Ο Christoph Willibald von Gluck (πορτραίτο του Joseph Duplessis που βρίσκεται στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης της Βιέννης) |
Είναι αλήθεια ότι τα οπερατικά έργα του πολύτιμου Christoph Willibald von Gluck (1714-1787) δεν παρουσιάζονται τόσο συχνά όσο εκείνων άλλων συγχρόνων του. Αν εξαιρέσει κανείς τρία ή τέσσερα μελοδράματα του μεγάλου αυτού μεταρρυθμιστή της όπερας, τα υπόλοιπα δημιουργήματά του είναι σχεδόν λησμονημένα. Και αυτό είναι άδικο καθώς η μουσική του σκέψη είναι πραγματικά ιδιοφυής, καινοτόμα και γεμάτη θαυμάσιες ιδέες. Στην εποχή του, πάντως, ήταν γνωστός ως ένας από τους απολύτως κορυφαίους μουσουργούς: υπήρξε εκείνος ο οποίος συνδύασε τα στοιχεία της γαλλικής και της ιταλικής όπερας με θαυμάσια αποτελέσματα. Οραματίστηκε και πέτυχε ένα μουσικοθεατρικό είδος κατά το οποίο μουσική και λόγος είχαν την ίδια σημασία και αξία. Ενέπνευσε πολλούς μεταγενέστερους συνθέτες (μεταξύ των οποίων βρίσκεται και ο Richard Wagner), οι οποίοι στηρίχθηκαν στις προτάσεις του. Η πλειοψηφία των θεμάτων των μελοδραμάτων του αντλούνται από την αρχαία μυθολογία και δραματουργία.
Στις 14/2, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Α. Τριάντη) παρακολουθήσαμε την όπερα Ο Θρίαμβος της Κλέλιας (Il Trionfo di Clelia) του εν λόγω συνθέτη, η υπόθεση της οποίας μας μεταφέρει στην αρχαία Ρώμη και στρέφεται γύρω από τον έρωτα και την διαπλοκή για την κατάκτηση της εξουσίας. Επρόκειτο για την παγκόσμια πρώτη αναβίωση πλήρους της όπερας στη μουσικολογικά και ιστορικά ενημερωμένη εκδοχή της, διακόσια πενήντα χρόνια μετά από την πρεμιέρα της που είχε δοθεί στο Teatro Comunale di Bologna το 1763 (μάλιστα, με το συγκεκριμένο έργο του Gluck εγκαινιάστηκε το προαναφερθέν φημισμένο ιταλικό λυρικό θέατρο).
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η ίδια όπερα είχε παρουσιαστεί τον Μάρτιο του 2001 από το Φεστιβάλ Όπερας του Lugo (τρεις παραστάσεις στο Teatro Rossini του Lugo), ωστόσο κατά τη διάρκεια εκείνης της παραγωγής είχαν σημειωθεί αλλαγές τονικοτήτων ορισμένων φωνητικών μερών και δεν είχε υπήρχε η κριτική έκδοση της χειρόγραφης παρτιτούρας που φυλάσσεται στην Bologna και στην οποία στηρίχθηκε η αθηναϊκή παραγωγή, που επιπλέον χρησιμοποίησε όργανα εποχής.
Ο εκλεκτός αρχιμουσικός Γιώργος Πέτρου μετά από προσεκτική μελέτη της παρτιτούρας και έχοντας στη διάθεσή του την ικανότατη Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, πρόσφερε μια ερμηνεία σφριγηλή και σαφή στην άρθρωσή της. Η σύλληψη του Gluck ξεδιπλώθηκε γεμάτη από υπέροχες δραματικές άριες και μια δεξιοτεχνική ενορχήστρωση.
Οι τραγουδιστές άφησαν εξίσου άρτιες εντυπώσεις: η Hélène Le Corre απέδωσε με φρεσκάδα το μέρος της Clelia. Η Μαίρη-Έλεν Νέζη επέδειξε μουσικότητα και κατανόηση της αισθητικής του ύφους της ιστορικής ερμηνείας τραγουδώντας με ακρίβεια και συναίσθημα τον απαιτητικό ρόλο του Ρωμαίου στρατιωτικού Οράτιου. Η Ειρήνη Καράγιαννη έφερε στην επιφάνεια με τέχνη και φωνητική καθαρότητα τις σκοτεινές πλευρές του δόλιου αξιωματικού Ταρκίνιου. Οι Burçu Uyar (Λαρίσσα), Βασίλης Καβάγιας (Πορσέννας) και Άρτεμις Μπόγρη (Μάννιος) κρίθηκαν επίσης ικανοποιητικοί στους δικούς τους ρόλους. Ιδιαίτερα μάς ευχαρίστησε ο Καβάγιας με τη νεανική, καλά ισορροπημένη και τεχνικά άρτια δουλεμένη φωνή του.
Οι ίδιοι συντελεστές (με εξαίρεση την τελευταία, που αντικαθιστάται από τον κόντρα τενόρο Florin Cezar Ouatu, και τον μαέστρο, που αντικαθιστάται από τον Ιταλό Giuseppe Sigismondi de Risio) ηχογράφησαν τη θαυμάσια ερμηνευτική τους άποψη για λογαριασμό της γερμανικής δισκογραφικής εταιρείας MDG (πρώτη παγκόσμια ηχογράφηση του έργου): στο εν λόγω album, επιπλέον εκτιμά κανείς τη λεπτομερή διεύθυνση του de Risio, o οποίος με ερμηνευτική διεισδυτικότητα καθοδηγεί τους τραγουδιστές στα εύφορα μονοπάτια της παρτιτούρας του Gluck, αναδεικνύοντας την έξοχη μουσική αφήγηση και φροντίζοντας για τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα σε φωνές και ορχήστρα. Στο ίδιο ακριβώς album απολαμβάνουμε και την όλο σπάνια ηχοχρώματα και αριστοκρατική μεγαλοπρέπεια φωνή του Ouatu, δίχως άλλο ενός εκ των σπουδαιότερων κόντρα τενόρων της εποχής μας.
Το εικαστικό μέρος της παραγωγής κάθε άλλο παρά δικαίωνε την υπέροχη παρτιτούρα του Gluck. Ο σκηνοθέτης Nigel Lowery μετέφερε την πλοκή του έργου στις αρχές του εικοστού αιώνα (με αναφορές σε προγενέστερες και μεταγενέστερες πολεμικές περιόδους) παρουσιάζοντας τα γεγονότα να εκτυλίσσονται σε σκηνή κουκλοθεάτρου. Επιχειρώντας προφανώς να παραλληλίσει τους ήρωες με μαριονέτες, πρότεινε μια φλύαρη, γκροτέσκα και ακυρωτική σκηνοθεσία, η οποία υποχρέωνε τους τραγουδιστές να κινούνται συνεχώς και συνήθως άσκοπα. Γεγονός που ενόχλησε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια που ερμηνεύονταν οι άριες: αντί να σεβαστεί τη στατικότατα της δραματικής έκφρασης αποσπούσε την προσοχή μας με άχρηστα δρώμενα και θορύβους. Τα σκηνικά, που υπέγραφε ο ίδιος, υπήρξαν πρόχειρα σχεδιασμένα: μια τεράστια σκηνή κουκλοθέατρου, ένα πελώριο λευκό –βιαστικά σιδερωμένο- σεντόνι, που θύμιζε αυλαία, και διάφορα φθηνής κατασκευής αντικείμενα, δέσποζαν. Στο τέλος της παράστασης δεν ήταν λίγα τα αγανακτισμένα μέλη του κοινού που τον γιουχάισαν.
Ξεχάστε τη σκηνοθεσία και αναζητήστε την ηχογράφηση!