Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Γοητεία και λυρισμός από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βιέννης


                                         


Η Συμφωνική Ορχήστρα της Βιέννης και ο βετεράνος Γάλλος αρχιμουσικός Georges Prêtre έχουν εμφανιστεί αρκετές φορές στην Αθήνα. Τον Δεκέμβριο του 1992,  στο νεόδμητο τότε Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, είχαν ερμηνεύσει έργα των Wolfgang Amadeus Mozart, Anton Bruckner, Johannes Brahms και Richard Strauss, το 1996 στον ίδιο χώρο, είχαν εκτελέσει έργα των Mozart και Maurice Ravel, ενώ τον Ιούνιο του 2006, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, είχαν προσφέρει την Συμφωνία αρ. 9, Op. 125, του Ludwig van Beethoven. Από τις ιστορικές εμφανίσεις της ορχήστρας στη χώρα μας θα πρέπει να αναφέρουμε εκείνες που δόθηκαν στο Ηρώδειο, υπό τη διεύθυνση των Otto Klemperer (1951),  Hans Swarowsky (1957) και Joseph Krips (1972).
 Κατά την πρόσφατη επίσκεψη στη χώρα μας (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 24 και 25/11, παρακολουθήσαμε την πρώτη συναυλία) επέλεξαν για το πρώτο μέρος του προγράμματος της συναυλίας δύο από τα διασημότερα έργα του Francis Poulenc (1899-1963). Ο Γάλλος συνθέτης υπήρξε ένας από τους πιο προικισμένους και πολυτάλαντους δημιουργούς του 20ού αιώνα (ανήκε στην οικογένεια των ιδιοκτητών της γνωστής εταιρείας χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων Poulenc). Επιλέγοντας να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, ασπαζόμενος τα τονικά ιδιώματα, κυρίως νεοκλασικής τάσης, και κρατώντας από τις πιο πρωτοποριακές τεχνικές σύνθεσης ακριβώς ό,τι είχε ανάγκη (λ.χ. αλλοιωμένες συγχορδίες, σύνθετους ρυθμούς και χαρακτηριστικούς συνδυασμούς ηχητικών όγκων) προχώρησε στη σύνθεση μιας μεγάλης σειράς αριστουργημάτων που πάντα καταφέρνουν να γοητεύσουν τον ακροατή. Ο ίδιος υποστήριζε ότι υπήρξε αυτοδίδακτος στη σύνθεση, μελετώντας μέσα από βιβλία, καθώς φοβόταν μην επηρεαστεί από κάποιον δάσκαλο. Έλεγε ότι οι τέσσερις αγαπημένοι του συνθέτες ήταν οι Bach, Mozart, Satie και Stravinsky.
H αυστριακή ορχήστρα και ο Prêtre εγκαινίασαν τη βραδιά με την σουίτα από το μπαλέτο «Les Animaux Modèles» (Τα Ζώα Μοντέλα), έργο εμπνευσμένο από τους μύθους του La Fontaine, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1942. Ο Prêtre υπήρξε ένας από τους αγαπημένους αρχιμουσικούς και συνεργάτες του Poulenc. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τελευταίος του εμπιστεύτηκε την ηχογράφηση αρκετών έργων του. Και όχι δίχως λόγο!   Παρακολουθήσαμε τον αρχιμουσικό να εκμαιεύει από την ορχήστρα μια σαγηνευτική ανάγνωση, που υπογράμμιζε τον ρομαντισμό και την νοσταλγική διάθεση της υπέροχης αυτής μουσικής.
Στη συνέχεια απολαύσαμε το Κοντσέρτο για δύο πιάνα του ίδιου πάντα συνθέτη. Το έργο  ολοκληρώθηκε μέσα σε τρεις μόλις μήνες, το καλοκαίρι του 1932 και ήταν παραγγελία της μεγάλης προστάτιδας του Poulenc, Πριγκίπισσας Edmond de Polignac, στην οποία είναι και αφιερωμένο. Η πρώτη εκτέλεση είχε δοθεί από τους ίδιους πιανίστες και την ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου, υπό τη διεύθυνση του Désiré Defauw. Αξίζει να προστεθεί εδώ ότι ο  Prêtre ηχογράφησε (το 1957) και βιντεοσκόπισε (σε ειδική συναυλία-αφιέρωμα που δόθηκε στην Salle Gaveau του Παρισιού το 1959) το έργο,  με σολίστ τον ίδιο τον δημιουργό και τον Jacques Février (EMI Classics). Κατά την πρόσφατη αθηναϊκή συναυλία, το κορυφαίο σύγχρονο πιανιστικό duo των Katia και Marielle Labèque (φωτογραφία, η πρώτη ήταν ντυμένη στα κόκκινα και η δεύτερη στα μωβ), πρότεινε μια λαμπρή σε αίσθημα, ενέργεια, χαρακτήρα και χρώμα ερμηνεία. Από την πλευρά τους, ο μαέστρος και η βιεννέζικη ορχήστρα φρόντισαν ώστε ούτε μια στιγμή του, άλλοτε ενθουσιώδους και άλλοτε μελαγχολικά τρυφερού, αριστουργήματος να μην πάει χαμένη. Πιο συγκεκριμένα, οι πικάντικοι ρυθμοί των δύο εξωτερικών μερών του έργου, Allegro ma non troppo, και Allegro molto, προβλήθηκαν με ζέση, χιούμορ και την απαιτούμενη εκφραστική αυθάδεια. Το αργό μέρος, Larghetto, κατά το οποίο ο συνθέτης κλείνει ο μάτι στον αγαπημένο του Mozart και στο αργό μέρος του Κοντσέρτου για πιάνο αρ. 21, KV 467, βρήκε τις λεπτές ηχοχρωματικές ισορροπίες του στα χέρια των Labèque. Τα άρτια επεξεργασμένα από τον ευφυή συνθέτη δομικά στοιχεία του έργου, η μαγεία των υπέροχων μελωδιών, η χιουμοριστική-σαρκαστική διάθεση, ο θεατρικός ρομαντισμός και η καλοδουλεμένη ενορχήστρωση του κοντσέρτου βρήκαν τους ιδανικούς ερμηνευτές τους.
Εκτός προγράμματος, οι δύο σολίστ αφιέρωσαν στον αρχιμουσικό την valse musette για δύο πιάνα «L' Embarquement pour Cythère» (Απόβαση για τα Κήθυρα), βεβαίως του Poulenc (από τη μουσική της ταινίας «Le Voyage en Amérique», το Ταξίδι στην Αμερική, του 1951). Ερμήνευσαν το σύντομο αυτό έργο με χάρη, ερωτισμό (ας μην λησμονούμε ότι τα Κύθηρα είναι το νησί της Αφροδίτης) και με φίνο γαλλικό αίσθημα.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας κάλυψε η Συμφωνία αρ. 2 του Johannes Brahms, που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1877, και αποτελεί μία από τις συμφωνίες που συναντάμε τακτικά στα προγράμματα του Prêtre. Το αίσθημα ευτυχίας και ηρεμίας (που συχνά έχει παραλληλιστεί με τα ίδια συναισθήματα που συναντάμε στη Συμφωνία αρ. 6, Op. 68, «Ποιμενική», του   Beethoven, συνθέτη που κυριολεκτικά λατρευόταν από τον Brahms) υπογραμμίστηκε με άφθονη εκφραστικότητα. Ο γεμάτος και ωραίος ήχος της ορχήστρας, τόσο πλούσιος σε ηχοχρώματα, ξεχώριζε κάθε στιγμή της ερμηνείας. Εντούτοις, όπως έχουμε παρατηρήσει και άλλες φορές σε σχέση με τον διακεκριμένο Γάλλο μαέστρο, έτσι και εδώ συχνά υπερέβαλε στις εναλλαγές των ταχυτήτων λ.χ. κρατώντας πίσω το tempo κάθε φορά που εμφανίζονταν τα αργά μέρη με μάλλον υπερβολικό τρόπο. Τελικά, όμως, ευτυχώς δεν κλονίστηκε η αίσθηση των δομικών αναλογιών της παρτιτούρας, που ακολουθεί τα κλασικά πρότυπα, ενώ η εκτέλεση κέρδισε σε μεγαλοπρέπεια και θέρμη. Οι υποδειγματικά επεξεργασμένες από τον Brahms μεταμορφώσεις των θεμάτων στο δεύτερο μέρος, Adagio non troppo, και οι χορευτικοί ρυθμοί του τρίτου μέρους, Allegretto grazioso (quasi andantino), αναδείχθηκαν με πολύ γούστο από τον ίδιο αρχιμουσικό, που υπήρξε κύριος αρχιμουσικός της ορχήστρας από το 1986 μέχρι το 1991.
Προς μεγάλη ευχαρίστηση του αθηναϊκού ακροατηρίου, εκτός προγράμματος ακούστηκε το διάσημο βαλς του Johann Strauss II, με τίτλο «An der schönen blauen Donau», Op. 314 (Στον Ωραίο Γαλάζιο Δούναβη). Η ερμηνεία που προσφέρθηκε ήταν όπως αναμενόταν ιδιωματική, με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια του σχηματισμού κάθε φράσης και στις εναλλαγές δυναμικής, άφθονο brio στα γεμάτο μεγαλοπρέπεια τμήματα και εμπλουτισμένη με την απαραίτητη δόση της χαρακτηριστικής βιεννέζικης νοσταλγικής διάθεσης. Τα παρατεταμένα χειροκροτήματα του κοινού προέτρεψαν την ορχήστρα να προβεί και σε δεύτερο encore. Έτσι, τη συναυλία σφράγισε με φανταχτερό και σπινθηροβόλο τρόπο η «Τritsch-Tratsch-Polka» επίσης του Johann Strauss II, ο οποίος εδώ απαθανατίζει μουσικά την αγάπη των βιεννέζων για το κουτσομπολιό!