Ντιάνα Βρανούση και Σπύρος Μουρίκης. Φωτο: Χάρης Ακριβιάδης
|
Ο κλαρινετίστας
Σπύρος Μουρίκης ανήκει στους σημαντικότερους δεξιοτέχνες του οργάνου
του, σε παγκόσμια κλίμακα, με πολλές εμφανίσεις στην χώρα μας και σε μεγάλα
μουσικά κέντρα του εξωτερικού. Αποσπά πάντα επαινετικές κριτικές. Επιπλέον,
εδώ και αρκετά χρόνια αφιερώνει χρόνο στην διδασκαλία και στην μεταλαμπάδευση
της τέχνης του στις νεώτερες γενιές Ελλήνων μουσικών. Με ιδιαίτερη ικανοποίηση
παρακολουθήσαμε συναυλία μουσικής δωματίου, κατά την οποία συνέπραξε με την
άξια πιανίστα Ντιάνα Βρανούση (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Δημήτρης
Μητρόπουλος, 21/1).
Ειδικότερα, σε
ένα απαιτητικότατο όσο και εκτενές πρόγραμμα, η συνεργασία των δύο εκλεκτών
καλλιτεχνών αποδείχθηκε υψηλής στάθμης και εξαιρετικά καρποφόρα. Η βραδιά
άνοιξε με τις Τρεις Ρομάντσες, Op. 94, του Robert Schumann. Εδώ, ο Μουρίκης, με καλοδουλεμένο ήχο, έξοχο legato και τεχνική, ανακάλυπτε και φώτιζε τη μεγάλη τραγουδιστική γραμμή
της μουσικής, έχοντας στο πλάι του τη Βρανούση, η οποία με δακτυλική
άνεση και ευαισθησία πρότεινε μια πρώτης τάξης συνοδεία. Στη συνέχεια, έργα
μουσικής δωματίου και έργα σόλο έδωσαν την ευκαιρία στους δύο καλλιτέχνες να
δείξουν τον σεβασμό τους απέναντι στους συνθέτες που επέλεξαν να προσεγγίσουν,
την άρτια μουσικότητά τους και μια δεξιοτεχνία κυριολεκτικά ζηλευτή: Ernest Chausson (Andante et allegro), Francis Poulenc (Αυτοσχεδιασμοί αρ. 1 και 15, για σόλο πιάνο και Σονάτα για
κλαρινέτο και πιάνο), Frederic Mompou (Πρελούδια αρ. 1 και 7 για σόλο πιάνο), Jean Françaix (Θέμα
με παραλλαγές), Leó Weiner (Pergi verbunk, Op. 40), Igor Stravinsky (Τρία κομμάτια για σόλο κλαρινέτο) και Camille
Saint-Saëns (Εισαγωγή και Rondo Capriccioso, Op. 28, σε
διασκευή του Armin Suppan). Ας μας επιτραπεί, να ξεχωρίσουμε την ερμηνεία της Σονάτας του Poulenc, έργο το οποίο οι Μουρίκης και Βρανούση απέδωσαν με
απόλυτη κατανόηση της μελαγχολικής αισθαντικότητας (σε στιγμές, σχεδόν
ανυπόφορα οδυνηρής), του λεπτού σαρκασμού και των στιγμών στωικής σκέψης, που
διέπουν το έργο.
Το υπόλοιπο του
κριτικού μας σημειώματος αφορά σε δύο συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών
(ΚΟΑ).
Η πρώτη δόθηκε
στις 23/1, στο ανακαινισμένο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, έναν μεγαλοπρεπή
χώρο, που θυμίζει άλλες εποχές. Βρήκαμε την ακουστική της αίθουσας ιδιαίτερα
ικανοποιητική, γεγονός που μας κάνει να επιθυμούμε την παρακολούθηση και άλλων
συναυλιών της ΚΟΑ στον χώρο. Ο Νίκος Χαλιάσας στάθηκε στο podium της ορχήστρας αποσπώντας εκφραστικές και εκλεπτυσμένες
αναγνώσεις της Συμφωνίας αρ. 1 (Κλασική), Op. 25, του Sergei Prokofiev, του Κοντσέρτου για Κοντραμπάσο του Johann Baptist Wanhal και της Συμφωνίας
του Georges Bizet. Σολίστ στο έργο του Wanhal ήταν ο Νίκος Τσουκαλάς, που με μεγάλο ήχο
χάρισε μια σοβαρών προθέσεων εκτέλεση.
Η επόμενη
συναυλία της ΚΟΑ, που ακούσαμε, δόθηκε στις 31/1, στο Μέγαρο Μουσικής (Αίθουσα
Χρήστος Λαμπράκης). Το τιμόνι της ορχήστρας ο βραβευμένος νέος Πολωνός
αρχιμουσικός Michal Nestrowicz. Η βραδιά άνοιξε με το πρώτο μέρος από το μπαλέτο Έρως και Ψυχή του
διακεκριμένου συνθέτη Γιώργου Ζερβού. Μαέστρος και ορχήστρα υπογράμμισαν
με νόημα τις σελίδες της προσεκτικά ενορχηστρωμένης ατμοσφαιρικής παρτιτούρας,
που σε ύφος και διάθεση έφερνε στο νου τα αργά μέρη συμφωνικών έργων του Gustav Mahler. Στη συνέχεια, η Γωγώ Ξαγαρά, υποστήριξε
μια γοητευτικά λυρική όσο και δεξιοτεχνικά σίγουρη ερμηνεία του σολιστικού
μέρους του αριστοτεχνικού Κοντσέρτου για άρπα και ορχήστρα του François-Adrien
Boieldieu, του "Γάλλου Mozart", όπως τον αποκαλούσαν στην εποχή του. Η ΚΟΑ, υπό τον Nestrowicz, της πρόσφερε μια προσεκτική και μέσα στο σωστό ύφος δομημένη συνοδεία.
Εκτός προγράμματος, η σολίστ χάρισε μια στοχαστική ανάγνωση της Σονάτας
L118, K466, του Domenico Scarlatti.
Στο δεύτερο
μέρος της συναυλίας, οι αρετές της συνεργασίας ορχήστρας και μαέστρου, μπόρεσαν
να αναδειχθούν στο ακέραιο. Η Συμφωνία αρ. 5, Op. 64, του Pyotr Ilyich Tchaikovsky, ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του διεθνούς
συμφωνικού ρεπερτορίου, ολοκληρωμένου το καλοκαίρι του 1888, βρήκε την ΚΟΑ σε
λαμπρή φόρμα. Η σφοδρή δραματικότητα της μουσικής, η θεατρική διάθεση (δινόταν
μεγάλη έμφαση στις εναλλαγές δυναμικής), όπως και ο ευαίσθητος λυρισμός
(δεύτερο μέρος, Andante cantabile), ήρθαν στην επιφάνεια με προσοχή και σκέψη.
Όμως, σε στιγμές, κυρίως κατά τα εξωτερικά μέρη της συμφωνίας (Andante-Scherzo: Allegro con anima και Finale: Allegro maestoso-Allegro vivace-Moderato Assai e molto maestoso), αισθανθήκαμε ότι έλειψε κάπως η διάθεση εμβάθυνσης στο ψυχογραφικό
σύμπαν της παρτιτούρας. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να διαμαρτυρηθεί για μια
εκτέλεση που υπήρξε μεστή, γεμάτη ένταση και ενθουσιασμό. Επιπλέον, ο
ήχος της ορχήστρας ήταν άρτια δουλεμένος και γεμάτος ηχοχρώματα.
Ένα μεγάλο «εύγε» οφείλεται στον κορνίστα της ορχήστρας Σπύρο Κάκο για την άμεμπτη,
τονικά σωστή και όλο συναίσθημα, απόδοση του σημαντικού όσο και τονικά
επικίνδυνου σόλο κατά το δεύτερο μέρος, Andante cantabile.
O μαέστρος Michal Nestrowicz |