Το ανέβασμα μιας όπερας του Richard Wagner στη χώρα μας αποτελεί πάντα σημαντικό γεγονός. Το ιταλικό οπερατικό ρεπερτόριο ανέκαθεν έβρισκε και συνεχίζει να βρίσκει στην Ελλάδα θέση στη σκηνή. Δεν θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει το ίδιο και για το γερμανικό ρεπερτόριο. Εντούτοις, οι μάλλον σπάνιες παραγωγές μελοδραμάτων των Wagner και Richard Strauss που παρουσιάστηκαν κατά την τελευταία περίπου εικοσαετία στην Αθήνα υπήρξαν υψηλών προδιαγραφών (ξεχωρίζουμε τις παραγωγές του βαγκνερικού Lohengrin και των μελοδραμάτων του Strauss, «Ηλέκτρα», «Σαλώμη», «Αιγυπτία Ελένη», «Η Γυναίκα δίχως σκιά», που απολαύσαμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών).
Στις 30/1, στην Αίθουσα Αλεξάνδρας Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, παρακολουθήσαμε από την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) τη μεγάλη τρίπρακτη ρομαντική όπερα «Tannhäuser» του Wagner (παρισινή εκδοχή του 1861). Ο Γερμανός μουσουργός ολοκλήρωσε την παρτιτούρα τον Απρίλιο του 1845. Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Βασιλικό Θέατρο της Δρέσδης τον Οκτώβριο του 1845, σε μουσική διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη. Τη διανομή κάλυψαν οι περίφημοι Johanna Wagner, ανιψιά του συνθέτη, Wilhelmine Schröder-Devrient και Josef Tichatschek. Το εν λόγω ανέβασμα δεν γνώρισε την αναμενόμενη επιτυχία και ο δημιουργός του προέβη σε επεξεργασία της σύνθεσης. To 1861, μετά από εκατόν εξήντα τέσσερις δοκιμές, η όπερα ανέβηκε στην Όπερα του Παρισιού, σε νέα επεξεργασμένη εκδοχή της παρτιτούρας. Δυστυχώς ούτε εκεί γνώρισε επιτυχία. Ο Wagner αποφάσισε να αποσύρει το έργο μετά την τρίτη παράσταση και μέχρι το τέλος της ζωής του προβληματιζόταν για την πορεία του δημιουργήματός του. Βεβαίως, σήμερα αποτελεί μια από τις πιο αγαπημένες όπερες του κοινού.
Η παραγωγή του Wick
Η ΕΛΣ επέλεξε να αναβιώσει (για τέσσερις παραστάσεις, 24, 27, 30/1 και 1/2) την παραγωγή των Graham Wick (σκηνοθεσία) και Paul Braun (σκηνικά-κοστούμια), που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Όπερα του San Francisco, το φθινόπωρο του 2007. Ο Wick, διάσημος Βρετανός σκηνοθέτης, πραγματοποιούσε το ντεμπούτο του στην Όπερα του San Francisco. Όπως χαρακτηριστικά υποστήριξε σε κείμενα και συνεντεύξεις του, δεν θέλησε απλά να πλάσει έναν ευάλωτο ήρωα που κινείται ανάμεσα στους κόσμους δύο θηλυκών, τον ερωτικό της Αφροδίτης και τον αγνό της Elisabeth, αλλά έναν άνθρωπο που παλεύει να αντιμετωπίσει προβλήματα τα οποία ο ίδιος έχει δημιουργήσει και που προσπαθεί να συμφιλιώσει αντιθετικά συναισθήματα. Τοποθετεί την πλοκή σε έναν χώρο που μοιάζει με τεράστιο δωμάτιο, με μεγάλα παράθυρα και ψηλούς τοίχους. Ο χώρος αυτός θα μπορούσε να συμβολίζει την ψυχή του ήρωα. Η σκηνοθεσία του υπήρξε προσεγμένη και με την κατάλληλη έμφαση στα συμβολικά στοιχεία του έργου.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της παραγωγής ήταν εντυπωσιακά στην αμεσότητα και στην καλαισθησία τους. Τα νατουραλιστικά στοιχεία και τα μεσαιωνικά κοστούμια ευχαρίστησαν όσους βαγκνερόφιλους αγαπούν κάθε άποψη που στέκεται κοντά στις αρχικές σκέψεις και τα οράματα του συνθέτη. Συχνά χρησιμοποιήθηκαν κινηματογραφικά εφέ. Είδαμε άλογο επί σκηνής και νερό να τρέχει από το ταβάνι κατά την τελευταία πράξη. Η φιλόδοξη μεταφορά στοιχείων της φύσης στη σκηνή είχε όμως και τα απρόοπτά της: οι πραγματικές φλόγες που περικύκλωναν το ζευγάρι Tannhäuser και Αφροδίτη στο μεγάλο ντουέτο της πρώτης πράξης (ο σκηνοθέτης θα πρέπει να εμπνεύστηκε από την τελική σκηνή της «Βαλκυρίας») κάποια στιγμή δεν μπόρεσαν να ελεγχθούν από τους τεχνικούς. Ξαφνικά ο τενόρος διέκοψε, έντρομος φώναξε ότι υπάρχει κίνδυνος από πραγματική φωτιά, βγήκε από τον πύρινο κύκλο και στη συνέχεια έδωσε το χέρι του στη σοπράνο βοηθώντας την να απομακρυνθεί από τις φλόγες. Ευτυχώς επενέβησαν άμεσα οι πυροσβέστες, η αυλαία έπεσε και μετά από την πάροδο περίπου εικοσιπέντε λεπτών - τόσο χρειάστηκε για να εξαφανιστούν οι καπνοί που είχαν γεμίσει την αίθουσα- η παράσταση συνεχίστηκε δίχως προβλήματα. Πάντως, φωτιά δεν χρησιμοποιήθηκε κατά την υπόλοιπη βραδιά, ούτε και κατά την τελευταία παράσταση (1/2).
Οι τραγουδιστές
Το μέρος του Tannhäuser κράτησε ο John Treleaven, ένας από τους χαρισματικότερους σύγχρονους ενσαρκωτές του ρόλου. Ως βαγκνερικός τενόρος έχει κερδίσει τις εντυπώσεις τραγουδώντας σε σπουδαίες λυρικές σκηνές του κόσμου και συνεργαζόμενος με αρχιμουσικούς της πρώτης γραμμής. Απέδωσε τον απαιτητικό ρόλο με δραματική φωνή, ιδιωματικό φραζάρισμα και άφθονο συναίσθημα. Δίπλα του η Lise Lindstrom κράτησε με επιτυχία τόσο τον ρόλο της Elizabeth όσο και εκείνον της Αφροδίτης (η Angela Marambio, που ήταν αρχικά προγραμματισμένη να ερμηνεύσει την Elizabeth, αποσύρθηκε περίπου έναν μήνα πριν από την πρώτη παράσταση). Η Lindstrom ανακάλυψε με υπέροχο τρόπο τις ιδιαίτερες ψυχικές και μουσικές αποχρώσεις των δύο γυναικών. Τους υπόλοιπους ρόλους ερμήνευσαν με δραματική ένταση και ιδιωματική εκφορά του μουσικού κειμένου οι Martin Snell (Hermann), Rolf Haunstein (Biterolf), Ashley Holland (Wolfram von der Vogelweide), Andreas Conrad (Heinrich der Schreiber) και Adrian Sampetrean (Reinmar von Zweter).
Μπαλέτο, χορωδία, ορχήστρα και μαέστρος
Το μπαλέτο της ΕΛΣ ανταποκρίθηκε στην εξπρεσιονιστική και απόλυτα ερωτική (κατά την πρώτη πράξη) χορογραφία του Ron Howell. O προικισμένος Γάλλος αρχιμουσικός Philippe Auguin, συνεργάτης κορυφαίων λυρικών σκηνών της Ευρώπης και της Αμερικής, μετά από σκληρή εργασία με την ορχήστρα και τη χορωδία της Λυρικής πέτυχε όντως ζηλευτά αποτελέσματα. Ορχήστρα και χορωδία ερμήνευσαν με προσοχή, σεβασμό στις λεπτομέρειες της παρτιτούρας και κυρίως με μια ιδιαίτερη μουσικότητα που ξεχώριζε από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή του έργου.
Η επιτυχία που γνώρισε η παραγωγή θα πρέπει να οδηγήσει την ΕΛΣ στο ανέβασμα και άλλων αριστουργημάτων του Wagner: σειρά έχει ένας «Τριστάνος» και στη συνέχεια ένας «Parsifal»!