Renée Fleming (Desdemona) και Johann Botha (Otello). Φωτο: Ken Howard/Metropolitan Opera |
Οι
live μεταδώσεις
από τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης συνεχίζονται. Το διάσημο αμερικανικό
λυρικό θέατρο γράφει ιστορία, παρουσιάζοντας σε πολλές χώρες του κόσμου, με υψηλών
προδιαγραφών και καινοτόμο τρόπο (που ενισχύονται από τις behind the scenes λήψεις και συνεντεύξεις των
τραγουδιστών από συναδέλφους τους), κεφαλαιώδους σημασίας μελοδράματα διαφορετικών περιόδων της
μουσικής ιστορίας.
Η Met
επιστρατεύει τους λαμπρότερους τραγουδιστές παγκοσμίως, όπως επίσης και
μεγάλης κλάσης σκηνοθέτες, σκηνογράφους και ενδυματολόγους, με ουσιαστικές
προτάσεις σχετικά με το πώς θα πρέπει να παρουσιάζονται οι όπερες. Οι
περισσότερες από τις παραγωγές στη συνέχεια κυκλοφορούν σε DVD, αποτελώντας πρότυπο και ανεκτίμητη κληρονομιά για την τρέχουσα γενιά, όπως και για
τις επόμενες. Η όπερα στις μεγαλύτερές της δόξες.
Στις
27/10, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Νίκος Σκαλκώτας), παρακολουθήσαμε
μέσω δορυφόρου ζωντανή μετάδοση της όπερας Otello του Giuseppe
Verdi, πρώτη σειράς μελοδραμάτων του συνθέτη που παρουσιάζονται
φέτος από τη Met, στο πλαίσιο του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από τη
γέννηση του συνθέτη (1813-2013). Σημειώνουμε ότι με αυτή την όπερα, η Met εγκαινίασε
το 1948 τις τηλεοπτικές της παρουσιάσεις (τους κεντρικούς ρόλους είχαν
κρατήσει οι Ramon Vinay, Otello, και Licia Albanese, Desdemona).
H ιστορία της γέννησης του εν λόγω
οπερατικού αριστουργήματος παρουσιάζει ενδιαφέρον: το 1871, έχοντας ολοκληρώσει
την όπερα Aida, ο Verdi, καθιερωμένος και τιμημένος, σκέφθηκε ότι ήταν καιρός να
αποσυρθεί. Εξάλλου, είχε δώσει μια σειρά από λαμπρές όπερες, που του είχαν εξασφαλίσει την αθανασία. Ωστόσο, ο
εκδότης του, Giulio
Ricordi, σκεπτόμενος πρακτικά, δεν μπορούσε να δεχθεί το γεγονός.
Έτσι, μετά από πολλές προσπάθειες και πολυδαίδαλα σχέδια (που λίγο έλειψε να
πέσουν στο κενό), ο εκδότης σε συνεργασία με τον αρχιμουσικό και συνθέτη Franco Faccio, του πρότειναν να συνθέσει μια όπερα, που θα βασιζόταν στον
Otello του
αγαπημένου του συγγραφέα, William
Shakespeare. Το ποιητικό κείμενο ετοιμάστηκε από τον Arrigo Boito (ποιητή, δημοσιογράφο, αλλά και ταλαντούχο συνθέτη). Είναι
αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αρχικά, ο Verdi σκέφτηκε να ονομάσει την όπερά του, Iago. Συνέθεσε μια μεγάλη παρτιτούρα που
εξερευνά το ανθρώπινο δράμα, τον έρωτα, την κακία, την αμφισβήτηση, τη ζήλεια,
την αδικία και το έγκλημα, με ιδιοφυή τρόπο. Η όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη
φορά –με θριαμβευτική επιτυχία- τον Φεβρουάριο του 1887, στη Teatro all Scala του Μιλάνου και αποτέλεσε το
προτελευταίο αριστούργημα (τελευταία τραγική όπερα) του μουσουργού.
Η
παραγωγή της Met, που παρακολουθήσαμε, ήταν αναβίωση εκείνης που για πρώτη
φορά είχαν την ευκαιρία να εκτιμήσουν οι Αμερικανοί το 1994. Τότε, τον ρόλο της Desdemona είχε επωμισθεί η Αμερικανίδα σοπράνο Renée Fleming, σημειώνοντας το ντεμπούτο της σε αυτό το λυρικό
θέατρο (έκτοτε καταχειροκροτήθηκε στον ίδιο ρόλο πολλές φορές και σε πολλά άλλα
μεγάλα λυρικά θέατρα του κόσμου). Η ίδια κράτησε τον ρόλο και στην παράσταση
που πρόσφατα απολαύσαμε. Με μεγάλη ευαισθησία, έμπνευση και φωνή γλυκιά,
εκφραστική όσο και άψογα δουλεμένη, σε αυτή την ώριμη στιγμή της σταδιοδρομίας
της, πέτυχε να αναδείξει όλη τη συγκίνηση, αγάπη και αγνότητα της αιθέριας,
εύθραυστης όσο και τραγικής ηρωίδας, που πέφτει θύμα της παράφορης ζήλειας του
συζύγου της. Η σπάνια κρεμώδης και άμεσα αναγνωρίσιμη φωνή της, η ατέλειωτη
κλίμακα λεπτών ηχοχρωμάτων, τα ζηλευτά pianissimi, η λαμπερή υψηλή φωνητική περιοχή της, το ωραίο legato, ο απόλυτος έλεγχος της αναπνοής και η υποκριτική της δεινότητα, πάντα λιτή,
ευγενική και άμεση, παραμένουν μοναδικές ποιότητες της όμορφης prima donna.
Δίπλα
της, στον ρόλο του Otello, ο Nοτιοαφρικανικός
τενόρος Johann
Botha (που λόγω ασθένειας είχε ακυρώσει τις προηγούμενες
εμφανίσεις του) αποδείχθηκε εξίσου συναρπαστικός. Ο ρόλος του μαυριτανού
στρατηγού είναι ένας από τους πλέον απαιτητικούς που υπάρχουν για τη φωνή του
τενόρου (ας αναλογισθεί κανείς μόνο την tessitura που φθάνει στο υψηλό σι!). O Botha, που περιέλαβε τον ρόλο για πρώτη φορά στο ρεπερτόριό του
το 2008, με υποδειγματική συγκέντρωση και φωνή ανθεκτική και μεγάλης έκτασης,
μπήκε στο πετσί του ήρωα. Το ωραίο ηχόχρωμα του οργάνου του, ο έλεγχος της φωνητικής γραμμής και ο
γεμάτος σημασία τρόπος με τον οποίο έδινε έμφαση στις λέξεις του κειμένου, έπεισαν ότι
πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ενσαρκωτές του ρόλου. Το
διάσημο ερωτικό ντουέτο Otello-Desdemona, Già nella notte densa s'estingue ogni clamor, με το οποίο κλείνει η πρώτη πράξη, κρίθηκε
υποδειγματικό στην ονειρεμένη και γεμάτη λυρισμό ερμηνεία του, που έτυχε από τον
ίδιο και την Fleming: οι δύο καλλιτέχνες αλληλοσυμπληρώνονταν με μεγάλη τέχνη. Το
μεγάλο σωματικό βάρος του Botha δεν
τον εμπόδισε να κινηθεί και να εκφραστεί με άνεση επί σκηνής. Κυρίως, ήταν τα
μάτια και η έκφραση του προσώπου του, που με τόση ευστοχία μαρτυρούσαν ότι
βίωνε σε βάθος τόσο των έρωτα αλλά και τη ζήλεια που τύφλωσε και οδήγησε στο έγκλημα τον ήρωα: αισθανόσουν ότι τον είχε καταλάβει ένας άλλο
εαυτός, που τον οδηγούσε στην απόλυτη καταστροφή. Η εξέλιξη του ρόλου και το
στάδια κατά τα οποία ο Otello οδηγείται
στο να πνίξει τη γυναίκα του και μετά να βάλει τέλος και στη δική του ζωή,
υποστηρίχθηκαν με δραματικότητα έκφρασης και επιβλητικό θάρρος από τον λυρικό καλλιτέχνη.
Τον
ρόλο του Iago ανέλαβε Γερμανός μπασοβαρύτονος Falk
Struckmann, τον οποίον έχουμε επανειλημμένως θαυμάσει σε μεγάλες
παραγωγές της Κρατικής Όπερας του Βερολίνου και της Κρατικής Όπερας της
Βιέννης. Με τεράστια δραματική ένταση, πληρότητα σκέψης, έξυπνη χρήση των φωνηέντων
του ποιητικού κειμένου (libretto),
μουσικότητα και χωρίς υπερβολές στην έκφραση, πέτυχε να φέρει στο προσκήνιο το
μοχθηρό πνεύμα του δολοπλόκου και ραδιούργου ήρωα που ενσάρκωνε: το περίφημο Credo
(άρια της Δεύτερης Πράξης) ήταν εμποτισμένο με μίσος και σατανικό μένος.
O
νεαρός Αμερικανός τενόρος Michael
Fabiano έδωσε με ευφορία διάσταση στον ρόλο του
Cassio. Ξεχώρισε για τη φωνητική και τεχνική του σιγουριά, την ωραία
σκηνική του παρουσία και την κίνηση
ικανότατου αθλητή κατά τη διάρκεια των ξιφομαχιών.
Το
σχετικά σύντομο μέρος του Lodovico,
κράτησε με εντυπωσιακά γεμάτη και στρογγυλή φωνή, ο βετεράνος Αμερικανός
μπασοβαρύτονος James Morris, που στο παρελθόν είχε υπάρξει θαυμάσιος Iago (ποιος μπορεί να ξεχάσει τις υπέροχες ενσαρκώσεις του
βαγκνερικού Wotan, στο ίδιο θέατρο, τη δεκαετία του 1990;).
Τους
μικρότερους ρόλους απέδωσαν πολύ καλά οι Eduardo
Valdes (Roderigo),
Renée Tatum (Emilia) και Luthando Qave (Αγγελιοφόρος).
Η
όπως πάντα καλά προετοιμασμένη χορωδία αποδείχθηκε ιδανική στις δραματικές
κορυφώσεις των μερών της.
O Ρώσος αρχιμουσικός Semyon Bychkov, επικεφαλής της άρτιας ορχήστρας του λυρικού θεάτρου,
επιλέγοντας καλά ζυγισμένες ταχύτητες, πρόσφερε μια εξαιρετικά οργανωμένη και μεστή
ανάγνωση της παρτιτούρας. Υπογράμμισε με προσοχή τις σκοτεινές-απειλητικές στιγμές. Είχε
διευθύνει για πρώτη φορά την όπερα αυτή, στην ίδια λυρική σκηνή, το 2008, με πρωταγωνιστή τον Botha, που όπως προαναφέρθηκε, τότε επίσης προσέγγιζε για πρώτη φορά τον Otello.
Οι Michael Yeargan (σκηνοθεσία), Elijah
Moshinsky (σκηνικά), Peter
J. Hall (κοστούμια) και Duane
Schuler (φωτισμοί) σχεδίασαν και έστησαν μια πειστικότατη όσο και
πλουσιοπάροχη παραγωγή, που πατούσε γερά στις στέρεες βάσεις της παράδοσης και
στεκόταν πιστή στο πνεύμα του Verdi. Η Met, φρόνιμα
σκεπτόμενη, προτίμησε την αναβίωση της επιτυχημένης και δοκιμασμένης αυτής
παραγωγής (που είχε συναντήσει την ολόθερμη ανταπόκριση του κοινού και των κριτικών), έτσι
αποφεύγοντας το υπέρογκο κόστος μιας νέας. Η σκηνοθετική άποψη με
σοβαρότητα και ευστοχία ανέγνωσε τόσο τις διαστάσεις των χαρακτήρων όσο και το σκοτεινό δράμα
που ξετυλίγεται με σταθερά βήματα. Η σωστή κινησιολογία των μονωδών και της
χορωδίας, οι αναγεννησιακές εικόνες, τα πλούσια σκηνικά, τα πολύχρωμα κοστούμια
και οι έξυπνοι φωτισμοί, συνεισέφεραν ουσιαστικά σε αυτό το θεσπέσιο ανέβασμα,
δημιούργησαν ένταση και πρόσφεραν απόλαυση στα μάτια.