Ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, μετά τον θάνατο του ιδρυτή του, Χρήστου Λαμπράκη, θα πρέπει να θεωρηθεί η υπογραφή πρωτοκόλλου συνεργασίας με τη Scala του Μιλάνου (Teatro alla Scala). Σύμφωνα με αυτό, κατά τα επόμενα χρόνια θα πραγματοποιηθούν διεθνείς συμπαραγωγές και θα υποστηριχτούν νέοι Έλληνες λυρικοί καλλιτέχνες.
Στο πλαίσιο αυτής της σύμπραξης παρακολουθήσαμε την τραγική όπερα Maria Stuarda του Gaetano Donizetti, ένα από τα σπουδαιότερα έργα της εποχής του bel canto, που έλαβε την πρεμιέρα του στη Scala, στις 30/12/1835. Η πλοκή, που τοποθετείται το έτος 1587, αναφέρεται στις τεταμένες σχέσεις των δύο βασιλισσών, Maria Stuarda, Βασίλισσα της Σκωτίας, και Elisabetta, Βασίλισσα της Αγγλίας (οι οποίες στην πραγματικότητα ποτέ δεν συναντήθηκαν).
Η σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια ανήκαν στο σπουδαίο Pier-Luigi Pizzi, o οποίος στόχευσε σε μια παραγωγή που συνδύαζε εύστοχα το κλασικό με το μοντέρνο. Θαυμάσια στη μεγαλοπρέπειά τους υπήρξαν τα κοστούμια και εύστοχη η ιδέα του χρωματικού συνδυασμού του γκρίζου, μαύρου και κόκκινου.
Στις παραστάσεις που παρακολουθήσαμε (10 και 14/3) τον ρόλο της Stuarda κράτησαν αντίστοιχα οι Patrizia Ciofi (10/3) και Irina Lungu (14/3). Μόνον αυτός ο ρόλος ανατέθηκε σε δύο διαφορετικές τραγουδίστριες κατά την αθηναϊκή παραγωγή (10, 12, 14, 16 και 18/3). Οι δύο τραγουδίστριες διαθέτουν μεγάλη εμπειρία στο ιταλικό ρεπερτόριο όπερας της ρομαντικής εποχής. Βρήκαμε αρτιότερη, μουσικά και τεχνικά, την ενσάρκωση της ηρωίδας που πρόσφερε η δεύτερη τραγουδίστρια, της οποίας η φωνή και η υποκριτική ικανότητα ήρθαν σε σωστότερη αντίθεση με την ερμηνεία του ρόλου της αντιζήλου Elisabetta. Τον τελευταίο αυτόν ρόλο εξερεύνησε η πανέμορφη Elena Belfiore με ξεχωριστών αποχρώσεων φωνή και αριστοκρατική πνοή: απέδωσε πειστικότατα τις στιγμές έντασης και ήταν έξοχη στη μεγάλη άρια «Ah! Quando all’ara scorgemi»). Ο Francesco Demuro, ως Roberto, Κόμης του Leicester, απέδειξε ότι κατείχε το μέρος του και ότι διέθετε το απαιτούμενο ερμηνευτικό στυλ. Το μέταλλο της φωνής του είναι χαρακτηριστικό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον, όμως οι ψηλές νότες της παρτιτούρας τον έβρισκαν ενίοτε ανέτοιμο. Οι Mirco Palazzi, Simone Piazzola και Ελένη Βουδουράκη άφησαν θετικές εντυπώσεις κρατώντας αντίστοιχα τους ρόλους του Giorgio Talbot, Λόρδου Guglielmo Cecil και Anna Kennedy, συνοδός της Maria.
Σημαντικότατος συντελεστής της παραγωγής υπήρξε ο Richard Bonynge, μεγάλος αρχιμουσικός όπερας, ειδικός στα έργα του bel canto και σπουδαίος υποστηρικτής των μελοδραμάτων του Jules Massenet. Για πολλά χρόνια συντρόφευσε στη ζωή και τη μουσική την τρανή Αυστραλή ντίβα Dame Joan Sutherland (1926-2010). Με γνώση, γούστο και ευστοχία ιδεών, καθοδήγησε τους μονωδούς και τις πρόθυμες Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (δεν έλειψαν αρκετές τονικές αστοχίες από την πλευρά των πνευστών) και Χορωδία της ΕΡΤ (διεύθυνση χορωδίας: Δημήτρης Μπουζάνης) σε αυτή την όπερα που με τόση τέχνη είχε ερμηνεύσει και ηχογραφήσει, βεβαίως υπό την διεύθυνσή του, η σύζυγός του.
Παράλληλα με τις παραστάσεις της Stuarda το Μέγαρο παρουσίασε και την άψογα στημένη έκθεση με τίτλο «Η Μαρία Κάλλας και η Σκάλα του Μιλάνου», που περιέλαβε κοστούμια τα οποία φόρεσε η αθάνατη Ελληνίδα ντίβα σε παραστάσεις του λαμπρού αυτού λυρικού θεάτρου (διάρκεια έκθεσης 9/3-8/5).