(φωτο Χ. Ακριβιάδης)
Ο θεϊκός Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791) βρήκε στο πρόσωπο του Βενετού ποιητή Lorenzo da Ponte (1749-1838) τον καλύτερο λιμπρετίστα που θα μπορούσε να έχει εκείνη την εποχή. Είχε ανακαλύψει έναν πολύτιμο συνοδοιπόρο ο οποίος ήταν σε θέση να του προσφέρει ποιητικά κείμενα αντάξια της μεγαλοφυΐας του.
Ο da Ponte υπήρξε προστατευόμενος του Αυτοκράτορα Ιωσήφ ΙΙ και πέρασε τα πιο παραγωγικά του χρόνια στη Βιέννη. Αργότερα ταξίδεψε στην Πράγα, το Λονδίνο και –προκειμένου να γλυτώσει από δυσβάσταχτα οικονομικά χρέη- στην Αμερική. Συνεργάστηκε με αρκετούς σημαντικούς συνθέτες της εποχής του, όπως οι Antonio Salieri και Martín y Soler. Με τον Mozart συνέπραξε τρεις φορές, από το 1786 μέχρι το 1790, για την παραγωγή των μελοδραμάτων, Οι Γάμοι του Figaro (Le nozze di Figaro), KV 492, Don Giovanni, KV 527, και Έτσι κάνουν Όλες (Così fan tutte), KV 588. Τριών αριστουργημάτων που ποτέ δεν παύουν να ενθουσιάζουν και να λαμπρύνουν τις λυρικές σκηνές όλου του κόσμου.
Η μάλλον τολμηρή πλοκή της όπερας Così fan tutte εξέπληξε αρκετούς από τους θαυμαστές της μουσικής του συνθέτη. Ο Ludwig van Beethoven χαρακτήρισε το libretto, ανήθικο. Και η αλήθεια είναι, ότι το έργο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακριβώς ηθικό: ο Don Alfonso διαφωνεί με τους ηλικιακά νεώτερους φίλους του, Ferrando και Guglielmo, που υποστηρίζουν ότι οι αρραβωνιαστικιές τους (αδελφές Dorabella και Fiordiligi) θα είναι αιώνια πιστές σε εκείνους. Στοιχηματίζει ότι μπορεί να τους αποδείξει το αντίθετο σε μια μέρα. Οι δύο νέοι μεταμφιέζονται σε Αλβανούς και προσπαθούν να σαγηνεύσουν τις κοπέλες. Μετά από πολλά, τα καταφέρνουν. Στο τέλος τα πάντα αποκαλύπτονται, αλλά επικρατεί η λογική και όλα συγχωρούνται. O Mozart πλάθει με μεγάλη μαστοριά έναν κόσμο στον οποίον το κωμικό με το τραγικό στοιχείο μπλέκονται και γίνονται ένα (τα νεαρά ζευγάρια υποφέρουν, ο πόνος δεν είναι μικρός και η τραγική αγωνία κάνει πολλές φορές την εμφάνισή της στην όπερα).
Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ) συμπληρώνει κατά την τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδο είκοσι χρόνια λειτουργίας και πολύτιμης προσφοράς στα μουσικά δρώμενα της χώρας μας. Στο πλαίσιο του κύκλου «Η μουσική Βιέννη στην Αθήνα» παρουσίαση την όπερα Così fan tutte, την οποία είχαμε απολαύσει πριν από περίπου είκοσι χρόνια, τον Νοέμβριο του 1991, υπό τη διεύθυνση του Ivan Fischer, ακριβώς στην ίδια αίθουσα, που τότε ονομαζόταν Αίθουσα Φίλων της Μουσικής.
Μολονότι τότε ήταν η πρώτη πλήρως σκηνοθετημένη όπερα που ανέβαινε στο Μέγαρο, τούτη τη φορά παρουσιάστηκε σε συναυλιακή μορφή (χωρίς σκηνικά και κοστούμια). Ναι, η αλήθεια είναι ότι όταν είχε αναγγελθεί η παραγωγή σε αυτή τη μορφή, αρχικά είχαμε απογοητευτεί, αναλογιζόμενοι ότι πρόκειται για μια κατεξοχήν «θεατρική» όπερα που απαιτεί σκηνικά και κοστούμια. Εντούτοις, παρακολουθώντας τις δύο από κάθε άποψη έξοχες παραστάσεις (29 και 30/4), ομολογούμε ότι αισθανθήκαμε άκρως ικανοποιημένοι και καθόλου ενοχλημένοι από το γεγονός της έλλειψης αυτών. Η παραγωγή ανατέθηκε στις δυνάμεις (σολίστ, χορωδία και ορχήστρα) της Όπερας της Βιέννης και το αποτέλεσμα ήταν όπως αναμενόταν, εξαιρετικό.
Αρχιμουσικός ήταν ο Γάλλος Jérémie Rhorer (άλλοτε βοηθός των William Christie και Marc Minkowski, δύο διευθυντών ορχήστρας εξειδικευμένων στην ερμηνεία της παλιάς μουσικής). Με ακριβώς το ίδιο έργο, τον Φεβρουάριο σημείωσε το ντεμπούτο του στην Όπερα της Βιέννης (οι βιεννέζικες παραστάσεις δόθηκαν στις 25 και 28/2 και 2 και 4/3). Μπορεί οι τραγουδιστές που ακούσαμε στην Αθήνα να μην συμμετείχαν σε αυτές τις παραστάσεις, ωστόσο είχε δοκιμαστεί και καλά δουλευτεί η σχέση του με την εν λόγω όπερα και βεβαίως με την ορχήστρα. Η εμπειρία του από τη συνεργασία του με «σύνολα εποχής», τον οδήγησε σε μια ερμηνεία που σεβόταν το ύφος του συνθέτη και της εποχής του (θυμίζουμε ότι είχαμε τη χαρά να εκτιμήσουμε και παλαιότερα τις αρετές της διεύθυνσής του στη χώρα μας, παρακολουθώντας συναυλία του με το «δικό του» σύνολο, Le Cercle de l’ Harmonie, στον ίδιο χώρο, στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ, 2/7/2009). Η διεύθυνσή του διέθετε ζωντάνια και ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Πέτυχε να φωτίσει με ενδιαφέροντα τρόπο τόσο τις κωμικές όσο και τις τραγικές πλευρές της όπερας αυτής, που αρχίζει ως φάρσα και σταδιακά παίρνει τη μορφή ερωτικού δράματος. Βεβαίως, είχε στη διάθεσή μια πραγματικά εκλεκτή ορχήστρα (ας μην λησμονούμε ότι στην ουσία πρόκειται για τη Φιλαρμονική της Βιέννης!). Η ιδιαίτερη σχέση του συνόλου με το μοτσάρτιο σύμπαν ερχόταν κάθε στιγμή στην επιφάνεια. Απολαύσαμε έναν Mozart πραγματικά βιεννέζικο, με εκλεπτυσμένες και άψογα ολοκληρωμένες μουσικές φράσεις. Ο ήχος ποτέ δεν βάραινε και ούτε στιγμή δεν «καθόταν».
Η ομάδα των τραγουδιστών στάθηκε στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο με την ορχήστρα και τον μαέστρο. Λαβαίνοντας υπόψη την έλλειψη σκηνικών και κοστουμιών, οι μονωδοί κινήθηκαν με θεατρικότατο τρόπο επί σκηνής αυτοσχεδιάζοντας τη δική τους επιτυχημένη σκηνοθεσία. Πιο συγκεκριμένα, τον ρόλο της Fiordiligi κράτησαν οι Caroline Wenborne (29/4) και Μυρτώ Παπαθανασίου (30/4): η πρώτη τραγούδησε με ωραία φωνή και καλή τεχνική, αλλά η Ελληνίδα, ήταν εκείνη που τελικά πλησίασε με μεγαλύτερη επιτυχία το ευαίσθητο και πολύπλευρο πνεύμα του συνθέτη. Η Παπαθανασίου, που σήμερα εμφανίζεται σε μεγάλες σκηνές του εξωτερικού, έπεισε για τη μουσικότητά της και για το σκηνικό της ταλέντο. Επιπλέον, αντιμετώπισε με ευστοχία τις τεχνικές δυσκολίες του απαιτητικότατου ρόλου που επωμίστηκε και υπήρξε υποδειγματικά έξοχη κατά τις μεγάλες άριες, που ζητούν τεράστιες ευκολίες στις νότες τις χαμηλής όσο και σε εκείνες της ψηλής φωνητικής περιοχής.
Η υπόλοιπη διανομή, που ήταν κοινή για τις δύο βραδιές, καλύφθηκε από εξίσου άξιους καλλιτέχνες. Ειδικότερα, η θαυμάσια μεσόφωνος Stephanie Houtzeel, από το 2010 μόνιμο στέλεχος της Όπερας της Βιέννης, προσέγγισε το μέρος της Dorabella με άφθονη γοητεία και καλό γούστο. Το γεμάτο λάμψη και νόημα τραγούδι της, η καλοδουλεμένη τεχνική της και η επί σκηνής κίνησή της, μας κέρδισαν. Την ενσάρκωση των δύο νεαρών ηρώων της όπερας ανέλαβαν οι Adrian Eröd (Guglielmo) και Saimir Pirgu (Ferrando), οι οποίοι αντιμετώπισαν τους ρόλους τους με brio και σπινθηροβόλο πνεύμα. Η φρέσκια φωνή τενόρου του Αλβανού Pirgu, την καριέρα του οποίου παρακολουθούμε με προσοχή τα τελευταία χρόνια, ταιριάζει τόσο σε ρόλους μοτσάρτιους όσο και σε εκείνους του ρομαντικού ρεπερτορίου. Η Despina της Anita Hartig ήταν γεμάτη τσαχπινιά, ενώ ο Don Alfonso του Pietro Spagnoli κέρδιζε σε σοφία, κυνισμό και έμπειρη πονηριά (ο τελευταίος ερμηνεύει τον ρόλο και στην υπέροχη ηχογράφηση της όπερας από τον René Jacobs, Harmonia Mundi HMC901663.65). Υπογραμμίζουμε ότι το λαμπρό αυτό αριστούργημα ζητά όχι απλά μονωδούς με σολιστικές αρετές, αλλά τραγουδιστές που να είναι σε θέση να συνεργαστούν άψογα μεταξύ τους προκειμένου να αποδώσουν τα υπέροχα και τρανών μουσικών και τεχνικών απαιτήσεων ensembles. Οι προαναφερθέντες καλλιτέχνες αποτέλεσαν μια ιδανική ομάδα: ο καθένας ξεχωριστά ήξερε τον τρόπο να «δίνει και να παίρνει», να ανταποκρίνεται στις μουσικές εντάσεις, στα νοήματα ή στις μουσικές προτροπές των συναδέλφων του. Ήταν μια από τις ελάχιστες φορές που παρακολουθούσαμε παραστάσεις του διάσημου αυτού έργου και που δεν διαπιστώσαμε καμία αδυναμία στη διανομή. Άριστες ήταν οι εντυπώσεις που άφησε και η Χορωδία της Κρατικής Όπερας της Βιέννης (προετοιμασμένη από τον Martin Schebesta).
Γνωρίζοντας τη γόνιμη σχέση που έχει αναπτύξει το ΜΜΑ με τους σπουδαιότερους μουσικούς φορείς της αυστριακής πρωτεύουσας, αναμένουμε και άλλες βιεννέζικες παραγωγές ανάλογης ποιότητας.