Η Αλεξία Βουλγαρίδου ως Μαργαρίτα, ο Eric Cutler ως Faust και ο Paata Burchuladze ως Μεφιστοφελής (φωτο Μ. Σταφυλίδου) |
Περίπου δυόμισι μήνες μετά από την εντυπωσιακή παράσταση της όπερας Faust του Charles Gounod, που παρακολουθήσαμε σε ζωντανή μετάδοση από την Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (10/11/2011, Αίθουσα Α. Τριάντη), είχαμε την χαρά να απολαύσουμε το νέο ανέβασμα του ίδιου αριστουργήματος από την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ), στην ίδια ακριβώς αίθουσα του Μεγάρου. Ήταν χωρίς αμφιβολία η αρτιότερη εγχώρια παραγωγή όπερας της τρέχουσας καλλιτεχνικής περιόδου. Από τις οχτώ συνολικά παραστάσεις (20-29/1), παρακολουθήσαμε εκείνες που δόθηκαν στις 20 και 21/1, με διαφορετικές διανομές των ρόλων.
Ο Faust του Gounod πρωτοπαρουσιάστηκε στο Παρίσι, τον Μάρτιο του 1859, και ανήκει στις ελκυστικότερες όπερες του ρεπερτορίου: μεγάλες άριες, λαμπρές σκηνές, σπουδαία χορωδιακά και μια εκτενής σκηνή μπαλέτου (που προστέθηκε το 1869, δέκα χρόνια μετά την πρεμιέρα, για την παρουσίαση του έργου από την όπερα των Παρισίων), συνθέτουν ένα έργο μεγαλειώδες βασισμένο στη διάσημη ιστορία του Δόκτορος Faust που πουλάει την ψυχή του στον διάβολο για να κερδίσει την νιότη και τον έρωτα.
Η ΕΛΣ σχημάτισε τις διανομές των παραστάσεων επιστρατεύοντας ικανότατους λυρικούς καλλιτέχνες. Ειδικότερα, τον ρόλο του Faust κράτησαν οι Eric Cutler (20/1) και Andrej Dunaev (21/1): ο πρώτος, με ιδιαίτερα εύηχη και άψογα στηριγμένη φωνή πρόσφερε έναν ήρωα ανθρώπινο και ταυτόχρονα εύθραυστο, ενώ ο δεύτερος ξεχώρισε με το εκλεπτυσμένο στήσιμο των μουσικών φράσεων, την καθαρή άρθρωση και την υποδειγματική τεχνική του. Μαργαρίτα της πρώτης διανομής (20/1) ήταν η διεθνώς καταξιωμένη Ελληνίδα σοπράνο Αλεξία Βουλγαρίδου, που ερμήνευσε τον ρόλο με φωνή μεγάλου όγκου και αξιοσημείωτης εκφραστικής ευαισθησίας. Κατά τη δεύτερη διανομή (21/1), στον ίδιο ρόλο χαρήκαμε την υψηλών καρατίων Ρουμάνα σοπράνο Celia Costea, που με άψογα δουλεμένη φωνή υπέροχων ποιοτήτων πέτυχε να αποδώσει με συγκίνηση και αισθαντικότητα τις ανησυχίες της ηρωίδας.
Ο Faust του Gounod πρωτοπαρουσιάστηκε στο Παρίσι, τον Μάρτιο του 1859, και ανήκει στις ελκυστικότερες όπερες του ρεπερτορίου: μεγάλες άριες, λαμπρές σκηνές, σπουδαία χορωδιακά και μια εκτενής σκηνή μπαλέτου (που προστέθηκε το 1869, δέκα χρόνια μετά την πρεμιέρα, για την παρουσίαση του έργου από την όπερα των Παρισίων), συνθέτουν ένα έργο μεγαλειώδες βασισμένο στη διάσημη ιστορία του Δόκτορος Faust που πουλάει την ψυχή του στον διάβολο για να κερδίσει την νιότη και τον έρωτα.
Η ΕΛΣ σχημάτισε τις διανομές των παραστάσεων επιστρατεύοντας ικανότατους λυρικούς καλλιτέχνες. Ειδικότερα, τον ρόλο του Faust κράτησαν οι Eric Cutler (20/1) και Andrej Dunaev (21/1): ο πρώτος, με ιδιαίτερα εύηχη και άψογα στηριγμένη φωνή πρόσφερε έναν ήρωα ανθρώπινο και ταυτόχρονα εύθραυστο, ενώ ο δεύτερος ξεχώρισε με το εκλεπτυσμένο στήσιμο των μουσικών φράσεων, την καθαρή άρθρωση και την υποδειγματική τεχνική του. Μαργαρίτα της πρώτης διανομής (20/1) ήταν η διεθνώς καταξιωμένη Ελληνίδα σοπράνο Αλεξία Βουλγαρίδου, που ερμήνευσε τον ρόλο με φωνή μεγάλου όγκου και αξιοσημείωτης εκφραστικής ευαισθησίας. Κατά τη δεύτερη διανομή (21/1), στον ίδιο ρόλο χαρήκαμε την υψηλών καρατίων Ρουμάνα σοπράνο Celia Costea, που με άψογα δουλεμένη φωνή υπέροχων ποιοτήτων πέτυχε να αποδώσει με συγκίνηση και αισθαντικότητα τις ανησυχίες της ηρωίδας.
Στον ρόλο του Μεφιστοφελή της πρώτης διανομής (20/1), ο σπουδαίος Γεωργιανός μπάσος Paata Burchuladze (αγαπημένος καλλιτέχνης του αξέχαστου αρχιμουσικού Herbert von Karajan) εντυπωσίασε με τη βαθιά φωνή του και την ωριμότητα της έκφρασής του. Ο Τάσος Αποστόλου (21/1) πρότεινε έναν Μεφιστοφελή νεανικό και γοητευτικά διαβολικό. Η ωραία φωνή του νέου αυτού καλλιτέχνη διαθέτει αναμφισβήτητες ποιότητες, ωστόσο υπήρξαν στιγμές που οι τεχνικά πιο απαιτητικές στιγμές του ρόλου (νότες της χαμηλής φωνητικής περιοχής ή κρατημένες νότες της ψηλής περιοχής) την οδηγούσαν στα όριά της. Στον ρόλο του Βαλεντίνου ικανοποίησαν οι Δημήτρης Πλατανιάς (20/1), δοκιμασμένος καλλιτέχνης, και Διονύσης Σούρμπης (21/1), τραγουδιστής με ιδιαίτερο μουσικό ήθος και σπάνια μουσική διαίσθηση. Τους μικρότερους ρόλους κράτησαν επιτυχώς, αντίστοιχα στις δυο διανομές, οι Δημήτρης Κασιούμης και Διονύσης Τσαντίνης (Wagner), Ειρήνη Καράγιαννη και Γεωργία Ηλιοπούλου (Siébel) και Ινές Ζήκου και Αγγελική Καθαρίου (Marthe Schwerlein).
Ο αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης (καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ) καθοδήγησε τους τραγουδιστές, την ορχήστρα και την άριστα προετοιμασμένη χορωδία με φινέτσα και προσοχή στη λεπτομέρεια.
Ο αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης (καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ) καθοδήγησε τους τραγουδιστές, την ορχήστρα και την άριστα προετοιμασμένη χορωδία με φινέτσα και προσοχή στη λεπτομέρεια.
Ο χορογράφος και διευθυντής μπαλέτου της ΕΛΣ Renato Zanella, που εκτός από την χορογραφία υπέγραφε και την σκηνοθεσία, κίνησε τα μέλη του μπαλέτου με εκφραστική χάρη και κατά το μπαλέτο της Βαλπούργιας Νύχτας, οργιαστική ένταση. Μέσα από τη λεπτοδουλεμένη σκηνοθετική του άποψη φώτισε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ηρώων και μετέφερε εύστοχα την υπόθεση κατά την περίοδο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Βρήκαμε κομψά και με γούστο σχεδιασμένα τα λευκά, μαύρα και γκρίζων αποχρώσεων κοστούμια της Carla Ricotti και απέριττα τα σκηνικά του Alessandro Camera. Οι έξοχα σχεδιασμένοι επιβλητικοί φωτισμοί του Vincio Cheli έδιναν χαρακτήρα στο εικαστικό αποτέλεσμα και δημιουργούσαν ατμόσφαιρα.