Roberto Alagna και Patricia Racette σε σκηνή από την «Tosca». Φωτο: Metropolitan Opera/Marty Sohl.
|
Ετεροχρονισμένα προβλήθηκαν στην Αθήνα
οι δύο τελευταίες μεταδόσεις της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης
(The Metropolitan Opera) στο πλαίσιο του κύκλου The Met: Live in HD: η
παράσταση της Tosca του Giacomo Puccini παρουσιάστηκε διεθνώς το
Σάββατο 9/11 και εμείς την είδαμε την επόμενη μέρα, 10/11, στην Αίθουσα Χρήστος
Λαμπράκης), ενώ η παράσταση του Falstaff του Giuseppe Verdi
παρουσιάστηκε διεθνώς το Σάββατο 14/12 και εμείς την είδαμε την Δευτέρα 16/12.
Μπορεί η αίσθηση της ζωντανής παρακολούθησης να μην προσφέρθηκε, εντούτοις δεν
στερηθήκαμε την ικανοποίηση της απόλαυσης δύο παραγωγών πραγματικά εκλεκτών.
Ειδικότερα, όσον αφορά στην Tosca,
η παραγωγή του Ελβετού Luc Bondy, που έχει διακριθεί τόσο ως σκηνοθέτης
θεάτρου όσο και μελοδράματος, είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Met, το
2009, αντικαθιστώντας την παλαιότερη του Ιταλού Franco Zeffirelli, που
παιζόταν από το 1985. Ήταν η πρώτη συνεργασία του Bondy με την Met. Ο Zeffirelli,
αυτός ο σήμερα ενενηντάχρονος θρυλικός σκηνοθέτης (που το 1964 στη Βασιλική
Όπερα Covent Garden του Λονδίνου, είχε σκηνοθετήσει την παραγωγή της ίδιας
όπερας, με πρωταγωνιστές τη Μαρία Κάλλας και τον Tito Gobbi),
εκφράστηκε με αρνητικά σχόλια για την εν λόγω παραγωγή του ομοτέχνου του, όπως
και για τις γενικότερες σκηνοθετικές του ικανότητές του. Ωστόσο, είναι δύσκολο
να παραβλέψει κανείς τις πολλές αρετές της φαντασίας και του γούστου του Bondy.
Οι προσεγγίσεις του στην όπερα γίνονται πάντα με σκέψη και προσοχή. Ο ίδιος
λατρεύει την Tosca, αντιλαμβάνεται τα θεμελιώδη οπερατικά στοιχεία τα
οποία την συγκροτούν και εμπνέεται από το γεγονός ότι η ηρωίδα είναι η ίδια μια
diva της όπερας. Σέβεται την παρτιτούρα και προσπαθεί να φωτίσει τα νοήματα της
δράσης, χωρίς να παραβλέπει τις ανάγκες της ίδιας της μουσικής. Όταν
παρουσιάστηκε για πρώτη φορά αυτή η παραγωγή της Met, αμέσως εντάχθηκε στον
κύκλο των ζωντανών μεταδόσεων. Τον ρόλο της Tosca είχε κρατήσει η Karita
Mattila, εκείνον του Mario Cavaradossi, o Marcelo Alvarez,
και του Scarpia, o George Gagnidze. Στο podium ήταν ο James Levine.
Το κοινό είχε εκφραστεί με ενθουσιασμό προς τους τραγουδιστές, αλλά δεν δίστασε
να εκφράσει την έντονη αποδοκιμασία του στον σκηνοθέτη. Κατά την πρεμιέρα, τα
γιουχαΐσματα που ακούστηκαν όταν εμφανίστηκε στη σκηνή ο Bondy και η
ομάδα του, ήταν άνευ προηγουμένου. Ο Bondy, θέλοντας να κινηθεί μακριά
από την πολυτελή και αρκετά μεγαλοπρεπή άποψη του Zeffirelli, πρότεινε
ένα σκηνικό αρκετά πιο αφαιρετικό. Το εσωτερικό του ναού, όπως παρουσιάζεται
στην πρώτη πράξη, είναι αρκετά λιτό και αυστηρό. Στη δεύτερη πράξη, το
διαμέρισμα του Βαρόνου Scarpia διακοσμούν λίγα έπιπλα, δεσπόζουν κατακόκκινοι
καναπέδες, πάνω στους οποίους ακκίζονται τρεις ημίγυμνες πόρνες (η εικόνα ενός
πολυτελούς οίκου ανοχής αμέσως έρχεται στο νου). Στην τρίτη πράξη, η οροφή του
Castel Sant'Angelo είναι περίπου άδεια. Εντούτοις, προσπαθεί να έρθει πιο κοντά
στους ήρωες, ειδικά στο ζεύγος των ερωτευμένων (Tosca-Cavaradossi) και να
τους κοιτάξει με ενδιαφέρον στα μάτια. Ναι, η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές
οι επιλογές του είναι αρκετά ιδιαίτερες: λ.χ. στο τέλος της πρώτης πράξης,
βλέπουμε τον Scarpia να αγκαλιάζει με αισθησιακό τρόπο ένα άγαλμα της Παναγίας
ή στην δεύτερη πράξη, παρακολουθούμε την Tosca να προετοιμάζει την
δολοφονία του Scarpia κρύβοντας το μαχαίρι κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ στον
οποίον έχει η ίδια ξαπλώσει και χτυπώντας τον απεχθή Βαρόνο θανάσιμα την ώρα
που εκείνος πέφτει πάνω της για να της κάνει έρωτα ή δεν βλέπουμε την Tosca,
όπως συνήθως συμβαίνει, να τοποθετεί κεριά γύρω από το πτώμα του βασανιστή πριν
από την έξοδό της (αντί αυτού, σύμφωνα με την εν λόγω σκηνοθεσία, κοιτάζει έξω
από το παράθυρο αναλογιζόμενη μάλλον την αυτοκτονία), ή στην τελευταία πράξη,
πριν να πηδήξει αυτοκτονώντας, την παρακολουθούμε να ψάξει με νευρικότητα την
έξοδο, πηγαίνοντας πίσω μπρος.
Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε, οι
τραγουδιστές έδειξαν απολύτως σίγουροι για την σκηνοθετική άποψη του Bondy
και των συνεργατών του (σκηνικά του Richard Peduzzi, κοστούμια της Milena
Canonero και φωτισμοί του Max Keller).
Τον ρόλο της Tosca επωμίσθηκε η Patricia
Racette αποδίδοντας με ωραία φωνή, γνήσιο πουτσίνιο φραζάρισμα και πάθος.
Δίπλα της, o Roberto Alagna, σε εξαιρετική φόρμα, πρόσφερε έναν
Cavaradossi εντυπωσιακά άψογο: οι φωνητικές και υποκριτικές του ποιότητες
έλαμψαν απολύτως. Υπήρξε συγκινητικός στη διάσημη άρια της τρίτης πράξης (E
lucevan le stele).
Τον ρόλο του Scarpia, όπως ακριβώς και
στην πρεμιέρα αυτής της παραγωγής (2009) κράτησε ο Gagnidze υπογραμμίζοντας
την μοχθηρότητα του ήρωα που ενσάρκωνε με καλοστημένη φωνή και βέβαιη τεχνική.
Από την ενσάρκωσή του, μας έλλειψε κάπως η απαιτούμενη αριστοκρατική χροιά που
έδιναν στον ρόλο, μεγάλοι βαρύτονοι παλαιότεροι ή σύγχρονοι, λ.χ. George
London, Gobbi, Giuseppe Taddei, Sherrill Milnes, Samuel
Ramey και Ruggero Raimondi. Ειδικά ο τελευταίος κτίζει έναν
αρρωστημένα επικίνδυνο, λάγνο, ανήθικο και όντως απαίσιο και σατανικό, αλλά
όμως και απόλυτα αριστοκρατικό Scarpia. Για τον γράφοντα, ο Raimondi είναι
ο τρομακτικότερος Scarpia όλων (πραγματικός σαδιστής!), ενώ δίπλα του ορισμένοι
άλλοι βαρύτονοι ή μπασοβαρύτονοι μοιάζουν άκακα γατάκια σε αυτόν τον ρόλο.
Ασφαλώς, δύσκολα τον ξεπερνάει κανείς στο αναλυτικό ψυχογραφικό στήσιμο και στη
μεγαλειώδη κλιμάκωση του Te Deum της πρώτης πράξης (ευτυχώς οι
εκπληκτικές ενσαρκώσεις του έχουν απαθανατιστεί σε DVD).
Η διανομή των μικρότερων ρόλων κρίθηκε
ποιοτική και χωρίς αδυναμίες: Richard Bernstein (Angelotti), John del
Carlo (νεωκόρος), Eduardo Valdes (Spoletta), James Courtney
(Sciarrone), Ryan Speedo Green (δεσμοφύλακας) και Seth Ewing- Crystal
(βοσκός).
Η χορωδία της Met απέδωσε με
επιβλητικό και μεγαλοπρεπή ήχο στην πρώτη πράξη.
Ο Ιταλός αρχιμουσικός Riccardo
Frizza, που σημείωσε το ντεμπούτο του στη Met το 2009 διευθύνοντας Rigoletto
(Giuseppe Verdi), έχοντας στη διάθεσή του την υψηλών προδιαγραφών
ορχήστρα του κορυφαίου αμερικανικού λυρικού θεάτρου, στήριξε με ενδιαφέρον τους
τραγουδιστές και έφερε στην επιφάνεια τα πλούσια ορχηστρικά στοιχεία της
παρτιτούρας, τις λαμπρές μελωδίες, τα ποικίλα συναισθήματα και τις λεπτομέρειες
της έξοχης ενορχήστρωσης. Βρήκαμε ότι θα μπορούσε να είχε φορτίσει την
σκηνή του βασανισμού της δεύτερης πράξης, με ακόμη περισσότερη ένταση, αλλά σε
κάθε περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι είναι άνθρωπος του θεάτρου και
αντιλαμβάνεται σωστά το timing και το πώς θα αναδείξει τόσο τα δραματικά όσο
και τα λυρικά στοιχεία.
Η άλλη μετάδοση, που παρακολουθήσαμε
πρόσφατα από την Met, πρόσφερε μια απολαυστική παράσταση της όπερας Falstaff
του Verdi. Πρόκειται για την τελευταία όπερα του συνθέτη, που
παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 9/2/1893, σε libretto του Arrigo Boito,
ιταλού ποιητή και προικισμένου συνθέτη. Ο William Shakespeare, ένας από
τους πολυαγαπημένους συγγραφείς του Verdi, αποτελεί για μια ακόμα φορά και
τελευταία, πηγή έμπνευσης: τα θεατρικά έργα με τίτλους Οι Εύθυμες
Κυράδες του Windsor (The Merry Wives of Windsor) και Ερρίκος Δ´
(Henry IV) αποτελούν τη βάση του ποιητικού κειμένου που μελοποιείται. Ο Gioachino
Rossini πίστευε ότι ο Verdi, τον οποίον βεβαίως ξεχώριζε και
εκτιμούσε ιδιαίτερα, δεν ήταν σε θέση να γράψει μια κωμική όπερα.
Εντούτοις, ο Verdi, στο τέλος
της ζωής του, δίνει ίσως το πιο φρέσκο και αυθόρμητο από τα δημιουργήματά του.
Στα εβδομήντα εννέα του χρόνια βρίσκει νέα πηγή έμπνευσης και παραδίδει μια
παρτιτούρα ξέχειλη από δροσερό χιούμορ, ευαισθησία και μουσική υψηλής
κλάσης. Δεν πρόκειται για μια απλή κωμική όπερα, μια opera buffa, αλλά για ένα
φιλοσοφικό έργο, με αρκετά στοιχεία μελαγχολίας και πικρίας. Βλέπουμε τη ζωή
μέσα από τα μάτια του ήρωα Falstaff και του κύκλου του. Τόσο ο Shakespeare
όσο και ο Verdi (αλλά και ο Boito) δίνουν τη δική τους άποψη για
τη ζωή και τον άνθρωπο. Αξίζει να αναφερθεί ότι η αντιστικτική γραφή της
όπερας, αποτελεί από μόνη της αντικείμενο άξιο μελέτης. Στην παρτιτούρα μπορεί
κανείς να θαυμάσει την απόλυτη μαστοριά του μέγα Verdi, ο οποίος
εξερευνά νέα μονοπάτια, μια νέα μουσική γλώσσα, που χαρακτηρίζεται από
καινοτόμα αντιστικτικά, αρμονικά και ενορχηστρωτικά στοιχεία.
Τη νέα παραγωγή της Met (που
αντικατέστησε εκείνη του Zeffirelli, που είχε πρωτοανέβει το
1964!) σκηνοθέτησε ο Καναδός σκηνοθέτης Robert Carsen, ο οποίος από την
αρχή της σταδιοδρομίας θέλησε να ειδικευτεί στη σκηνοθεσία όπερας. Πρόκειται
για συμπαραγωγή πέντε μεγάλων λυρικών θεάτρων: της Scala του Μιλάνου, της
Βασιλικής Όπερας Covent Garden του Λονδίνου, της Canadian Opera Company, της
Όπερας της Ολλανδίας και της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης. Πρότεινε
μια φρέσκια άποψη της υπόθεσης, μεταθέτοντάς την στην Αγγλία της δεκαετίας του
1950, όταν η χώρα προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Το πανδοχείο όπου διαμένει ο Falstaff έχει μετατραπεί σε ξενοδοχείο κοντά στο
Windsor: σημειώνουμε, ότι εκείνη την εποχή ιδιοκτήτες πολυτελών κατοικιών
δημιουργούσαν πολυτελή ξενοδοχεία από τα πολλά δωμάτια και τους μεγάλους
χώρους, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις και να
ζήσουν άνετα. Σε αυτή την παραγωγή, λοιπόν, παρακολουθούμε τον πρωταγωνιστή να
περιτριγυρίζεται από προσωπικό ξενοδοχείου και να ερωτοτροπεί με την Alice μέσα
σε μια κουζίνα. Σε άλλη σκηνή παρακολουθούμε τις κυρίες να παίρνουν το τσάι
τους στα σαλόνια, ενώ στην αρχή της τρίτης πράξης βλέπουμε τον Sir John να
απευθύνεται σε ένα πραγματικό άλογο, το οποίο απασχολείται τρώγοντας σανό. Η
μαγική σκηνή του δάσους διαθέτει όλη την παραμυθένια ατμόσφαιρα και ήταν με
νόημα φωτισμένη δίνοντας την αίσθηση του φεγγαρόφωτος. Σίγουρα, ο Carsten υποστήριξε
μια σκηνοθεσία συναρπαστική, ευφυέστατη, δουλεμένη στη λεπτομέρεια και
κινούμενη με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς. Ενθάρρυνε τους τραγουδιστές να
παίξουν με την ενέργεια ταλαντούχων ηθοποιών. Και τα κατάφερε θαυμάσια. Τα
εύστοχα και μέσα στο κλίμα της εποχής συμβολικά σκηνικά του Paul Steinberg,
τα πολύχρωμα κοστούμια της Brigitte Reiffenstuel και οι λειτουργικοί
φωτισμοί του Carsten και του Peter Van Praet, συνεισέφεραν στο
σφαιρικά άρτιο αποτέλεσμα.
Στο podium απολαύσαμε μετά από τη
μεγάλη απουσία του για σοβαρούς λόγους υγείας, τον James Levine, έναν
από τους σημαντικότερους αρχιμουσικούς όπερας της εποχής μας. Πριν ακόμα
διευθύνει μια νότα, το κοινό τον υποδέχθηκε με παρατεταμένο χειροκρότημα και
ζωηρές επευφημίες. Ο Levine διευθύνει καθισμένος σε ειδική μηχανοκίνητη
καρέκλα που κινείται ανάλογα με τις ανάγκες. Εντούτοις, ο περιορισμός αυτός,
δεν εμποδίζει καθόλου την διάθεση του μαέστρου, ο οποίος επιστρέφει με
ανανεωμένες δυνάμεις. Γνωρίζει το τελευταίο οπερατικό δημιούργημα του Verdi
σε βάθος και ξέρει πώς να φωτίσει κάθε του πτυχή, είτε πρόκειται για την
αισιόδοξη πλευρά, είτε για την πιο μελαγχολική και στοχαστική. Είναι κοινό μυστικό
ότι η παρτιτούρα του Falstaff είναι μια από τις τεχνικά δυσκολότερες πλήρους
του ρεπερτορίου. Οι ποικίλοι συνδυασμοί ρυθμών, που συχνά εναλλάσσονται
ταχύτατα, και η απαιτητική αντιστικτική γραφή (η παρτιτούρα αποτελεί πραγματικό
υπόδειγμα αντιστικτικής τελειότητας με μια ανεπτυγμένη Φούγκα το τέλος!)
προκαλούν φοβίες σε αδύναμους μαέστρους. Και δικαίως! Στη διεύθυνση του Levine
θαύμαζε κανείς το σπουδαίο ταλέντο του, την ρυθμική ακρίβεια, την αγάπη
και γνώση του για την ανθρώπινη φωνή, τη γνώση του ύστερου βερντιάνικου
ιδιώματος και την άμεση ανταπόκρισή του στα εκφραστικά ζητούμενα του έργου. Να,
μια συμπαγής διεύθυνση που οφείλει να αποτελεί πρότυπο για κάθε φερέλπιδα νέο
μαέστρο.
Βεβαίως, για την εν λόγω παραγωγή,
είχε στη διάθεσή του τον Ιταλό βαρύτονο Ambrogio Maestri, έναν από τους
εκπληκτικότερους Falstaff της εποχής μας. Η παράσταση που παρακολουθήσαμε
υπήρξε η διακοσιοστή δεύτερη παράσταση του Falstaff στο ενεργητικό του
καλλιτέχνη. Και τι παράσταση! Ο Maestri έχει κάνει τον ρόλο, δικό του. Σκιαγράφησε
έναν ήρωα δυναμικό, αποφασιστικό, αυτάρεσκο, αστείο, αλλά και σοβαρό, καυστικό,
σαρκαστικό και υπαινικτικό, όπου έπρεπε. Η φυσική διάπλαση του τραγουδιστή, το
ύψος και το βάρος του, ταιριάζουν γάντι στις απαιτήσεις του ρόλου. όμως,
προπάντων, είναι η προσωπικότητα, η επιβλητική, γιγάντιων διαστάσεων φωνή του,
η δουλεμένη μουσικότητα και ο τρόπος με τον οποίον αποδίδει το ιταλικό κείμενο,
φροντίζοντας να μην χαθούν τα ιδιαίτερα νοήματα. Τι να πρωτοκρατήσει κανείς,
την έξοχη απόδοση του L'onore! Ladri!, της πρώτης πράξης,
του Va, vecchio John, της δεύτερης πράξη, ή του Ιο, dunque, της
τρίτης πράξης;
Οι άλλοι ρόλοι, τόσο σημαντικοί στο
έργο τούτο, καλύφθηκαν από μια ομάδα νέων και κεφάτων καλλιτεχνών, που έδεσαν
θαυμάσια μεταξύ τους. Η έξοχη Angela Meade τραγούδησε την Alice με όρεξη
και τσαχπινιά. Η Μistress Quickly της Stephanie Blythe, που διαθέτει
ωραία, στρογγυλή, εύπλαστη όσο και βαθειά φωνή δραματικής λυρικής
καλλιτέχνιδος, υπήρξε επιβλητική. Πειστικότατη ήταν η Jennifer Johnson Cano
ως Meg Page. Η Lisette Oropesa χάρισε μια Nannetta ευαίσθητη (ξεχωρίσαμε
την άρια Sul fil d’un soffio etesio της νεραΐδοβασίλισσας από την τρίτη
πράξη). Δίπλα της, στάθηκε επάξια ο ερωτευμένος Fenton του προικισμένου Paolo
Fanale, που σημείωνε το ντεμπούτο του στη Met. To διάσημο ντουέτο μεταξύ
της Nannetta και του Fenton (πρώτη πράξη) ερμηνεύτηκε με έναν εξωστρεφή λυρισμό
ο οποίος ήταν εμποτισμένος με την απαραίτητη δόση ερωτικής δροσιάς των νιάτων.
Οι ρόλοι των Ford, Pistola, Bardolfo και Dr. Caius ερμηνεύτηκαν με θεατρική
ορμή, τεχνική αρτιότητα και εκφραστική ένταση, αντίστοιχα από τους Franco
Vassallo, Christian Van Horn, Keith Jameson και Carlo Bosi.
Τόσο οι τελευταίοι, όσο και οι κυρίες, ανταποκρίθηκαν επάξια στα πολλά και
γεμάτα τεχνικές και μουσικές παγίδες ensembles. Η καταληκτική Φούγκα, Tutto
nel mondo è burla, έδωσε την ευκαιρία σε μαέστρο και τραγουδιστές να
ολοκληρώσουν με ζηλευτή μουσικότητα και ένταση τη λαμπρή παράσταση που μάς
χάρισαν. Bravi!
Τέλος, δεν θα παραλείψουμε να
αναφέρουμε, ότι στις δύο τελευταίες αμερικανικές μεταδόσεις, ρόλο
παρουσιάστριας ανέλαβε η γοητευτική Αμερικανίδα υψίφωνος Renée Fleming, η
οποία συνομίλησε με τους συντελεστές και με ενδιαφέροντα σχόλια μάς
καθοδήγησε στα άδυτα τόσο της Met όσο και των ίδιων των έργων, που παρακολουθήσαμε.