουν σε ένα εκρηκτικής ενέργειας Finale: Allegro.
Από όλες τις υψηλών προδιαγραφών ερμηνείας που ακούσαμε, ας μας επιτραπεί να ξεχωρίσουμε εκείνη του Σεξτέτου εγχόρδων αρ. 1, Op. 18 του Johannes Brahms. Πρόκειται για έργο του 1860, γραμμένο με ιδιαίτερη τέχνη και ευαισθησία όσον αφορά στην ανάπτυξη του κάθε ένα εκ των τεσσάρων μερών που σχηματίζουν αυτό το αρκετά αισιόδοξο έργο. Οι Bowman, Αγρανιώτης, βιολιά, Dann, Kefford, βιόλες, Barralet και Markowski, βιολοντσέλα, βούτηξαν με ενθουσιασμό και γνώση στο μπραμσιανό σύμπαν προσφέροντας μια υπέροχη σε ζεστά και ανθρώπινα συναισθήματα ερμηνεία αυτού του κορυφαίου έργου. Ο Bowman, αυτός ο ικανότατος Αμερικανο-καναδός δεξιοτέχνης του βιολιού, απόφοιτος του Curtis Institute of Music της Φιλαδέλφειας, που σήμερα κατέχει τη θέση του κορυφαίου της ορχήστρας του American Ballet Theatre, με έντονα εκφραστικό τρόπο, καθοδηγούσε τους συναδέλφους του, σαν μαέστρος ορχήστρας, ελέγχοντας τη μεγάλη γραμμή, υπογραμμίζοντας τον συμφωνικό χαρακτήρα του έργου και προτρέποντας τους άλλους μουσικούς να κτίσουν τις δυναμικές, να δομήσουν και να αρθρώσουν με νόημα την αρμονική πρόοδο των μεγάλων μουσικών φράσεων και παραγράφων. Δίπλα του, ο έξοχος Αγρανιώτης, με προσοχή και θαυμάσια λαξευμένο ήχο, συνέδραμε ουσιαστικά σε αυτή την ιδιωματική και όλο συγκίνηση ερμηνεία. 
Αδημονούμε για την επόμενη έκδοση του Φεστιβάλ, που θα είναι και η πέμπτη, ευχόμενοι σταδιακά να εξελιχθεί σε έναν από τους αρτιότερους ευρωπαϊκούς θεσμούς μουσικής δωματίου. Ένα ελληνικό "Verbier Festival"; Ίσως, κάποια στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, έχει όλα τα προσόντα και η συνέχεια αναμένεται λαμπρή. Ένα μεγάλο, Εύγε! 




Ερμηνεύοντας το Σεξτέτο αρ. 1, Οp. 18, του Johannes Brahms. Φωτο: ΚΠΚΣ 





Otello από Λυρική Σκηνή




Αλεξία Βουλγαρίδου (Desdemona) και Δημήτρης Πλατανιάς (Otello). Φωτο: Εθνική Λυρική Σκηνή




Ο Giuseppe Verdi θαύμαζε τα έργα του William Shakespeare. Είχε ομολογήσει ότι τον τοποθετούσε ακόμη ψηλότερα και από τους δικούς μας τρεις μεγάλους τραγικούς, τους οποίους επίσης εκτιμούσε και είχε καλά μελετήσει.
O εκδότης του, Giulio Ricordi, όπως και ο πατέρας του, Tito Ricordi, μορφή στον μουσικό χώρο όχι μόνον της Ιταλίας, προσπαθούσε υπομονετικά για δέκα ολόκληρα χρόνια να τον πείσει ότι μετά την Aida, που είδε το φως το 1871, όφειλε να συνθέσει μια νέα όπερα, δελεάζοντάς τον ακόμη και με τη συμμετοχή της μυθικής σοπράνο Adelina Patti, την οποία ο Verdi θεωρούσε τη λαμπρότερη τραγουδίστρια που υπήρξε ποτέ. Σκεπτόμενος διάφορα τεχνάσματα, ο Ricordi, κατέληξε στο να του προτείνει ένα λιμπρέτο βασισμένο στον Othello (ιταλικά, Otello), του Shakespeare,  γραμμένο από τον διακεκριμένο συνθέτη και λιμπρετίστα Arrigo Boito. Έτσι, τελικά, πέτυχε τον σκοπό του. Και χάρη σε αυτόν, το κοινό έλαβε ένα από τα σημαντικότερα έργα του λυρικού ρεπερτορίου, η πρεμιέρα του οποίου δόθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1887, στη Scala του Μιλάνου, μέσα σε κλίμα ιδιαίτερης συγκίνησης. Τρεις από τους διασημότερους τραγουδιστές κράτησαν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους: Francesco Tamagno (Otello), Romilda Pantaleoni (Desdemona) και Victor Maurel (Iago).
Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ), επέλεξε τον Otello για τη δεύτερη φετινή της παραγωγή στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (27-31/7), το οποίο, όπως έχουμε τονίσει και σε προηγούμενα κριτικά μας σημειώματα, κάθε χρόνο προσφέρει ολοένα και λιγότερες εκδηλώσεις που απευθύνονται στον λάτρη της κλασικής μουσικής. Αξίζει να προσθέσουμε εδώ, ότι φέτος εορτάζεται παγκοσμίως η 450η επέτειος από τη γέννηση του Shakespeare και η επιλογή της όπερες συνέπεσε με τον εορτασμό.
Παρακολουθήσαμε τις παραστάσεις που δόθηκαν στις 29 και 30/7, με διαφορετικές διανομές. Ευθύς εξαρχής θα αναφέρουμε ότι οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε από την παραγωγή ήταν ανάμικτες.  
Οι τραγουδιστές που κράτησαν τους τρεις πρωταγωνιστικούς ρόλους κατά τις δύο διανομές υπήρξαν ικανοί και με αδιαμφισβήτητες αρετές. Ως Otello, οι Antonello Palombi (29/7) και Raymond Very (30/7)  ερμήνευσαν με ένταση, φωνητική επάρκεια και υποκριτική δεινότητα. Φρόντισαν να αποτυπώσουν στο πρόσωπό τους και ειδικότερα στην κίνηση και στο έντονο άνοιγμα των ματιών τους την τρέλα και εμμονή που καταλαμβάνουν τον δυστυχισμένο ήρωα, ο οποίος πέφτει θύμα της μοχθηρίας του Iago. Ο Very, που σημείωσε το ντεμπούτο του στον ρόλο αυτόν τον Σεπτέμβριο του 2013 στη Κοπεγχάγη, κράτησε τις φωνητικές του δυνάμεις για την τελευταία σκηνή κατά την οποίαν είχαμε την ευκαιρία να εκτιμήσουμε πλήρεις τις δυνατότητές του και την εκφραστική του ενέργεια.
Τον ρόλο της Desdemona ερμήνευσαν δύο σοπράνο με διεθνή παρουσία, οι οποίες επιστρέφουν αρκετά συχνά στη χώρα μας για εμφανίσεις. Η Celia Costea (29/7) απέδωσε τον ρόλο με δραματικότητα και φωνή γεμάτη και σκουρόχρωμη. Χρωμάτισε την ηρωίδα με έναν ιδιαίτερο δυναμισμό. Η Αλεξία Βουλγαρίδου (30/7) τραγούδησε τον ρόλο με ακόμα μεγαλύτερη αισθαντικότητα και φρόντισε για την ορθή ερμηνεία των αποχρώσεων δυναμικής φέροντας επιτυχώς στην επιφάνεια τα λεπτεπίλεπτα σημεία του Τραγουδιού της Ιτιάς (Canzone del Salice, τέταρτη πράξη) και του Ave Maria (τέταρτη πράξη). Κατά τις καταληκτικά μέτρα του Ave Maria, σεβόμενη τις οδηγίες του Verdi, πρόσφερε αιθέρια και γλυκά pianissimmi (dolcissimo, αναγράφεται στην παρτιτούρα).
Στον ρόλο του Ιάγου ακούσαμε τους Δημήτρη Πλατιανιά (29/7) και George Gagnidze (30/7). O Πλατανιάς, που αναγνωρίζεται ως ένας από τους αρτιότερους βαρύτονους παγκοσμίως και έχει τραγουδήσει πρωταγωνιστικούς ήρωες του Verdi σε μεγάλα θέατρα, απέδωσε τον ρόλο με την απαιτούμενη προσοχή στα εκφραστικά και μουσικά ζητούμενα. Εντούτοις, ήταν ο Gagnidze που φώτισε με καταλληλότερα μέσα τη σκοτεινή πλευρά του τρομακτικού ήρωα υποστηρίζοντας μια ακόμα πιο ολοκληρωμένη άποψη του ρόλου στην εξελικτική του πορεία.
Οι τενόροι Γιάννη Χριστόπουλος (29/7) και Δημήτρης Φλεμοτόμος (30/7) ερμήνευσαν τον ρόλο του Cassio με φωνητική ευελιξία και νεανική ένταση. Χαιρόμαστε να παρακολουθούμε την ποιοτική εξέλιξη του νεαρού Φλεμοτόμου, ο οποίος δουλεύει πάντα με προσοχή τη φωνή του και εξερευνά σε βάθος τον ρόλο,  που επωμίζεται κάθε φορά.
Στον ρόλο της Emilia είδαμε και ακούσαμε τις καλλίφωνες και καλλίγραμμες Ινές Ζήκου (29/7) και Αντιγόνη Παπούλκα (30/7). Εδώ δεν μπορούμε παρά  να αναφέρουμε ότι βρήκαμε άδικο να προσκαλείται στη χώρα μας η Παπούλκα, που εδώ και χρόνια ζει και θριαμβεύει στη Γερμανία  (Κρατική Όπερα της Δρέσδης) ερμηνεύοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους, για να εμφανιστεί σε ένα τόσο μικρό ρόλο.  Ευχή μας είναι, η επόμενη φορά που θα προσκληθεί από τη Λυρική Σκηνή, να είναι για έναν μεγάλο ρόλο, αντάξιο του ταλέντου και των φωνητικών της προσόντων. Ακόμη θυμόμαστε το εξαίρετο τραγούδι της στο Ηρώδειο, με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Βύρωνα Φιδετζή, στο πλαίσιο πανηγυρικής συναυλίας για τον εορτασμό των πενήντα χρόνων του Φεστιβάλ Αθηνών (24/8/2005).
Τους υπόλοιπους ρόλους ερμήνευσαν με συνέπεια στο μουσικό κείμενο και αδρή υποκριτική κίνηση οι Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος (Roderigo, 29 και 30/7), Πέτρος Μαγουλάς (Lodovico, 29/7), Τάσος Αποστόλου (Lodovico, 29/7), Παύλος Σαμψάκης (Montano, 29/7), Άκης Λαλούσης (Montano, 30/7), Θεόδωρος Μωραΐτης (Ένας κήρυκας, 29/7) και Παύλος Μαρόπουλος (30/7).    
Η Χορωδία της ΕΛΣ (διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος) τραγούδησε τα μεγάλα χορωδιακά της επιστρατεύοντας μεγαλοπρέπεια και φωνητική ακρίβεια.
Η Ορχήστρα της ΕΛΣ είχε ποιοτικές στιγμές, αλλά και στιγμές που ακουγόντουσαν τονικά και ρυθμικά ανακριβείς. Ο αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης, καίτοι έδειχνε να έχει τη διάθεση να κρατήσει την παράσταση σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο από μουσικής άποψης, βρήκαμε, ότι ούτε τους τραγουδιστές πέτυχε να στηρίξει, αφήνοντάς τους αρκετές φορές χωρίς ουσιαστική καθοδήγηση,  ούτε την ορχήστρα, της οποίας ορισμένα μέλη συχνά δεν συντονίζονταν με τα υπόλοιπα οδηγώντας σε ensembles πραγματικά πολύ χαλαρά.
Επίσης, σε πολλά σημεία της παρτιτούρας η  ορχήστρα ακουγόταν δυνατή, καλύπτοντας τους τραγουδιστές. 
Ακόμα, μάταια αποζητούσαμε περισσότερα επίπεδα και διαβαθμίσεις δυναμικής και ηχοχρώματα (τα fortissimi ακούγονταν μεν δυνατά, αλλά ήταν εκφραστικά άδεια, ενώ τα pianissimi και pianississimi, όταν υπήρχαν στην ανάγνωση, στερούνταν συναισθηματικής λεπτότητας και ευγένειας). Η ενορχήστρωση του Verdi ελάχιστα φωτίστηκε και αναδείχθηκε.
Επιπλέον, θα επιθυμούσαμε περισσότερη προσοχή στα ρυθμικά σχήματα και στην ανάδειξη της καλολαξευμένης αντίστιξης (τόσο πλούσιας σε σύλληψη, ειδικά στην πρώτη πράξη, που σε σημεία προφητεύει το ύφος της επόμενης και ακροτελεύτιας όπερας του συνθέτη, που βεβαίως φέρει τον τίτλο Falstaff), στις λεπτομέρειες της αρμονίας και γενικότερα, περισσότερη ευαισθησία στην ερμηνεία: φέρνουμε σαν παράδειγμα την αδικαιολόγητα ουδέτερη συνοδεία  του περίφημου ντουέτου (Otello-Desdemona), Già nella notte densa s'estingue ogni clamor, με το οποίο τόσο τρυφερά κλείνει ο Verdi την πρώτη πράξη της όπερας (το ποιητικό κείμενο, εκστατικά ρομαντικό, όλο έρωτα και συγκίνηση, υπογραμμίζεται με ενδείξεις piano, pianissimo και pianississimo, τα οποία σημειώνονται στην παρτιτούρα, φέροντας στο νου τον βαγκνερικό Τριστάνο, που τόσο θαύμαζε ο συνθέτης). Ωστόσο, εδώ δεν θα παραλείψουμε να ξεχωρίσουμε τη νεαρή βιολοντσελίστα Μαρίνα Κολοβού, κορυφαία Α’, που απέδωσε το σόλο της όχι μόνο με την απαιτούμενη εκφραστικότητα (con espressione, αναφέρει η παρτιτούρα), αλλά και με ιδιαίτερο νόημα. Δυστυχώς, όμως, τα άλλα τρία βιολοντσέλα, που συνόδευσαν τη σολιστική της γραμμή για έξι μέτρα, δεν ήταν τονικά σωστά, σε καμία από τις δύο βραδιές που παρακολουθήσαμε. Επίσης, και τις δύο βραδιές, κατά την είσοδο του Otello στην τέταρτη πράξη, μετά το Ave Maria της Desdemona, κάποια από τα κοντραμπάσα (τα οποία όφειλαν να παίζουν pianissimo) ακούστηκαν εκτός τόνου (ορισμένοι από τους αλλοιωμένους φθόγγους δεν ερμηνεύτηκαν σωστά), καταστρέφοντας την επιβλητική-απειλητική ατμόσφαιρα τη στιγμή που ο ήρωας αφού φιλήσει την αγαπημένη του, πρόκειται να τη δολοφονήσει.
Ακόμα, βρήκαμε υπερβολικούς και κακόγουστα γκροτέσκους τους πρόσθετους ήχους της βροντής και των κανονιών που ακούστηκαν από τα ηχεία στην αρχή των παραστάσεων. Πιστεύουμε ότι ο Verdi (κατά κοινή ομολογία, ένας από τους μεγαλύτερους Δασκάλους της μουσικής, που υπήρξαν ποτέ) περιγράφει στην παρτιτούρα του ακριβώς όσα επιθυμεί να ακούσουμε και δεν έχει ανάγκη από ηχογραφημένα εφέ. Η τόσο χαρακτηριστική του ενορχήστρωση, το αναγραφόμενο στο πρώτο μέτρο της παρτιτούρας Αllegro agitato, τα θυελλώδη fortissimi,  οι ανυπόμονες κλίμακες που ερμηνεύονται από τα πνευστά και τα έγχορδα, όπως και τα tremoli  και οι τρίλιες των κρουστών, υπεραρκούν για να αποδώσουν σε σωστό μέτρο την αίσθηση της τρομακτικής καταιγίδας.  Εξάλλου, στις πρώτες αυτές σελίδες, εκτός από τα fortissimi, ο συνθέτης έχει σημειώσει προσεκτικά τόσα piani, pianissimi και diminuendi, τα οποία οφείλουν να έρχονται σε αντίθεση με τα forte και τα οποία  εδώ ισοπεδώθηκαν βάναυσα μέσα στη στείρα ατμόσφαιρα κινηματογραφικών ηχητικών εφέ, που είχαν προστεθεί  μάλλον προς εντυπωσιασμό (τελικά, ποιών άραγε;). Λάθος.
Ο διαπρεπής σκηνογράφος Γιάννης Κόκκος, που σε αυτή την παραγωγή, όπως και στον περσινό Ιπτάμενο Ολλανδό (Richard Wagner, Ηρώδειο, 7-13/6 2013), υπέγραφε επιπλέον τη σκηνοθεσία και τα κοστούμια, έστησε μια ενδιαφέρουσα παραγωγή με σωστές αναλογίες και καθοδήγησε τους τραγουδιστές και τη χορωδία με προσοχή, ενθαρρύνοντάς τους να αισθανθούν τους ρόλους τους σε βάθος και να υπογραμμίσουν τα συναισθήματά τους με σαφείς εκφράσεις του προσώπου και του σώματος. Εντυπωσίασαν η τεράστια γεωμετρική κατασκευή του σκηνικού, «κουνημένο» από τη όρθια θέση του και έτοιμο να βυθιστεί και να καταρρεύσει (έλεγες ότι είχε προκύψει από εφιάλτη), με σκάλες και καμάρες, ο τεράστιος λέοντας και ειδικά τα μεγάλα μάτια που εμφανίζονταν να παρατηρούν μέσα από τους καθρέπτες κατά την τελευταία πράξη. Όλα τόνιζαν την πλάνη στην οποία είχε περιέλθει ο ήρωας, ήταν εύστοχα και είχαν τη δική τους σημασία στο πλαίσιο της όπερας. Τα μεγάλης ποικιλίας κοστούμια, κυρίως χρώματος, μαύρου, γκρίζου και λευκού (για τη Desdemona) ήταν με γούστο σχεδιασμένα. Οι φωτισμοί του Michael Bauer, που τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται στενά με την Κρατική Όπερα της Βαυαρίας (Bayerische Staatsoper) ήταν καίριοι και διαμόρφωσαν κλίμα παρακολουθώντας ουσιαστικά την εξέλιξη του δράματος.
Τέλος, μάς έλειψε το μπαλέτο από την παραγωγή αυτή. Πόσο εύστοχο θα ήταν να βλέπαμε τους χορευτές της ΕΛΣ να χορεύουν  την υπέροχη στο ιδιαίτερο εξωτικό της ύφος μουσική μπαλέτου (Ballàbili), την οποία συνέθεσε ο Verdi  για την τρίτη πράξη (μετά από το σημείο που ο Iago αποχωρεί από την σκηνή προκειμένου να φέρει την Desdemona) και ειδικά για τη γαλλική παραγωγή της όπερας του 1894. Δεν θα παραλείψουμε, βεβαίως, να σημειώνουμε ότι ο ίδιος ο Verdi ήταν εκείνος που στο τέλος της ζωής του πρότεινε την παράλειψη του μέρους αυτού από τις παραστάσεις, λόγω του ότι πίστευε ότι διέκοπτε τη ροή και αποδυνάμωνε την ένταση της τρίτης πράξης. Εντούτοις, δίχως άλλο, αποτελεί αριστουργηματική σύνθεση, σε επτά μέρη, με μεγαλόπρεπη συμμετοχή των χάλκινων πνευστών, που ολοκληρώθηκε στις 12 Αυγούστου 1894, έναν χρόνο μετά από τη σύνθεση του Falstaff. Ασφαλώς θα ήταν φαντασμαγορικό το μπαλέτο στη μεγάλη σκηνή του Ηρωδείου! 






Σκηνή από παράσταση του Otello. Φωτο: Eθνική Λυρική Σκηνή/Stefanos.



Το σκηνικό του Οtello. Φωτο: ΚΠΚΣ