Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Έρωτας, ο πλανευτής



O τενόρος Jonas Kaufmann στον ρόλο του Faust 
(φωτο Nick Heavican/ The Metropolitan Opera)



Ο γερμανικός θρύλος του ηλικιακά ώριμου δόκτορος Φάουστ που πουλάει την ψυχή του στον διάβολο με αντάλλαγμα τη νεότητα και τον έρωτα, γοητεύει εδώ και αιώνες. Λογοτέχνες, ποιητές (με πρώτον τον Johann Wolfgang von Goethe) και συνθέτες έχουν εμπνευστεί δημιουργικά από  τον μύθο. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μουσικές μεταφορές του, αποτελεί η όπερα Faust του Γάλλου συνθέτη Charles Gounod. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε το 1859 στο Παρίσι και  δεν άργησε να βρει τον δρόμο του στις μεγάλες διεθνείς λυρικές σκηνές του κόσμου (μολονότι αρχικά δεν έγινε αποδεκτό με την αναμενόμενη επιτυχία).
Στις 10/11 παρακολουθήσαμε το εν λόγω μελόδραμα από την Mητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, σε απευθείας μετάδοση, στη μεγάλη οθόνη της Αίθουσας Α. Τριάντη (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών). Η μοντέρνας κατεύθυνσης και αρκετά τολμηρή σκηνοθετική άποψη του Des McAnuff, άρτια συνδυασμένη με τα κομψά σκηνικά και κοστούμια των Robert Brill και Paul Tazewell, αντίστοιχα, είχε αρκετά να προτείνει: σκιαγράφησε με αμεσότητα τους ήρωες, που χρονικά τοποθετούνταν ανάμεσα στους δύο μεγάλους πολέμους. Είδαμε τον επιστήμονα Faust να απασχολείται μέσα σε ένα μεγάλο εργαστήριο όπου προετοιμάζεται η κατασκευή της ατομικής βόμβας.
Ωστόσο, η παραγωγή κρίθηκε αξιομνημόνευτη κυρίως χάρη στους τραγουδιστές. Πιο συγκεκριμένα, ο μουσικά ολοκληρωμένος τενόρος Jonas Kaufmann, με  φωνή σκούρων αποχρώσεων, υποδειγματικά στηριγμένη και δουλεμένη,  πρόσφερε έναν Faust ρομαντικό και ελκυστικά νεανικό. Ως Μαργαρίτα, η ανερχόμενη σοπράνο Marina Poplavskaya, η οποία από γοητευτική κοπέλα καταλήγει κουρεμένη και άσχημη στη φυλακή έχοντας μέσα στην τρέλα της δολοφονήσει το παιδί που της έκανε ο Faust, κέρδισε της εντυπώσεις με την εύηχη λυρική φωνή της και το ευαίσθητο υποκριτικό της ταλέντο. Μετέφερε με ευστοχία το δράμα της γυναίκας που έχει πέσει θύμα του έρωτά της και που δέχεται την περιφρόνηση του κόσμου για το παράνομο παιδί που έφερε στον κόσμο. Την παρακολουθούμε να πνίγεται μέσα στις τύψεις και τελικά να λυτρώνεται μέσω της ακλόνητης πίστης της, ενώ ο Faust ακολουθεί τον διάβολο στην κόλαση. 
Ο διάσημος μπάσος René Pape, με βαθιά στρογγυλή φωνή και ιδιαίτερη μουσική ευφυΐα, υποστήριξε έναν Μεφιστοφελή απολύτως σατανικό, με αρκετές στιγμές σαρκαστικού χιούμορ, πάντα έτοιμο να κοροϊδέψει όποιον βρεθεί μπροστά του. Οι Michèle Losier (Siebel) και Russell Braun (Valentin) επίσης διακρίθηκαν στους ρόλους τους, ενώ η χορωδία ήταν άψογα προετοιμασμένη. Τέλος, ο νεαρός αρχιμουσικός Yannick Nézet-Séguin ενθάρρυνε την ορχήστρα και την χορωδία να οδηγήσει στην επιφάνεια την υπέροχη μελωδικότητα της παρτιτούρας, φωτίζοντας παράλληλα την έξοχη αρμονική σκέψη του συνθέτη. 


Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Λαμπρός Handel



R. Fleming και A. Scholl σε σκηνή από την όπερα "Rodelinda" (φωτο Ken Howard/Metropolitan Opera)



Οι απευθείας μεταδόσεις παραστάσεων της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης (Met), που παρακολουθούμε τους τελευταίους μήνες σε αίθουσες του Μεγάρου Μουσικούς Αθηνών (και που παράλληλα μεταδίδονται σε επιλεγμένες αίθουσες της χώρας, όπως και σε πολλές άλλες αίθουσες ανά τον κόσμο), συνεχίζουν να συναρπάζουν και να συγκινούν. Στις 3/12 είχαμε την ευκαιρία να χαρούμε μια λαμπρή παραγωγή όπερας του G.F. Handel.
Ο λόγος για την κορυφαία τρίπρακτη opera seria Rodelinda, σε λιμπρέτο του G.A. Perti, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1725 στο Λονδίνο και είναι βασισμένη στην γεμάτη διαπλοκές ιστορία των Λομβαρδών μοναρχών του 7ου αιώνα. Σημειώνεται  ότι ο συνθέτης αναθέτει στις υψηλότερες σε έκταση φωνές την ενσάρκωση των ενάρετων ηρώων και στις χαμηλότερες την ενσάρκωση των μοχθηρών.
Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Met (λυρικό θέατρο γνωστό για την προτίμησή του στο ρομαντικό ρεπερτόριο και όχι τόσο σε εκείνο της εποχής μπαρόκ του 18ου αιώνα) μόλις στα τέλη του 2004, με μεγάλη επιτυχία. H σοπράνο Renée Fleming (για την οποία η Met ανέβασε την παραγωγή) κράτησε τον κεντρικό ρόλο, ο Harry Bicket, ειδικός στην ερμηνεία της μπαρόκ μουσικής, διήυθυνε και ο Stephen Wadsworth υπέγραφε την σκηνοθεσία. Την αναβίωση αυτής ακριβώς της παραγωγής παρακολουθήσαμε «ζωντανά» στην οθόνη του ΜΜΑ (Αίθουσα Α. Τριάντη) και εκτιμήσαμε την υψηλών καρατίων διανομή.
Αναλυτικότερα, η χαρισματική σοπράνο Fleming  ενσάρκωσε τον ρόλο της Βασίλισσας των Λομβαρδών Rodelina με υπέροχων ηχοχρωμάτων βελούδινη φωνή και ακριβείς κολορατούρες. Δίπλα της ο κόντρα τενόρος Andreas Scholl, με φωνή θεϊκής εκφραστικής δύναμης και λυρικής ομορφιάς, υποστήριξε έναν τρυφερό Bertarido, πιστό σύζυγο της βασίλισσας. Οι περίφημες άριες Dove sei, amato bene και Viva, tiranno ερμηνεύτηκαν με ευαίσθητα ιδιωματικό τρόπο και πνοή από τον τελευταίο, ενώ το συγκλονιστικής ερωτικής αισθαντικότητας ντουέτο Io t'abbraccio (Rodelinda-Bertarido) του κλεισίματος της δεύτερης πράξης φωτίστηκε με την απαιτούμενη προσοχή προκαλώντας ρίγη συγκίνησης.
Άριστες εντυπώσεις άφησε και η Stephanie Blythe, που με ισχυρή μουσική προσωπικότητα και άρτια τεχνική ενσάρκωσε τον ρόλο της Eduige. Στους άλλους ρόλους έπεισαν με φωνές υποδειγματικών δραματικών ποιοτήτων οι Iestyn Davies (Unοlfo) και Shenyang (Garibaldo).
H προσεγμένη μουσική διεύθυνση του έμπειρου Bicket, η συνετή και λειτουργική σκηνοθεσία του Wadsworth και τα θαυμαστών χρωματικών συνδυασμών, πλούσια σε σύλληψη και πολυτέλεια, κοστούμια εποχής του Martin Pakledinaz συνεισέφεραν σε μια παράσταση που δύσκολα θα λησμονηθεί.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Η εποχή της αθωότητας



Η σοπράνο Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη





O Κερκυραίος συνθέτης Σπυρίδων-Φιλίσκος Σαμάρας (1861-1917) ανήκει στους σπουδαιότερους εκπροσώπους της  Επτανησιακής Μουσικής Σχολής. Μετά από σοβαρές σπουδές στο Παρίσι (μαθητεία κοντά στον Leo Delibes) δραστηριοποιήθηκε στην Ιταλία. Εκεί έγινε γνωστός με την επιτυχημένη όπερά του Φλόρα Μιράμπιλις, η οποία παρουσιάστηκε στο Μιλάνο το 1886 (Theatro Carcano) και το 1887 (Teatro alla Scala). Τα επόμενα χρόνια της ζωής του είναι ιδιαίτερα παραγωγικά και φέρνουν πολλά έργα. Τον Μάρτιο του 1916, έναν χρόνο πριν από το θάνατό του, δόθηκε η πρώτη παράσταση της κωμικής όπεράς του με τίτλο Η Κρητικοπούλα, υπό τη διεύθυνση του Στέφανου Βαλτετσιώτη (Δημοτικό Θέατρο Αθηνών). Το ηρωικοερωτικού χαρακτήρα λιμπρέτο (Νικόλαος Λάσκαρης-Πολύβιος Δημητρακόπουλος), που στρέφεται γύρω από την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Ενετούς, του έδωσε την ευκαιρία να γράψει ένα από τα πιο φρέσκα και χαριτωμένα έργα του.
Πρόσφατα, η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) παρουσίασε την πρώτη πλήρη σκηνική αναβίωση της Κρητικοπούλας μετά από ογδόντα χρόνια, επιστρατεύοντας μια πλειάδα ικανών νέων τραγουδιστών. Ειδικότερα, στην παράσταση που παρακολουθήσαμε (20/11),  οι Ελένη Βουδουράκη (Αρετή), Διονύσης Τσαντίνης (Δούκας), Νίκος Στεφάνου (Παύλος), Δημήτρης Ναλμπάντης (Μιχάλης) και Παύλος Σαμψάκης (Δον Πλάτσιντο) ικανοποίησαν αποδίδοντας τους ρόλους τους με εύγλωττη μουσικότητα και υποκριτική ευαισθησία. Από τη διανομή εύκολα ξεχωρίσαμε τη φωνητικά και μουσικά άρτια Σοφία Κυανίδου (Κοντέσα), την απολαυστική Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη, που πρόσφερε μια εκρηκτικού ταμπεραμέντου Δούκισσα, και τον χαρισματικό Ζαφείρη Κουτελιέρη (Φουρλάνο), ο οποίος τραγούδησε και κινήθηκε με μεγάλη άνεση και θεατρικότητα.  
Η ορχήστρα και χορωδία της ΕΛΣ, υπό την διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη φώτισε τον αυθορμητισμό και το πηγαίο χιούμορ της παρτιτούρας. Ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας (στην πρώτη του συνεργασία με την ΕΛΣ) και η σκηνογράφος-ενδυματολόγος Αναστασίας Αρσένη, επεξεργάστηκαν μια παραδοσιακή άποψη, την οποία θα αναγνώριζε το κοινό της εποχής του συνθέτη. Μολονότι η δουλειά τους τόνισε την αθώα και αγνή διάσταση του έργου, εντούτοις κινήθηκε υπερβολικά στη σφαίρα του ασφαλούς και σε στιγμές ήταν μάλλον προβλέψιμη και χωρίς επινοητικό χαρακτήρα.   
Προχωρώντας, μια άλλη ενδιαφέρουσα μουσική εκδήλωση υπήρξε η πρωινή εκπαιδευτική συναυλία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, αφιέρωμα στον  Franz Schubert (13/11). Μια πλειάδα ταλαντούχων μαθητών και η πολύ καλή Μαθητική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών, μας μετέφεραν στον ονειρικό, άλλοτε παθιασμένα ρομαντικό και άλλοτε αγγελικά ποιητικό κόσμο του Αυστριακού μουσουργού. Κρατάμε την απόδοση του ερμηνευτικά απαιτητικού τραγουδιού O Βασιλιάς των Σκλήθρων, D328, που εξερευνήθηκε με την απαραίτητη θυελλώδη αφηγηματική διάθεση από τους εξαίρετους Αλέξανδρο Σταυρακάκη (μπάσο) και Γιάννη Γιαννόπουλο (πιάνο).  



Ο πιανίστας Γιάννης Γιαννόπουλος




Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Διεθνείς ορχήστρες



H μέτζο σοπράνο Waltraud Meier



Δύο διάσημες ευρωπαϊκές ορχήστρες της Τσεχίας και Ολλανδίας ακούσαμε πρόσφατα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Πιο συγκεκριμένα, στις 11 και 12/11, εκτιμήσαμε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Τσεχίας, υπό τη διεύθυνση του μόνιμου αρχιμουσικού της Eliahu Inbal, αποκλειστικά σε έργα του Βοημού μουσουργού G. Mahler, από τον θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν φέτος εκατό χρόνια.  Η πρώτη συναυλία άνοιξε με τα Τραγούδια ενός Οδοιπόρου.  Ο τενόρος Chistoph Prégardien ερμήνευσε  το σολιστικό μέρος με κύρος και γνώση. Ο Inbal, που εδώ και πολλά χρόνια έχει εμβαθύνει στο έργο του Mahler (οι ηχογραφήσεις του κύκλου των συμφωνιών έχουν κερδίσει διεθνή βραβεία), συνόδευσε τον ευαίσθητο τραγουδιστή με προσοχή στην ανάδειξη του μαλερικού συναισθηματικού κόσμου. Το δεύτερο μέρος της συναυλίας κάλυψε η Συμφωνία αρ. 1 (Τιτάν): αρχιμουσικός και ορχήστρα πρότειναν μια ερμηνεία γεμάτη νόημα και θεατρικές εντάσεις. Την ακριβώς επόμενη βραδιά, η θρυλική βαγκνερική μέτζο σοπράνο Waltraud Meier πρότεινε μια αισθαντική και απόλυτα συγκινητική ερμηνεία του Τραγουδιών σε ποίηση Rückert: η μεγάλου μεγέθους φωνή της και ο απόλυτος έλεγχος των εκφραστικών μέσων εντυπωσίασαν.  Ο Inbal υποστήριξε την ντίβα «αναπνέοντας» μαζί της κάθε μουσική φράση.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, λάβαμε μια προσεγμένη ανάγνωση της Συμφωνίας αρ. 7, έργο που ανήκει σε εκείνα του συνθέτη τα οποία μάλλον σπάνια ακούγονται στις αίθουσες: οι εκτενείς μουσικοί παράγραφοι, οι αναπτύξεις του μουσικού υλικού, οι συναισθηματικές αποχρώσεις (ειδικά του υπέροχου τέταρτου μέρους, Andante amoroso) και η καλειδοσκοπική ενορχήστρωση της παρτιτούρας αντιμετωπίστηκαν με αμεσότητα και συνέπεια.
Το άλλο συμφωνικό σύνολο που ακούσαμε πρόσφατα (22/11), ήταν η Βασιλική Ορχήστρα Concertgebouw του Άμστερνταμ, υπό τη διεύθυνση του πολυδιαφημισμένου νεαρού αρχιμουσικού Andris Nelsons. Σε ένα υψηλών απαιτήσεων πρόγραμμα με έργα των P.I. Tchaikovsky (Εισαγωγή-Φαντασία Ρωμαίος και Ιουλιέτα), Camille Saint-Saëns (Κοντσέρτο για πιάνο αρ.5, Op. 103) και I. Stravinsky (Petrouchka), η ορχήστρα ξεδίπλωσε το εύρος των ιδιαίτερων ποιοτήτων που την έχουν κατατάξει στις αρτιότερες παγκοσμίως: διακρίναμε τον έξοχα λαξευμένο, αναλυτικό και θερμό ήχο της, την πλούσια ηχοχρωματική παλέτα της και την σπάνια μουσικότητα των μελών της. Η Φαντασία του Tchaikovsky κέρδιζε σε ένταση, το Κοντσέρτο του Saint-Saëns, του οποίου το σολιστικό μέρος κάλυψε με ιδιωματικό και τεχνικά εντυπωσιακό τρόπο ο βιρτουόζος των πλήκτρων Jean-Yves Thibaudet, διέθετε την απαιτούμενη ρυθμική ζωτικότητα και ηχητική λάμψη, ενώ το μπαλέτο του Stravinsky αποδόθηκε με εκφραστική ζέση. Ωστόσο, βρήκαμε ότι ο Nelsons δεν στάθηκε στο ίδιο υψηλό μουσικό επίπεδο με εκείνο της ορχήστρας: μείναμε με την εντύπωση ότι το σύνολο βασίστηκε στην πολυετή και δοκιμασμένη πείρα του για την ερμηνεία των έργων, δυσκολευόμενο να διαχειριστεί τις ανέμπνευστες οδηγίες ενός μαέστρου με εξαιρετικά άγαρμπη κινησιολογία και μουσική σκέψη που συχνά στερείτο κατεύθυνσης.