Σκηνή από την παράσταση των "Αρχιτραγουδιστών της Νυρεμβέργης". Φωτο: The Metropolitan Opera. |
Μόλις μερικές εβδομάδες πριν
από το αθηναϊκό ανέβασμα του βαγκνερικού Τριστάνου από την Εθνική Λυρική
Σκηνή (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών-Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, 21/1), σε ζωντανή
μετάδοση από την Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (Live from the Met in HD) παρακολουθήσαμε ένα από τα
άλλα αριστουργηματικά μουσικά δράματα του ίδιου συνθέτη, με τίτλο Οι
Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών-Αίθουσα Αλεξάνδρα
Τριάντη, 13/12/2014). Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μόναχο, στις
21/6/1868, υπό την διεύθυνση του Hans von Bülow, αρχιμουσικού, πιανίστα
(υπήρξε ο πρώτος που παρουσίασε στο κοινό και την εμβληματική Σονάτα σε σι
ελάσσονα του Franz Liszt) και τότε συζύγου της Cosima Liszt (όπως είναι γνωστό, το 1870 η τελευταία άφησε τον von Bülow προκειμένου να παντρευτεί τον
Richard Wagner).
Η παράσταση που
παρακολουθήσαμε πρόσφατα βασιζόταν στην παλιά παραγωγή (του 1993) των Otto Schenk
(σκηνοθεσία), Günther Schneider-Siemssen (σκηνικά), Rolf Langenfass (κοστούμια), Gil Wechsler (φωτισμοί)
και Carmen de Lavallade (χορογραφία). Ήταν μια παραγωγή υπέροχη από κάθε άποψη, έξοχη μέσα στην
νατουραλιστική της έμπνευση, κομψή, όλο χρώμα, όπου χρειαζόταν, γεμάτη
ευγένεια, ευαισθησία και χιούμορ. Η ατμόσφαιρα της Γερμανίας του δεκάτου έκτου
αιώνα ερχόταν στην επιφάνεια με ιδιαίτερη φρεσκάδα. Οι ήρωες και κυρίως η
βαγκνερική σύλληψη αποκτούσαν νόημα και ουσία. Πραγματικά αναρωτιέται κανείς,
γιατί δεν συνεχίζεται αυτή η καλαίσθητη εικαστική παράδοση, κυρίως όσον αφορά
στις παρουσιάσεις μελοδραμάτων του Wagner, τις οποίες θα εκτιμούσε τόσο
ο ίδιος ο Δάσκαλος.
Οι αισθητικά και νοηματικά
άκυρες σύγχρονες παραγωγές του Festival του Bayreuth κρατούν
πολλούς λάτρεις του μουσουργού μακριά από το Φεστιβάλ που ο ίδιος o Wagner δημιούργησε
με τόσο κόπο και αγάπη (ανήκουμε σε εκείνους που αρνούνται να πατήσουν το πόδι
τους εκεί, λόγω του τρόπου με τον οποίον κακοποιούνται εικαστικά τα βαγκνερικά
μεγαλουργήματα κάθε χρόνο). Αλήθεια, με πόση απογοήτευση,
από κάπου μακριά, θα παρακολουθεί τα έργα του να συνθλίβονται και μάλιστα με
την σύμφωνη γνώμη ή ακόμα και εξαιτίας της σκηνοθετικής προσέγγισης (ορθότερα,
αποδόμησης) των ίδιων των απογόνων του. Αυτός που με τόση λεπτομέρεια άφησε
οδηγίες, τόσο μέσα στις παρτιτούρες του όσο και μέσα στα πολυάριθμα γραπτά του
κείμενα.
Μέσα στην παραμυθένια
ατμόσφαιρα της παραγωγής του Schenk, μαέστρος, τραγουδιστές και
χορωδία, κυριολεκτικά άνθησαν. Ο James Levine, από το
1972 μουσικός διευθυντής της Met, που είχε διευθύνει την
πρεμιέρα της ίδιας παραγωγής όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, στάθηκε για άλλη μια φορά
στο podium καθοδηγώντας τους τραγουδιστές του με περίσσεια γνώση, σοφία, γούστο
και αγάπη. Από την μεγαλοπρεπή έναρξη τους πρελούδιου της πρώτης πράξης φάνηκε
ο ενθουσιασμός του. Ο σεβασμός που έδειξε προς το μουσικό κείμενο σε όλη την
διάρκεια του έργου, υπήρξε υποδειγματικός. Τήρησε με συνέπεια τις δυναμικές και
κάθε οδηγία του συνθέτη που αφορά στον σχηματισμό των μουσικών φράσεων και
μεγάλων παραγράφων. Η ζέση με την οποία κλιμάκωσε τις καταληκτικές σελίδες κάθε
πράξης, όπως και η προσοχή του στις λεπτομέρειες της ενορχήστρωσης, αποτελούν
μέγα μάθημα για κάθε ενδιαφερόμενο.
Στους τραγουδιστές τώρα. Στις
2/12, που οι νεοϋορκέζοι χάρηκαν την πρώτη βραδιά της αναβίωσης, τον κεντρικό
ρόλο του Hans Sachs,
αντικαθιστώντας τον Johan Reuter, κράτησε ο
βετεράνος Αμερικανός μπασοβαρύτονος James Morris (ρόλο τον οποίον ερμήνευσε για πρώτη φορά στην Met το 2001),
επιβλητικός Wotan των εφηβικών χρόνων του γράφοντα (ευτυχώς, αρκετές παραστάσεις του
έχουν απαθανατιστεί σε δίσκους). Πολύ θα θέλαμε να είχαμε παρακολουθήσει
την δική του προσέγγιση, ασφαλώς ώριμη λόγω ηλικίας και εμπειρίας. Ωστόσο, της
δεύτερης διανομής ο Sachs, που τραγουδήθηκε από τον Michael Volle ευχαρίστησε από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο Γερμανός αυτός βαρύτονος
(τον οποίον έχουμε χαρεί και σε πολλούς άλλους μεγάλους βαγκνερικούς ρόλους)
προσέγγισε τον ρόλο με την απαιτούμενη προσοχή και διάθεση ανάδειξης των
ουμανιστικών στοιχείων του. Με συγκίνηση και προσεκτικό χρωματισμό των λέξεων
πρόσφερε μια σφαιρικά ολοκληρωμένη προσέγγιση. Ο μονόλογος της τρίτης πράξης (Wahn, Wahn, überall Wahn) ήταν
στοχαστικός και εκφραστικά δυναμικός (στο νου ερχόταν η ακόμα περισσότερο
περιεκτική σε δραματικές αποχρώσεις ανάγνωση του αξέχαστου Karl Ridderbusch).
Ο Johan Botha πρότεινε έναν φωνητικά θερμό και συναισθηματικά γενναιόδωρο Walther von Stolzing, μολονότι
το σωματικό του βάρος δεν έπειθε πάντα σε αυτόν τον ρόλο του γοητευτικού
ιππότη. Το τραγούδι του ήταν καλά στηριγμένο και ιδιωματικό (απολαυστικά
λυρικός υπήρξε στο «Am stillen Herd» της πρώτης
πράξης).
Τον ρόλο της Eva τραγούδησε
με ωραία φωνή και εκφραστική χάρη, η Annette Dasch, την οποία
έχουμε στο παρελθόν θαυμάσει σε ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου (Joseph Haydn και Wolfgang Amadeus Mozart).
Εντούτοις, δεν κρύβουμε ότι μια πιο σαφής και ξεκάθαρη, υποκριτικά και μουσικά
σκιαγράφηση του ρόλου, θα μας είχε ικανοποιήσει ακόμα περισσότερο (η φρεσκάδα
μιας Elisabeth Grümmer παραμένει
ακόμα άφθαστη σε αυτόν τον ρόλο).
Ως Sixtus Beckmesser, κατά την
άποψή μας κρίθηκε ιδανικός ο Johannes Martin Kränzle, που
εισήλθε με μεγάλη άνεση και ταμπεραμέντο στο πετσί του ρόλου. Μουσικά άψογος
(πρόκειται για ένα μέρος εξαιρετικά επικίνδυνο από ρυθμικής άποψης) και
φωνητικά υπερεπαρκής, ευχαρίστησε ιδιαίτερα (στην τρίτη σκηνή και στην πέμπτη
σκηνή της τρίτης πράξης, υπήρξε πολύ αστείος!). επιπλέον, έπλασε έναν ήρωα
συμπαθητικό, σε σχέση με αυτόν που έχουμε συνηθίσει. Και γιατί όχι; Να
σημειωθεί ότι με τον ρόλο αυτόν σημείωνε το επιτυχημένο του ντεμπούτο στην Μet.
Ο Hans-Peter König χάρισε έναν καλοστημένο Pogner, πατέρα της Eva, φωνητικά
άψογο και υποκριτικά γεμάτο ζεστασιά, στοργικότητα και αμεσότητα. Ο Martin Gantner σημείωνε το
ντεμπούτο του στην Met με τον ρόλο του Fritz Kothner ικανοποιώντας με ποιοτικότατη φωνή μεγάλης έκτασης και λαμπρή έκφραση.
Οι Karen Cargill (Magdalene), Paul Appleby (David) και Matthew Rose (νυχτοφύλακας) στάθηκαν στο ίδιο υψηλό ερμηνευτικό ύψος. Ειδικά η
χαρακτηριστικά αιχμηρή και τόσο εκφραστική φωνή τενόρου του Appleby ευχαρίστησε στον ρόλο του βοηθού του Sachs, τον οποίο
ερμήνευε για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του.
Η χορωδία, που σε αυτή την
όπερα κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο, απέδωσε με μεγαλοπρέπεια τα μέρη της: ειδικά
το «Wach auf, es nahet gen den Tag» της τρίτης
πράξης κέρδισε σε λαμπρότητα.
Τέλος, τις
ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις των συντελεστών, που παρακολουθήσαμε στο διάλειμμα,
πήρε η διάσημη υψίφωνος Deborah Voigt: χαρισματική
και άμεση πάντα, ακόμα και όταν απευθυνόταν στον Sir Gabriel, το συμπαθητικό γαϊδουράκι, που είδαμε
επί σκηνής!