Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Η μαγική όπερα του Thomas Adès



O Simon Keenlyside στον ρόλο του Prospero.  Φωτο: Metropolitan Opera



Το όνομα του σύγχρονου πολυδιαφημισμένου Βρετανού συνθέτη Thomas Adès (γ. 1971), απόφοιτου του Guildhall School of Music and Drama, έγινε γνωστό στο ευρύτερο φιλόμουσο κοινό το 1997, όταν  κατά τη διάρκεια  περιοδείας της City of Birmingham Symphony Orchestra, ο αρχιμουσικός Sir Simon Rattle, ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του, παρουσίασε το έργο του, με τίτλο Asyla. Σήμερα συνθέσεις του Adès ακούγονται συχνά από μεγάλες ορχήστρες, όπως είναι η Φιλαρμονική του Βερολίνου και η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης.
To 1995 συνέθεσε τη δίπρακτη όπερα δωματίου (την πρώτη του όπερα) με τίτλο Powder Her Face, Op. 14, σε libretto του Philip Hensher. Παρουσιάστηκε στο Μουσικό Φεστιβάλ του Cheltenham και η επιτυχία  που γνώρισε οδήγησε τη Βασιλική Όπερα του Covent Garden να του αναθέσει τη σύνθεση μιας νέας όπερας. Για αυτή την παραγγελία εμπνεύστηκε από το  διάσημο έργο The Tempest (Η Καταιγίδα) του William Shakespeare (το οποίο επίσης είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών συνθετών του παρελθόντος). Μελοποιώντας το libretto της Αυστραλιανής θεατρικής συγγραφέας Meredith Oakes (γ. 1946, από το 1970 έχει ως βάση της το Λονδίνο) πρόσφερε ίσως το αρτιότερό του έργο μέχρι σήμερα, μια συναρπαστική τρίπρακτη όπερα. Η Oakes έδωσε ένα εντελώς νέο κείμενο, αρκετά ενδιαφέρον στο στήσιμό του, το οποίο μόνο την πλοκή του σαιξπηρικού αριστουργήματος υιοθετεί και αυτή μάλιστα με ορισμένες αλλαγές και παραλείψεις. Το κείμενο αποδείχθηκε κατάλληλο και πρόσφορο για μελοποίηση.
Η μουσική γλώσσα του Adès διατηρεί το προσωπικό της στίγμα, εντούτοις δείχνει να οφείλει πολλά σε προγενέστερους μουσουργούς όπως οι Alban Berg, Béla Bartók, Igor Stravinsky, Benjamin Britten και  Kurt Weill. Τα βασικά συστατικά της άρτια οργανωμένης παρτιτούρας είναι ρόλοι καλά λαξευμένοι, εξπρεσιονιστικά εκφραστικά ξεσπάσματα, πλούσια αρμονική γλώσσα, άλλοτε ήπιες και άλλοτε αιχμηρές διάφωνες συγχορδίες, ονειρικές αλληλουχίες τολμηρά κτισμένων αρμονιών, συγχορδίες ιμπρεσιονιστικού χαρακτήρα, ποικίλα ορχηστρικά ηχοχρώματα, διευρυμένοι ηχητικοί όγκοι (ο επιβλητικός ήχος των χάλκινων πνευστών δεσπόζει στη μουσική των Μιλανέζων αυλικών), που άλλοτε αλληλοσυμπληρώνονται και άλλοτε έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, μελωδίες που ξετυλίγονται με εκφραστική ένταση, απότομες εναλλαγές δυναμικής και μια ενορχήστρωση επεξεργασμένη με λεπτότητα, πραγματικά ξεχωριστή. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο συνθέτης μοιάζει να λατρεύει τη ψηλότερη περιοχή της ανθρώπινης φωνής, με αποτέλεσμα σε όλους σχεδόν τους βασικούς ρόλους να την εξερευνά και να την εκμεταλλεύεται, ενίοτε στο έπακρον. Όπως και ο αξεπέραστος Britten στις όπερές του, έτσι και εκείνος  εμβαθύνει προσεκτικά και ψυχογραφεί με τέχνη  τους ήρωές του. 
Η παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας δόθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2004,  από το Covent Garden, με μεγάλη επιτυχία: το κοινό κυριολεκτικά αποθέωσε τον συνθέτη στο τέλος της πρώτης παράστασης. Πιο πρόσφατα, η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (The New York Metropolitan Opera) αποφάσισε να το περιλάβει στο ρεπερτόριο της τρέχουσας καλλιτεχνικής της περιόδου (συμπαραγωγή με την Κρατική Όπερα της Βιέννης και την όπερα του Québec) και στο πλαίσιο των μεταδόσεων Met Live in HD. Έτσι, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε  το έργο, στις 14/11, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη), σε μαγνητοσκοπημένη  μετάδοση από παράσταση που δόθηκε μερικές μέρες νωρίτερα, στις 10/11.
Την παραγωγή υπέγραφε ο Καναδός θεατράνθρωπος Robert Lepage, που για όγδοη φορά στην σταδιοδρομία του καταπιανόταν με τη σαιξπηρική Καταιγίδα. Θυμίζουμε ότι επαινέθηκε από τη μεγαλύτερη μερίδα κοινού και κριτικών (υπήρξαν και αρκετοί διαφωνούντες) για την πρόσφατη παραγωγή του βαγκνερικού  Δαχτυλιδιού (Der Ring des Nibelungen), συνολικού κόστους δεκαέξι εκατομμυρίων δολαρίων, που παρουσιάστηκε επίσης από την Met (2010-2012). O Lepage πέτυχε να αναδείξει τα μαγικά στοιχεία του έργοu του Adès, τις παραμυθένιες, άλλοτε σκοτεινές, άλλοτε ρομαντικές και άλλοτε εφιαλτικές πλευρές. Κατάφερε να ενεργοποιήσει τη δυναμική των ρόλων, πρότεινε εντυπωσιακές σκηνογραφικές επινοήσεις (σκηνικά της Jasmine Catudal), ακροβατικές κινήσεις-χορογραφίες (στην αρχή του έργου βλέπουμε τον Ariel να κρέμεται από έναν πολυέλεο –μάλλον εκείνον της Scala- ενώ από κάτω μαίνεται φοβερή τρικυμία), έξυπνα παιχνίδια με τις σκιές, τα χρώματα και τον φωτισμό (υπεύθυνος φωτισμού, Michel Beaulieu)  και μια πάντα ευφάνταστη κίνηση των τραγουδιστών. Με δυο λόγια, τράβηξε το πέπλο αποκαλύπτοντας έναν ολόκληρο κόσμο ζωηρής φαντασίας και ποικίλων χρωμάτων. 
Το εσωτερικό της Scala του Μιλάνου αποτέλεσε το βασικό θέμα της σκηνογραφίας. Ο Lepage σκέφτηκε να συνδέσει το περίφημο  Μιλανέζικο θέατρο με τον κεντρικό ήρωα της όπερας Μάγο Prospero, Δούκα του Μιλάνου. Το ιταλικό αυτό λυρικό θέατρο του δεκάτου ογδόου αιώνα (εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1778), ήταν ένα από τα πρώτα που διέθεταν τον λαμπρό εκείνο τεχνικό εξοπλισμό, ο οποίος παρείχε τη δυνατότητα σε κάθε ευφάνταστη σκέψη ή εφέ να πραγματοποιηθεί. Έτσι, η πλοκή του έργου, σύμφωνα με τον Lepage, διαδραματίζεται στη σκηνή του  λυρικού θεάτρου, την οποία βλέπουμε από διαφορετικές πλευρές (The Met meets La Scala!). O Prospero κινεί τα νήματα και βρίσκει τον ιδανικό χώρο για να υλοποιήσει τα μαγικά του τεχνάσματα.
Τα κοστούμια της Αυστραλιανής Kym Barrett ήταν πραγματικά παραμυθένια, καλοσχεδιασμένα και λειτουργικά. O γοητευτικός κόσμος των νεραϊδών ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μας με τρόπο εντυπωσιακό και πάντα πειστικό.
Ο Βρετανός βαρύτονος Simon Keenlyside, που κράτησε  τον κεντρικό ρόλο του Prospero, όπως εξάλλου είχε κάνει και  κατά την πρεμιέρα της όπερας στο Λονδίνο (ο ρόλος δημιουργήθηκε ειδικά για εκείνον!), κρίθηκε θαυμάσιος: τραγούδησε με εκφραστική ένταση και ζηλευτή μουσικότητα.  Κινήθηκε στη σκηνή με προσωπικότητα και δυναμισμό μεγάλου σαιξπηρικού ηθοποιού. Χρησιμοποίησε όλο του το σώμα για να αποδώσει τις αγωνίες και τον υψηλό ανθρωπισμό του ήρωα, στον οποίον χάρισε μια νεανική χροιά. Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του ξεχάσαμε τον γερο-Prospero που γνωρίζαμε. Τα πολλά τατουάζ που κάλυπταν το γυμνασμένο σώμα του, του έδιναν τη μορφή ιθαγενούς σε κάποιο μακρινό ξεχασμένο νησί. Ο αριστερός του ώμος σκεπαζόταν από παλτό ανώτατου αξιωματικού του ναυτικού.
Η σοπράνο Audrey Elizabeth Luna (Ariel)  πέτυχε να ερμηνεύσει με άνεση την τρομακτικά υψηλή tessitura του Ariel, με τις πάμπολλες κολορατούρες. Με την είσοδό της στη σκηνή καλείται να ερμηνεύσει δεκαεπτά ψηλά μι (!) και βεβαίως, οι προκλήσεις του ρόλου συνεχίζονται στη διάρκεια της όπερας, με ψηλά φα, ακόμα και σολ. Από τεχνικής άποψης πιθανόν να είναι ο πιο απαιτητικός ρόλος για κολορατούρα που έχει γραφεί. Σε στιγμές οι κολορατούρες ήταν τόσο ψηλές που φάνταζαν περισσότερο σαν εφιαλτικές στριγκλιές παρά σαν οτιδήποτε άλλο. Η ίδια καλλιτέχνις υπήρξε εκπληκτική μέσα στη  λυρική έκσταση του Five fathoms deep (πράξη πρώτη, σκηνή πέμπτη).
Το ζευγάρι των ερωτευμένων Miranda-Ferdinand ερμηνεύτηκε με ρομαντισμό, προσοχή στην ανάδειξη των ωραίων φωνητικών γραμμών και άφθονη ευαισθησία και αθωότητα από τους πολύ καλούς Isabel Leonard, μέτζο, και Alek Shrader, τενόρο: θαυμάσιοι υπήρξαν στο μεγάλο ερωτικό ντουέτο What was before (πράξη δεύτερη, σκηνή τέταρτη). Σημειώνεται ότι ο βελούδινος ήχος των εγχόρδων και ο γλυκός ήχος των ξύλινων πνευστών δέσποζαν στην ενορχήστρωση της μουσικής του ζεύγους.
Οι Iestyn Davies (Trinculo), Alan Oke (Caliban), William Burden (Βασιλέας της Νάπολης), Kevin Burdette (Stefano) και Toby Spence (Antonio) κρίθηκαν εξαιρετικοί στους ρόλους τους: πολύ καλά προετοιμασμένοι και με μεγάλη αίσθηση μουσικοθεατρικής μαγείας  εντόπισαν και υποστήριξαν με την απαιτούμενη ένταση, τόσο τα ζητούμενα της μουσικής όσο και του ποιητικού κειμένου. Πιο συγκεκριμένα, ο τενόρος Burden ερμήνευσε με εκλεπτυσμένη διάθεση τον ρόλο του Βασιλέα-πατέρα, που θεωρεί τον αγαπημένο του γιο πνιγμένο. Επίσης, ο προικισμένος τενόρος Oke, στον ρόλο του Caliban (τον ρόλο είχε επωμισθεί στην πρώτη παγκόσμια παρουσίαση του έργο ο λαμπρός Βρετανός τενόρος Ian Bostridge), ήταν υποδειγματικός στον τρόπο που άρθρωνε τις λέξεις, δίνοντάς τους το κατάλληλο συναισθηματικό βάρος. Οι Davies, κόντρα τενόρος, και Burdette, μπάσος, υπογράμμισαν με νόημα τα χαρακτηριστικά θεατρικά στοιχεία των δικών τους ρόλων.
Τους τραγουδιστές και την ορχήστρα διήθυνε ο ίδιος ο Adès, με παλμό, δραματικό ένστικτο και προσοχή στις λεπτομέρειες. Το ταλέντο του  αναδείχθηκε και από τη θέση του διευθυντού ορχήστρας. Το έργο έχει ωριμάσει στη σκέψη του και η ερμηνεία διέθετε ποιότητες σπάνιες, κυρίως όσον αφορούσε στη ροηκότητα της μουσικής, στις φωνητικές ισορροπίες και στην ανάδειξη των ενορχηστρωτικών στοιχείων.  
Κλείνοντας, αναφέρουμε ότι η χαρισματική σοπράνο Deborah Voigt ανέλαβε τον ρόλο της παρουσίασης της όπερας. Κατά τη  διάρκεια του διαλείμματος συνομίλησε με τους τραγουδιστές, τον σκηνοθέτη και βεβαίως με τον συνθέτη, οι οποίοι της εξέθεσαν τις σκέψεις και τις απόψεις τους σχετικά με το έργο και τη συνεργασία τους με την Met. Απολύτως διαφωτιστική εμπειρία για το κοινό.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Θεσπέσιος Otello από Met



Renée Fleming (Desdemona) και Johann Botha (Otello). Φωτο: Ken Howard/Metropolitan Opera



Οι live μεταδώσεις από τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης συνεχίζονται. Το διάσημο αμερικανικό λυρικό θέατρο γράφει ιστορία, παρουσιάζοντας σε πολλές χώρες του κόσμου, με υψηλών προδιαγραφών και καινοτόμο τρόπο (που ενισχύονται από τις behind the scenes λήψεις και συνεντεύξεις των τραγουδιστών από συναδέλφους τους), κεφαλαιώδους σημασίας μελοδράματα διαφορετικών περιόδων της μουσικής ιστορίας.
 Η Met επιστρατεύει τους λαμπρότερους τραγουδιστές παγκοσμίως, όπως επίσης και μεγάλης κλάσης σκηνοθέτες, σκηνογράφους και ενδυματολόγους, με ουσιαστικές προτάσεις σχετικά με το πώς θα πρέπει να παρουσιάζονται οι όπερες. Οι περισσότερες από τις παραγωγές στη συνέχεια κυκλοφορούν σε DVD, αποτελώντας πρότυπο και ανεκτίμητη κληρονομιά για την τρέχουσα γενιά, όπως και για τις επόμενες. Η όπερα στις μεγαλύτερές της δόξες.
Στις 27/10, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Νίκος Σκαλκώτας), παρακολουθήσαμε μέσω δορυφόρου ζωντανή μετάδοση της όπερας Otello του Giuseppe Verdi, πρώτη σειράς μελοδραμάτων του συνθέτη που παρουσιάζονται φέτος από τη Met, στο πλαίσιο του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη (1813-2013). Σημειώνουμε ότι με αυτή την όπερα, η Met εγκαινίασε το 1948 τις τηλεοπτικές της παρουσιάσεις (τους κεντρικούς ρόλους είχαν κρατήσει οι Ramon Vinay, Otello, και Licia Albanese, Desdemona).
H ιστορία της γέννησης του εν λόγω οπερατικού αριστουργήματος παρουσιάζει ενδιαφέρον: το 1871, έχοντας ολοκληρώσει την όπερα Aida, ο Verdi, καθιερωμένος και τιμημένος, σκέφθηκε ότι ήταν καιρός να αποσυρθεί. Εξάλλου, είχε δώσει μια σειρά από λαμπρές όπερες, που του  είχαν εξασφαλίσει την αθανασία. Ωστόσο, ο εκδότης του, Giulio Ricordi, σκεπτόμενος πρακτικά, δεν μπορούσε να δεχθεί το γεγονός. Έτσι, μετά από πολλές προσπάθειες και πολυδαίδαλα σχέδια (που λίγο έλειψε να πέσουν στο κενό), ο εκδότης σε συνεργασία με τον αρχιμουσικό και συνθέτη Franco Faccio, του πρότειναν να συνθέσει μια όπερα, που θα βασιζόταν στον Otello του αγαπημένου του συγγραφέα, William Shakespeare. Το ποιητικό κείμενο ετοιμάστηκε από τον Arrigo Boito (ποιητή, δημοσιογράφο, αλλά και ταλαντούχο συνθέτη). Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αρχικά, ο Verdi σκέφτηκε να ονομάσει την όπερά του, Iago. Συνέθεσε μια μεγάλη παρτιτούρα που εξερευνά το ανθρώπινο δράμα, τον έρωτα, την κακία, την αμφισβήτηση, τη ζήλεια, την αδικία και το έγκλημα, με ιδιοφυή τρόπο. Η όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά –με θριαμβευτική επιτυχία- τον Φεβρουάριο του 1887, στη Teatro all Scala του Μιλάνου και αποτέλεσε το προτελευταίο αριστούργημα (τελευταία τραγική όπερα) του μουσουργού.
Η παραγωγή της Met, που παρακολουθήσαμε, ήταν αναβίωση εκείνης που για πρώτη φορά είχαν την ευκαιρία να εκτιμήσουν οι Αμερικανοί το 1994. Τότε, τον ρόλο της Desdemona είχε επωμισθεί η Αμερικανίδα σοπράνο Renée Fleming, σημειώνοντας το ντεμπούτο της σε αυτό το λυρικό θέατρο (έκτοτε καταχειροκροτήθηκε στον ίδιο ρόλο πολλές φορές και σε πολλά άλλα μεγάλα λυρικά θέατρα του κόσμου). Η ίδια κράτησε τον ρόλο και στην παράσταση που πρόσφατα απολαύσαμε. Με μεγάλη ευαισθησία, έμπνευση και φωνή γλυκιά, εκφραστική όσο και άψογα δουλεμένη, σε αυτή την ώριμη στιγμή της σταδιοδρομίας της, πέτυχε να αναδείξει όλη τη συγκίνηση, αγάπη και αγνότητα της αιθέριας, εύθραυστης όσο και τραγικής ηρωίδας, που πέφτει θύμα της παράφορης ζήλειας του συζύγου της. Η σπάνια κρεμώδης και άμεσα αναγνωρίσιμη φωνή της, η ατέλειωτη κλίμακα λεπτών ηχοχρωμάτων, τα ζηλευτά pianissimi, η λαμπερή υψηλή φωνητική περιοχή της, το ωραίο legato, ο απόλυτος έλεγχος της αναπνοής  και η υποκριτική της δεινότητα, πάντα λιτή, ευγενική και άμεση, παραμένουν μοναδικές ποιότητες της όμορφης prima donna.
Δίπλα της, στον ρόλο του Otello, ο Nοτιοαφρικανικός τενόρος Johann Botha (που λόγω ασθένειας είχε ακυρώσει τις προηγούμενες εμφανίσεις του) αποδείχθηκε εξίσου συναρπαστικός. Ο ρόλος του μαυριτανού στρατηγού είναι ένας από τους πλέον απαιτητικούς που υπάρχουν για τη φωνή του τενόρου (ας αναλογισθεί κανείς μόνο την tessitura που φθάνει στο υψηλό σι!). O Botha, που περιέλαβε τον ρόλο για πρώτη φορά στο ρεπερτόριό του το 2008, με υποδειγματική συγκέντρωση και φωνή ανθεκτική και μεγάλης έκτασης, μπήκε στο πετσί του ήρωα. Το ωραίο ηχόχρωμα του οργάνου του,  ο έλεγχος της φωνητικής γραμμής και ο γεμάτος σημασία τρόπος με τον οποίο έδινε έμφαση στις λέξεις του κειμένου, έπεισαν ότι πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ενσαρκωτές του ρόλου. Το διάσημο ερωτικό ντουέτο Otello-Desdemona, Già nella notte densa s'estingue ogni clamor, με το οποίο κλείνει η πρώτη πράξη, κρίθηκε υποδειγματικό στην ονειρεμένη και γεμάτη λυρισμό ερμηνεία του, που έτυχε από τον ίδιο και την Fleming: οι δύο καλλιτέχνες αλληλοσυμπληρώνονταν με μεγάλη τέχνη. Το μεγάλο σωματικό βάρος του Botha δεν τον εμπόδισε να κινηθεί και να εκφραστεί με άνεση επί σκηνής. Κυρίως, ήταν τα μάτια και η έκφραση του προσώπου του, που με τόση ευστοχία μαρτυρούσαν ότι βίωνε σε βάθος τόσο των έρωτα αλλά και τη ζήλεια που τύφλωσε και οδήγησε στο έγκλημα τον ήρωα: αισθανόσουν ότι τον είχε καταλάβει ένας άλλο εαυτός, που τον οδηγούσε στην απόλυτη καταστροφή. Η εξέλιξη του ρόλου και το στάδια κατά τα οποία  ο Otello οδηγείται στο να πνίξει τη γυναίκα του και μετά να βάλει τέλος και στη δική του ζωή, υποστηρίχθηκαν με δραματικότητα έκφρασης και επιβλητικό θάρρος από τον λυρικό καλλιτέχνη.
Τον ρόλο του Iago ανέλαβε Γερμανός μπασοβαρύτονος Falk Struckmann, τον οποίον έχουμε επανειλημμένως θαυμάσει σε μεγάλες παραγωγές της Κρατικής Όπερας του Βερολίνου και της Κρατικής Όπερας της Βιέννης. Με τεράστια δραματική ένταση, πληρότητα σκέψης, έξυπνη χρήση των φωνηέντων του ποιητικού κειμένου (libretto), μουσικότητα και χωρίς υπερβολές στην έκφραση, πέτυχε να φέρει στο προσκήνιο το μοχθηρό πνεύμα του δολοπλόκου και ραδιούργου ήρωα που ενσάρκωνε: το περίφημο Credo (άρια της Δεύτερης Πράξης) ήταν εμποτισμένο με μίσος και σατανικό μένος.
O νεαρός Αμερικανός τενόρος Michael Fabiano έδωσε με ευφορία διάσταση στον ρόλο του Cassio. Ξεχώρισε για τη φωνητική και τεχνική του σιγουριά, την ωραία σκηνική του παρουσία και την  κίνηση ικανότατου αθλητή κατά τη διάρκεια των ξιφομαχιών.
Το σχετικά σύντομο μέρος του Lodovico, κράτησε με εντυπωσιακά γεμάτη και στρογγυλή φωνή, ο βετεράνος Αμερικανός μπασοβαρύτονος James Morris, που στο παρελθόν είχε υπάρξει θαυμάσιος Iago (ποιος μπορεί να ξεχάσει τις υπέροχες ενσαρκώσεις του βαγκνερικού Wotan, στο ίδιο θέατρο, τη δεκαετία του 1990;).
Τους μικρότερους ρόλους απέδωσαν πολύ καλά οι  Eduardo Valdes (Roderigo), Renée Tatum (Emilia) και Luthando Qave (Αγγελιοφόρος).
Η όπως πάντα καλά προετοιμασμένη χορωδία αποδείχθηκε ιδανική στις δραματικές κορυφώσεις των μερών της.  
O Ρώσος αρχιμουσικός Semyon Bychkov, επικεφαλής της άρτιας ορχήστρας του λυρικού θεάτρου, επιλέγοντας καλά ζυγισμένες ταχύτητες, πρόσφερε μια εξαιρετικά οργανωμένη και μεστή ανάγνωση της παρτιτούρας. Υπογράμμισε με προσοχή τις σκοτεινές-απειλητικές στιγμές. Είχε διευθύνει για πρώτη φορά την όπερα αυτή, στην ίδια λυρική σκηνή, το 2008, με πρωταγωνιστή τον Botha, που όπως προαναφέρθηκε, τότε επίσης προσέγγιζε για πρώτη φορά τον Otello.
Οι Michael Yeargan (σκηνοθεσία), Elijah Moshinsky (σκηνικά), Peter J. Hall (κοστούμια) και Duane Schuler (φωτισμοί) σχεδίασαν και έστησαν μια πειστικότατη όσο και πλουσιοπάροχη παραγωγή, που πατούσε γερά στις στέρεες βάσεις της παράδοσης και στεκόταν πιστή στο πνεύμα του Verdi. Η Met, φρόνιμα σκεπτόμενη, προτίμησε την αναβίωση της επιτυχημένης και δοκιμασμένης αυτής παραγωγής (που είχε συναντήσει την ολόθερμη ανταπόκριση του κοινού και των κριτικών), έτσι αποφεύγοντας το υπέρογκο κόστος μιας νέας. Η σκηνοθετική άποψη με σοβαρότητα και ευστοχία ανέγνωσε τόσο τις διαστάσεις των χαρακτήρων όσο και το σκοτεινό δράμα που ξετυλίγεται με σταθερά βήματα. Η σωστή κινησιολογία των μονωδών και της χορωδίας, οι αναγεννησιακές εικόνες, τα πλούσια σκηνικά, τα πολύχρωμα κοστούμια και οι έξυπνοι φωτισμοί, συνεισέφεραν ουσιαστικά σε αυτό το θεσπέσιο ανέβασμα, δημιούργησαν ένταση και πρόσφεραν απόλαυση στα μάτια.