Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Carmen από την ΕΛΣ




 

Κάθε φορά που μελετάει κανείς την παρτιτούρα της όπερας «Carmen» του Georges Bizet ή που παρακολουθεί ανέβασμά της, ανακαλύπτει νέες αρετές αυτού του αριστουργήματος, το οποίο ποτέ δεν χάνει τη φρεσκάδα και τη γοητεία του. Κατά την πρώτη παγκόσμια παρουσίασή του (Παρίσι, 3/1875) αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα από τους κριτικούς. Ακριβώς τρεις μήνες μετά την πρεμιέρα ο συνθέτης πέθανε από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία μόλις τριάντα έξι ετών, με αποτέλεσμα να μην  απολαύσει την μετέπειτα επιτυχημένη πορεία του δημιουργήματός του το οποίο βεβαίως έμελε να αναγνωριστεί ως ένα από τα πιο δημοφιλή μελοδράματα πλήρους του διεθνούς ρεπερτορίου. Λέγεται ότι η διάσημη Γαλλίδα ντίβα Celestine Galli-Marié, πρώτη ενσαρκώτρια του πρωταγωνιστικού ρόλου, είχε διαισθανθεί το επερχόμενο τέλος του συνθέτη, στην παράσταση της όπερας που είχε δοθεί την προηγουμένη του θανάτου του και ειδικότερα κατά τη διάρκεια της σκηνής της τράπουλας στην τρίτη πράξη. 
Η Εθνική Λυρική Σκηνή ενέταξε έξι παραστάσεις της όπερας του Bizet στο φετινό της ρεπερτόριο (9-17/10) και σε σύντομο χρονικό διάστημα πέτυχε να πουλήσει όλα τα εισιτήρια της παραγωγής. Μάλιστα, ανακοίνωσε ότι προγραμματίζει επιπλέον παραστάσεις για τους μήνες Απρίλιο και Μάιο.
Παρακολουθήσαμε την παράσταση της 13/10 κατά την οποία τον πρωταγωνιστικό ρόλο της απείθαρχης τσιγγάνας κράτησε η μέτζο σοπράνο Μαίρη-Έλεν Νέζη, την οποία παρακολουθούμε από τα πρώτα σχεδόν βήματα της σταδιοδρομίας της στην Ελλάδα και την οποία τώρα χαιρόμαστε να βλέπουμε σε σημαντικές λυρικές σκηνές και μουσικά κέντρα του εξωτερικού. Με φωνή γεμάτη, πεντακάθαρη άρθρωση (εξαιρετικά γαλλικά) και μεγάλο ενδιαφέρον στον φωτισμό των νοημάτων και μουσικών λεπτομερειών του ρόλου, κέρδισε τις εντυπώσεις. Κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια την πιο ανθρώπινη πλευρά της ηρωίδας παρουσιάζοντάς την όχι απλά σαν ένα έξαλλο, ερωτικό και τολμηρό θηλυκό αλλά σαν κάτι πολύ περισσότερο.
Στο πλάι της ως Don José στάθηκε o μάλλον άνισος φωνητικά και υποκριτικά Rubens Pelizzari, που ούτε την απαιτούμενη «γαλλική» αισθαντικότητα ούτε την άνεση στις νότες της υψηλής φωνητικής περιοχής κατείχε προκειμένου να δικαιώσει αυτόν τον τόσο ελκυστικό αλλά και τόσο εύθραυστο μουσικά ρόλο. Περιμέναμε περισσότερα από τον καλλιτέχνη που διαπρέπει σε μεγάλες σκηνές του κόσμου ερμηνεύοντας ήρωες όπερων κυρίως των Giuseppe Verdi και Giacomo Puccini. Η Μαρία Μητσοπούλου στο ρόλο της Michaela ευχαρίστησε φέρνοντας με ευστοχία σε πρώτο πλάνο τον λυρισμό της αγνής κοπέλας που ενσάρκωνε. Ο Δημήτρης Κασιούμης ως Escamillo ήταν δυστυχώς τονικά ανακριβής και αντιμετώπισε τον επιβλητικό του ρόλου με μουσική αδεξιότητα (ήταν σαφώς πιο καλά προετοιμασμένος στον ίδιο ρόλο πέρυσι τον Δεκέμβριο, στην παραγωγή που παρακολουθήσαμε στην Λάρισα, 18/12).
Τους μικρότερους ρόλους επωμίστηκαν με επιτυχία οι Διονύσης Σούρμπης (Morales), Τάσος Αποστόλου (Zuniga), Ειρήνη Κυριακίδου (Frasquita), Ινές Ζήκου (Mercedes), Παναγιώτης Πρίφτης (Andres), Χάρης Ανδριανός (Dancaire) και Νίκος Στεφάνου (Remendado). Αξίζει να τονίσουμε ότι το τεχνικά δύσκολο κουιντέτο της δεύτερης πράξης (Nous avons en tête une affaire) ερμηνεύτηκε με ρυθμική ακρίβεια και άφθονη χάρη (η μουσικότητα και το μπρίο του χαρισματικού Ανδριανού υπερίσχυσαν εδώ).
Από την πλευρά της, η χορωδία θα μπορούσε να είχε προσέξει περισσότερο την εκφορά της γαλλικής γλώσσας και να είχε επιδείξει μεγαλύτερη ρυθμική συνέπεια στην ερμηνεία των μεγάλων όσο και διάσημων χορωδιακών της όπερας.
Η ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη,  δεν ήταν σε καλή φόρμα: οι ρυθμικές ανακρίβειες και οι αλλεπάλληλες τονικές αστοχίες (που εισπράττονταν κυρίως από την πλευρά των χάλκινων πνευστών) ενόχλησαν. Η εκλεπτυσμένη ενορχήστρωση, στη λεπτομέρεια δουλεμένη με άφθονη τέχνη και υπέροχο γούστο από τον Bizet, συχνά πνιγόταν στο φάλτσο. Και επιπλέον ποτέ δεν επιτεύχθηκε η απαιτούμενη ισορροπία ανάμεσα σε τραγουδιστές και ορχήστρα.
Η σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη, τα καλαίσθητα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά και τα καλοσχεδιασμένα κοστούμια της Claire Bracewell σεβάστηκαν τις απαιτήσεις του έργου και συνδυάζοντας εύστοχα το παραδοσιακό με το μοντέρνο στοιχείο ανέδειξαν επαρκώς το γεμάτο πάθος και τραγικότητα αθάνατο αυτό ερωτικό μουσικό δράμα.