Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Rigoletto της Λυρικής Σκηνής στο Μέγαρο




Nelson Martinez (Rigoletto) και Μαρία Μητσοπούλου (Gilda). Φωτο: Stefanos/Εθνική Λυρική Σκηνή.


Ολοκληρώνοντας τη σύνθεση της τρίπρακτης όπερας Rigoletto, στις αρχές Φεβρουαρίου του 1851, ο Giuseppe Verdi παρέδωσε ένα αριστούργημα ιδιαίτερης μουσικής και δραματικής τελειότητας. Εξερευνά τον διπρόσωπο χαρακτήρα του Rigoletto, γελωτοποιού της Αυλής του Δούκα και ταυτόχρονα τραγικού πατέρα, που στο τέλος του έργου θα δει τη μονάκριβη κόρη του Gilda να πεθαίνει έχοντας πέσει θύμα του έρωτά της για τον ερωτύλο Δούκα.
Πρόκειται για όπερα που καθηλώνει από την αρχή μέχρι το τέλος, με συναρπαστική μουσική και πλοκή. Ο μουσουργός ανακαλύπτει και επεξεργάζεται νέους τρόπους δόμησης και ανάπτυξης των οπερατικών στοιχείων, ενώ σκιαγραφεί μουσικά τους χαρακτήρες του με ιδιοφυή ψυχογραφικό τρόπο, διευρύνοντας τα μέχρι τότε δημιουργικά του πεδία και ανοίγοντας καινούργιους  δρόμους, τους οποίους αξιοποιεί και ακολουθεί μέχρι τον Falstaff, ακροτελεύτιο οπερατικό του δημιούργημα. Η ελευθερία στη ρυθμική και δραματική ανάπτυξη της μουσικής, όπως και η ενίσχυση του ρόλου της ορχήστρας, δεν παύουν να εντυπωσιάζουν ακόμα και τον ειδικό σύγχρονο μελετητή, που γνωρίζει ολόκληρη την παραγωγή του συνθέτη, έχει εμβαθύνει στην παρτιτούρα και έχει παρακολουθήσει το έργο αμέτρητες φορές. Επιπλέον, η έντονη δραματικότητα των σκηνών, η οικονομία στην επιλογή των μουσικών μέσων, οι καλά λαξευμένες μελωδίες και η μοναδική ευγένεια της έκφρασης του μουσουργού, δίνουν πάντα χώρο στους ενσαρκωτές των ρόλων του έργου για σκέψη και ενδιαφέρουσες ερμηνευτικές προτάσεις. 
 Ο  Rigoletto (σε libretto του Francesco Maria Piave, στηριγμένο στο έργο O Βασιλέας διασκεδάζει, Le roi s’amuse, του Victor Hugo), παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο λυρικό θέατρο La Fenice (Ο Φοίνικας) της Βενετίας (11/3/1851)  και έγινε αποδεκτό από κριτικούς και κοινό με μεγάλο ενθουσιασμό. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει απουσιάσει από τις σκηνές μεγάλων και μικρότερων λυρικών θεάτρων. Αξίζει να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες, το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην Κέρκυρα, στις 28/10/1852.
Στις 7 και 8/12 παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη) την εν λόγω όπερα, σε ανέβασμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Επρόκειτο για αναβίωση παλαιότερης παραγωγής σε σκηνοθεσία-σκηνικά-κοστούμια του Νίκου Πετρόπουλου, που είχαμε παρακολουθήσει για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2008 (19/12/2008-6/1/2009).
Ο Πετρόπουλος  θέλησε να μεταφέρει την υπόθεση του έργου από την Μάντοβα των αρχών του δεκάτου εβδόμου αιώνα, στο Μιλάνο του 1938, κατά τη φασιστική περίοδο. Παρουσιάζει τους ήρωες να κινούνται μέσα στη σκοτεινή μουσολινική εποχή, επιλέγοντας χαρακτηριστικά γκρίζα χρώματα  και κομψές γραμμές σκηνικών και κοστουμιών (τα μιλανέζικα κτίρια που παρουσιάζονται, βασίζονται σε υπαρκτά). Βρήκαμε ότι η άποψή του αναδεικνύει την απειλητική διάθεση και το δράμα του έργου με πειστικό τρόπο. Η αίσθηση του κινδύνου υπογραμμίζεται συνεχώς. Κινεί τους ήρωές του με νόημα οδηγώντας τους στην τελική πτώση προσεκτικά και με ξεκάθαρη αίσθηση κατεύθυνσης. Βλέπει την ιστορία του έργου με μια διαχρονική ματιά και την θέλει να αναπτύσσεται σαν υπόθεση κινηματογραφικής ταινίας. Στην αρχή της πρώτης παράστασης που παρακολουθήσαμε (7/12), κατά τη διάρκεια της εισαγωγής της όπερας, είδαμε τα ονόματα των συντελεστών της παραγωγής να προβάλλονται πάνω σε πανί (αυλαία). Την ίδια μέρα, προφανώς εξαιτίας τεχνικών προβλημάτων, η αυλαία δεν σηκώθηκε στην ώρα της προκειμένου να δούμε την χορωδία που ανοίγει την πρώτη πράξη, με αποτέλεσμα ο μαέστρος να υποχρεωθεί να διακόψει την παράσταση, η οποία συνεχίστηκε μετά από μερικά λεπτά και αφού είχε επιδιορθωθεί το πρόβλημα. Εντούτοις, την επόμενη βραδιά (όπως εξάλλου και κατά τις άλλες που ακολούθησαν, σύμφωνα με μαρτυρίες μελών του κοινού), δεν προβλήθηκαν τα γράμματα των συντελεστών (η αυλαία δεν ήταν κατεβασμένη), με αποτέλεσμα το κοινό, να μην εισπράξει την άμεση εντύπωση ότι η σκηνοθετική άποψη προτείνει την «κινηματογραφική» ιδέα. Προσθέτουμε εδώ, ότι κατά την πρώτη παράσταση, αρκετά λεπτά πριν από το τέλος της όπερας, τεχνικό πρόβλημα παρουσιάστηκε και στην προβολή της μετάφρασης του libretto, το οποίο δεν επιδιορθώθηκε ως το τέλος της βραδιάς. Ευτυχώς, τα δύο αυτά προβλήματα δεν εμπόδισαν την επιτυχία της παράστασης.
Τον ρόλο του Rigoletto στις δύο παραστάσεις που παρακολουθήσαμε, κράτησαν αντίστοιχα οι Nelson Martinez (7/12) και Carlos Almaguer (8/12). Λυπούμαστε που δεν είχαμε την ευκαιρία να εκτιμήσουμε  τον  δικό μας, Δημήτρη Πλατανιά σε αυτόν τον ρόλο, τον οποίο είχε ερμηνεύσει στην ίδια παραγωγή, όταν είχε πρωτοπαρουσιαστεί, και που τόσο συχνά ερμηνεύει στο εξωτερικό. Θα είχε ενδιαφέρον να διαπιστώναμε το πώς αντιλαμβάνεται σήμερα τον ρόλο μετά από τόσες πολλές παραστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι δύο προαναφερθέντες μετακληθέντες καλλιτέχνες πέτυχαν να υπογραμμίσουν με νόημα τις διαφορετικές πλευρές του ήρωα, τόσο τη σκληρή και ειρωνική του, όσο και την πιο τρυφερή του, το μίσος του για τον Δούκα και την αγάπη για την κόρη του. Πιο συγκεκριμένα, ο νεαρός Κουβανός Martinez ξεχώρισε για την πλούσιων αποχρώσεων και εκφραστικών δυνατοτήτων φωνή του, ενώ ο Μεξικανός Almaguer, για τη δυνατή σε θεατρικά στοιχεία απόδοση του ρόλου και την ιδιαίτερη έμφαση που έδωσε  στην ανάδειξη της οξυδέρκειας αλλά και ευθραυστότητας του ήρωα. Στο τέλος της πρώτης και της τρίτης πράξης, η απόδοση των φράσης «Ah, la maledizione!!», μετέφερε όλη την φρίκη της κατάρας. Τόσο αυτός όσο και ο Martinez, υπήρξαν σπαρακτικοί κατά το καταληκτικό ντουέτο, όταν ο Rigoletto κρατάει την αγκαλιά την ετοιμοθάνατη κόρη του, η οποία φτάνει στην αυτοθυσία προκειμένου να σώσει τη ζωή του Δούκα.
Τον ρόλο της τραγικής Gilda, επωμίσθηκαν οι Μαρία Μητσοπούλου (7/12) και Χριστίνα Πουλίτση (8/12). Η πρώτη,  έχοντας δουλέψει και σκεφτεί σφαιρικά το μέρος της, πέτυχε με άμεσα και ανεπιτήδευτα μουσικά και υποκριτικά μέσα να φωτίσει την αγνότητα της ηρωίδας (με πόση ψυχική ένταση τραγούδησε τις λέξεις «Mio padre!» κατά την δεύτερη πράξη που βλέπει για πρώτη φορά τον πατέρα της στο παλάτι του Δούκα). Υπήρξε όντως συγκινητική στην υφολογικά εύστοχη απόδοσή της και ικανοποίησε βαθύτατα τόσο μουσικά όσο και υποκριτικά.
 Από την πλευρά της, η ανερχόμενη Πουλίτση, που έχει κερδίσει ιδιαίτερα επαινετικές κριτικές τραγουδώντας Βασίλισσα της Νύχτας (Wolfgang Amadeus Mozart, Ο Μαγικός Αυλός) στην Κρατική Όπερα της Δρέσδης, εντυπωσίασε με την άψογη τεχνική της, την κρυστάλλινη φωνή της και τις λαμπερές όσο και ακριβείς κολορατούρες της.
Στον ρόλο του Δούκα ακούσαμε και είδαμε τους Γιάννη Χριστόπουλο (7/12) και Mario Zeffiri (8/12). Ο πρώτος προσέγγισε το μέρος του με συνέπεια ως προς το μουσικό κείμενο. Από την πλευρά του, ο  Zeffiri, που εδώ και χρόνια διακρίνεται σε μεγάλες σκηνές της Ευρώπης και της Αμερικής, συνεργαζόμενος τακτικά με τον Ιταλό αρχιμουσικό Riccardo Muti, τραγούδησε με λεπτότητα έκφρασης και περίσσεια προσοχή στον σχηματισμό των φράσεων και της εκφοράς των λέξεων του ποιητικού κειμένου. Ως ειδικός γνώστης των ρόλων του bel canto, πέτυχε να ξετυλίξει τις άριες με κομψή μουσική και δραματική αφήγηση, παράλληλα φωτίζοντας τη μεγάλη μελωδική γραμμή.
Οι Δημήτρης Κασιούμης (7/12) και Πέτρος Σαλάτας (8/12), στον ρόλο του φοβερού Κόμη Monterone, υπήρξαν απολύτως πειστικοί στην απόδοση της τρομερής κατάρας. Ο Κασιούμης εξελίσσεται σταθερά σε καλλιτέχνη ολκής (τον παρακολουθούμε με ενδιαφέρον εδώ και χρόνια). Η μουσικότητά του, ο τρόπος με τον οποίον αποδίδει τα συναισθήματα και χρωματίζει τις λέξεις, είναι στοιχεία άξια  επαίνων. Θα χαιρόμασταν κάποια στιγμή να λάβουμε από τον μπάσο μια βραδιά-πορτραίτο: ας μας επιτραπεί να προτείνουμε την ιδέα επιλογής από  τις composizioni da camera (συνθέσεις δωματίου, έργα για φωνή και πιάνο) των  μεγάλων ιταλών συνθετών όπερας του δεκάτου ενάτου αιώνα. Αναμφίβολα, βρίσκουμε ότι είναι καιρός να του δοθεί μια  ακόμη μεγαλύτερη ευκαιρία ανάδειξης των ικανοτήτων του. Αρκετές φορές ακούγοντάς τον (λ.χ. πρόσφατα  ως Don Magnifico στη Σταχτοπούτα του Gioacchino Rossini, Εθνική Λυρική Σκηνή,  3 και 13/11) έχουμε σκεφτεί ότι είναι πιθανό κάποια στιγμή να είναι σε θέση να προσφέρει έναν πρώτης τάξης Falstaff (Verdi).  
Οι Πέτρος Μαγουλάς (7/12) και Δημήτρης Καβράκος (8/12) απέδωσαν με την απαιτούμενη σκοτεινή έκφραση τον ρόλο του βίαιου πληρωμένου δολοφόνου Sparafucile. Στο ρόλο της Maddalena, αδελφής του Sparafucile, κέρδισαν τις εντυπώσεις με καλοστημένες φωνές και κατάλληλα φορτισμένη αισθησιακή διάθεση στην ενσάρκωση, οι Μαρισία Παπαλεξίου και Ελένη Βουδουράκη.
  Τους μικρότερους ρόλους κάλυψαν αντίστοιχα οι άρτια προετοιμασμένοι και μουσικο-υποκριτικά δουλεμένοι Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη και Μαρία Βλαχοπούλου (Giovanna), Διονύσης Τσαντίνης και Άκης Λαλούσης (Marullo), Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος και Χρήστος Κεχρής (Matteo Borsa), Κωστής Μαυρογέννης και Γιώργος Ματθαιακάκης (Κόμης Ceprano), Elisabeth Klonovskaya και Βάγια Κωφού (Κόμισσα Ceprano) και Θόδωρος Μωραΐτης και Χρήστος Αμβράζης (Δεσμοφύλακας).
Η χορωδία της ΕΛΣ τραγούδησε τα μέρη της δίνοντας σημασία στα μουσικά ζητούμενα, ωστόσο όχι όμως πάντα και με την ανάλογη καθαρότητα στην εκφορά των λέξεων του ιταλικού κειμένου. Η άρθρωση θα μπορούσε να ήταν πιο προσεγμένη. Σε κάθε περίπτωση, τα μέλη της έμοιαζαν ιδιαίτερα ευτυχή, φορώντας τα υπέρκομψα κοστούμια του Πετρόπουλου
Ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός πρόσφερε μια ενδιαφέρουσα, ρυθμικά ζωντανή και δραματικά έντονη ανάγνωση της αθάνατης παρτιτούρας του Verdi.  Δεν θα παραλείψουμε εδώ να αναφέρουμε την άρτια απόδοση της ορχήστρας της ΕΛΣ, που έπαιξε με ήχο ομοιογενή και γεμάτο.