Στις 30/10 παρακολουθήσαμε το τετράπρακτο ιστορικοτραγικό μελόδραμα «Μαραθών-Σαλαμίς» του Ζακυνθινού μουσουργού Παύλου Καρρέρ (σε ποιητικό κείμενο του Μέμνονα Μαρτζώκη). Το έργο, του οποίου η υπόθεση διαδραματίζεται πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ολοκληρώθηκε το 1886 με σκοπό να παρουσιαστεί στα εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου των Αθηνών δύο χρόνια αργότερα.
Εντούτοις, έπρεπε να περιμένει πολλά πολλά χρόνια ξεχασμένο (η Εκκλησία είχε αντιδράσει στη σκηνή που παρουσιάζει τα δρώμενα στο μαντείο των Δελφών) προκειμένου να λάβει τελικά την πρώτη παγκόσμια παρουσίασή του τον Φεβρουάριο του 2003, εκατόν δεκαπέντε χρόνια μετά τη σύνθεσή του! Φέτος, στο πλαίσιο του εορτασμού των 2.500 χρόνων από τη μάχη του Μαραθώνα η Λυρική Σκηνή προέβη στην επανάληψη της παραγωγής.
Πρόκειται για ένα έργο με πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, καλογραμμένες άριες, μεγάλα ensembles και γοητευτική μουσική μπαλέτου, στημένο στα πρότυπα της όπερας των μεγάλων Ιταλών συνθετών του δεκάτου ενάτου αιώνα. Μολονότι βρήκαμε ότι η έμπνευση του Καρρέρ λίγες φορές πετυχαίνει να απογειωθεί αγγίζοντας υψηλά επίπεδα μουσικής σύλληψης, πιστεύουμε ότι άξιζε τον κόπο η αναβίωση της παραγωγής για όσους δεν είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το πρώτο ανέβασμα του 2003.
Οι συντελεστές έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό για την επιτυχία των παραστάσεων. Πιο συγκεκριμένα, ξεχωρίσαμε την όπως πάντα άρτια προετοιμασμένη και μελετημένη Σοφία Κυανίδου (φωτογραφία), που ενσάρκωσε τον απαιτητικό ρόλο της Φεντίμα με μεγάλη συγκίνηση επιστρατεύοντας τις εντυπωσιακές φωνητικές της δυνατότητες. Αλλά, και στους υπόλοιπους ρόλους κέρδισαν τις εντυπώσεις τραγουδώντας με ενθουσιασμό και πίστη ως προς την αξία του μουσικού και του ποιητικού κειμένου οι Κύρος Πατσαλίδης (Θεμιστοκλής), Νίκος Κοτενίδης (Κήρυκας), Αντώνης Κορωναίος (Αλέξανδρος), Μαρισία Παπαλεξίου (Μυρτώ), Βικτώρια Μαϊφάτοβα (Σκλάβα), Τάσος Αποστόλου (Αρχιερέας), Ρόζα Πουλημένου (Πυθία), Δημήτρης Κασιούμης (Ξέρξης) και Γιώργος Ρούπας (Στρατηγός).
Η χορωδία και η ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής απέδωσαν αρκετά καλά υπό τη σταθερή (αν και σε στιγμές μουσικά υπερβολικά άκαμπτη) διεύθυνση του Βύρωνα Φιδετζή. Το μπαλέτο έδωσε λάμψη στην παραγωγή.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον σκηνοθέτη Ισίδωρο Σιδέρη και κυρίως στον ευφάνταστο και πολυτάλαντο σκηνογράφο-ενδυματολόγο Γιάννη Μετζικώφ: χάρη στον πρώτο εξασφαλίστηκε μια γεμάτη ενδιαφέρον και κίνηση σκηνοθεσία, ενώ χάρη στον δεύτερο προσφέρθηκε μια εικαστικά συναρπαστική εμπειρία. Η ποικιλία των χρωμάτων και των σχεδίων των κοστουμιών και σκηνικών του Μετζικώφ, που ακολουθούσαν με ελευθερία τα νεοκλασικά πρότυπα, ήταν ανάμεσα στις μεγάλες αρετές της παραγωγής.