Σκηνή από την όπερα La Traviata (φωτο: Τhe Metropolitan Opera)
Μπορεί
σήμερα η όπερα La
Traviata του Giuseppe
Verdi να ανήκει στα πιο διάσημα δημιουργήματα του ιταλικού
ρεπερτορίου, ωστόσο η πρώτη παγκόσμια παρουσίαση του έργου, τον Μάρτιο του 1853 (La Fenice, Βενετία), υπήρξε αρκετά
επεισοδιακή εξαιτίας όχι της μουσικής, αλλά της πρωταγωνίστριας. Η Ιταλίδα
σοπράνο Fanny
Salvini-Donatelli
(περ.
1815-1891), σπουδαία ερμηνεύτρια πολλών μεγάλων ρόλων ιταλικών μελοδραμάτων, κρίθηκε μάλλον προχωρημένης ηλικίας (ήταν μόλις 38 ετών!) και κάπως
υπέρβαρη. Το κοινό εξέφρασε την απογοήτευσή του. Ο ίδιος ο συνθέτης χαρακτήρισε την πρεμιέρα ως φιάσκο και ζήτησε την
αντικατάσταση της ντίβας, όμως δίχως αποτέλεσμα. Εντούτοις, υπήρξαν κριτικοί
που εκθείασαν τις θαυμάσιες ικανότητες της αοιδού και ειδικά την εκπληκτική
ερμηνεία των άφθονων κολορατούρων. Κατά τις επόμενες καλλιτεχνικές περιόδους,
το έργο παρουσιάστηκε σε άλλα λυρικά θέατρα -βεβαίως όχι μόνο της Ιταλίας- και
καταχειροκροτήθηκε. Έκτοτε πολλές ντίβες ανά τον κόσμο αναζητούν κατάλληλη
ευκαιρία προκειμένου να ενσαρκώσουν την μοιραία παραστρατημένη Violetta Valéry,
που στο τέλος της ζωής της, βαθειά ερωτευμένη και βαριά άρρωστη οδηγείτε στον
θάνατο.
H φετινή
καλλιτεχνική περίοδος της σειράς ζωντανών ή μαγνητοσκοπημένων μεταδόσεων από τη
Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (Met Live in HD), την οποία παρακολουθήσαμε με
ενδιαφέρον στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ολοκληρώθηκε με την Traviata. Στις 20/4, η Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, είχε
ασφυκτικά γεμίσει από έλληνες οπερόφιλους και λάτρεις του Verdi. Η παράσταση που παρακολουθήσαμε είχε
πραγματοποιηθεί νωρίτερα, στις 14/4.
Η
παραγωγή υπογραφόταν από τον Γερμανό σκηνοθέτη Willy Decker. Επρόκειτο για την πολυσυζητημένη μοντέρνας
αισθητικής κατεύθυνσης παραγωγή που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2005 στο
Φεστιβάλ του Salzburg
και
που σήμερα κυκλοφορεί σε DVD Blue-ray (Deutsche Grammophon 0440
073 4525 2). Τότε, την Traviata είχε
τραγουδήσει η γοητευτική Ρωσίδα ντίβα Anna Netrebko (στο πλάι της είχε τους Rolando
Villazon και Thomas Hampson).
Κατά την πιο πρόσφατη αμερικανική παρουσίαση,
ο πρωταγωνιστικός ρόλος ερμηνεύτηκε από την Γαλλίδα σοπράνο Natalie
Dessay. Θυμίζουμε ότι η Dessay έγινε διάσημη
τον Μάιο του 1992 ερμηνεύοντας τον ρόλο της Olympia (Jacques
Offenbach, Παραμύθια του Hoffmann) στην Όπερα της Βαστίλης. Έκτοτε η
καριέρα της απογειώθηκε και όλα τα επόμενα χρόνια κέρδισε την εμπιστοσύνη και
τον θαυμασμό του κοινού ερμηνεύοντας όλους του μεγάλους ρόλους κολορατούρας
σοπράνο και πολλούς άλλους γραμμένους για φωνή λυρικής σοπράνο. Με λύπη
αναφέρουμε ότι η ενσάρκωση του κοσμαγάπητου ρόλου που πρότεινε, δεν έπεισε
εντελώς. Ναι, υπήρξαν πολλές στιγμές που συγκίνησε: ειδικά κατά την τελευταία
πράξη όταν χρωματίζοντας με νόημα συγκεκριμένες λέξεις-κλειδιά του κειμένου φώτιζε
το δράμα της πορείας της ηρωίδας προς το
τέλος. Και γενικότερα, με αμεσότητα τόνιζε την ανθρώπινη και τόσο εύθραυστη πλευρά
της Traviata.
Ωστόσο, η φωνή της ακουγόταν μάλλον κουρασμένη
και όχι πάντα έτοιμη να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που θέτει ο Verdi. Ειδικότερα, κατά την πρώτη πράξη
βιώναμε την προσπάθεια της καλλιτέχνιδος και ανησυχούσαμε για το αν και πώς θα
τα έβγαζε πέρα. Η αναπνοή δεν επαρκούσε για τον άνετο σχηματισμό των μεγάλων
φράσεων. Η μεγάλη άρια του τέλους της πρώτης πράξης (Sempre
libera) δεν τη βρήκε σε
καλή φόρμα. Παρά τη συγκέντρωσή της δεν πέτυχε να ερμηνεύσει με απόλυτη ακρίβεια όλες
τις νότες της υψηλής περιοχής και ειδικά την
καταληκτική νότα μι ύφεση (κατά τη συνέντευξη που έδωσε στο διάλειμμα, ζήτησε
συγγνώμη από το κοινό για το τελευταίο γεγονός). Εντούτοις, υπογραμμίζουμε το γεγονός ότι η
εκλεκτή τραγουδίστρια προσπαθούσε με ηρωισμό να ξεπεράσει τα δυσάρεστα αποτελέσματα
κρυολογήματος που την ταλαιπωρούσε τις τελευταίες εβδομάδες. Την επόμενη μέρα από τη διεύθυνση της Met ανακοινώθηκε
ότι αυτή ήταν η αιτία που εμπόδιζε την Dessay
να
πραγματοποιήσει τις υπόλοιπες παραστάσεις της παραγωγής (αντικαταστάθηκε από
την Hei-Kyung
Hong).
O τενόρος
Matthew
Polenzani έδωσε
τον καλύτερό του εαυτό για την ενσάρκωση του Alfredo. Με εξαίρετου ηχοχρώματος
λυρική φωνή και τεχνική σιγουριά αποκάλυπτε τη ρομαντική διάθεση του ήρωα. Ως
πατέρας Gérmont ο βαρύτονος Dmitri
Hvorostovsky
κρίθηκε
ιδανικός: η βαθιά στρογγυλή φωνή του είναι πραγματικά εντυπωσιακή και η σπάνια
εκφραστικότητα με την οποία ερμήνευσε τη μεγάλη του άρια στη δεύτερη πράξη (Di Provenza il
mar, il suol chi dal cor ti cancellò?), του χάρισε
πολλά χειροκροτήματα.
Οι
μικρότεροι ρόλοι καλύφθηκαν από τους φωνητικά πολύ καλούς Luigi
Roni (Γιατρός Grenvil), Kyle
Pfortmiller (Μαρκήσιος d’Obigny), Patricia Risley (Flora Bervoix), Jason
Stearns (Baron Douphol), Scott
Scully (Gastone), Peter
Volpe (Ένας κύριος), Maria
Zifchak (Annina), Juhwan Lee (Ένας υπηρέτης), Joseph Turi (Ένας αγγελιοφόρος) και Athol
Farmer (Ένας
προσκεκλημένος). Από τους προαναφερθέντες, ειδική αναφορά οφείλεται στον Roni, ο οποίος με προσοχή και
καλοσχηματισμένη φωνή τραγούδησε και υποδύθηκε τον ρόλο του γιατρού. Σύμφωνα με
τις οδηγίες του σκηνοθέτη εμφανιζόταν περίπου σε όλη τη διάρκεια της παράστασης
ενσαρκώνοντας τη σκοτεινή και μυστηριώδη φιγούρα του θανάτου-συνοδού της Traviata.
Ο
Ιταλός αρχιμουσικός Fabio
Luisi, επικεφαλής της
έξοχης ορχήστρας του λαμπρού αμερικανικού λυρικού θεάτρου, διηύθυνε την
παρτιτούρα και καθοδήγησε τους τραγουδιστές και τη χορωδία (η οποία
αντιμετώπιζε σποραδικά προβλήματα
συγχρονισμού με την ορχήστρα) με συνέπεια και ετοιμότητα. Ο ίδιος εκμαίευσε
ορισμένα εκφραστικά και αιθέρια pianissimi από την
ορχήστρα.
Τέλος,
η ενδιαφέρουσα και σε πολλά στοιχεία της πρωτότυπη σκηνοθεσία του Decker, τα απέριττα σκηνικά-κοστούμια του Wolfgang
Gussmann, o εύστοχος
σχεδιασμός φωτισμών του Hans
Toelstede και
η χορογραφία του Athol
Farmer στόχευσαν
σε μια μινιμαλιστική παρουσίαση της
ιστορίας. Τα γεγονότα της πλοκής διαδραματίζονταν μπροστά από έναν τεράστιο
τοίχο και ένα μεγάλο ρολόι, που τοποθετημένο σε εμφανές σημείο θύμιζε το πέρασμα του
χρόνου και την έλευση της ύστατης ώρας.