Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Επιτυχημένος Rossini από ΕΛΣ

Ειρήνη Καράγιαννη, Βασίλης Καβάγιας και η Χορωδία της ΕΛΣ σε σκηνή της "Σταχτοπούτας" (φωτο: ΕΛΣ).



Τα περισσότερα αριστουργήματα του Gioachino Rossini παραδόθηκαν από εκείνον όταν βρισκόταν σε νεαρή ηλικία. Η ιδιοφυία του άνθισε νωρίς ωθώντας τον να συνθέσει κωμικές και τραγικές όπερες, που μέχρι σήμερα κοσμούν το παγκόσμιο λυρικό ρεπερτόριο. Μολονότι έζησε μέχρι το 1868, παρέδωσε την τελευταία του όπερα, Guillaume Tell, το 1829, σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών.
Τον Ιανουάριο του 1817, στο Teatro Valle της Ρώμης, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η Σταχτοπούτα (La Cenerentola), που μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα βρήκε τον δρόμο της και σε άλλα σημαντικά μουσικά κέντρα, όπως το Λονδίνο, η Λισαβόνα και η Νέα Υόρκη.  Η υπόθεση του έργου (libretto του Jacopo Ferretti) είναι βασισμένη στο γνωστό παραμύθι του Charles Perrault (Cendrillon), με κάποιες διαφοροποιήσεις προσώπων (τη μητριά αντικαθιστά ο πατριός Don Magnifico, την καλή νεράιδα αντικαθιστά ο Alidoro, φιλόσοφος και δάσκαλος του πρίγκιπα Ramiro) και πραγμάτων (το περίφημο γοβάκι, αλλάζει σε βραχιόλι). Η ιστορία δίνει στον Rossini την ευκαιρία να συνθέσει μια σειρά από έξοχα ensembles και άριες, των οποίων οι τεχνικές απαιτήσεις (εκτός, βεβαίως, από τις καθαρά μουσικές απαιτήσεις) είναι πραγματικά μεγάλες. Εξερευνά πλήρες το φάσμα της φωνητικής έκτασης των πρωταγωνιστών του, γράφει λαμπερές κολορατούρες και στα ensembles περίπλοκοι ρυθμικοί συνδυασμοί, καλοδουλεμένα αντιστικτικά μέρη, απαιτούν απόλυτη ρυθμική και τονική ακρίβεια, διαφορετικά το αποτέλεσμα σίγουρα μπορεί να πάρει μορφή μουσικής σούπας. Ο ρόλος της Σταχτοπούτας Angelina είναι γραμμένος για μια ιδιαίτερη φωνή, εκείνη της contralto coloratura: ζητά τραγουδίστρια με δυνατά φωνητικά κέντρα, ωραίες χαμηλές νότες και μεγάλη ευελιξία στην υψηλή περιοχή της φωνής. Ας μην λησμονούμε το γεγονός ότι ο ρόλος δημιουργήθηκε ειδικά για την Geltrude Righetti-Giorgi, παιδική φίλη και μούσα του Rossini, με σπάνια φωνή πραγματικής contralto, πρώτη διδάξασα και του ρόλου της Rosina (Il barbiere di Siviglia).
Το θαυμάσιο αυτό έργο παρακολουθήσαμε κατά τη νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στις παραστάσεις που δόθηκαν στις 3 και 13/11 (συνολικά πραγματοποιήθηκαν οκτώ παραστάσεις, μεταξύ 25/10 και 13/11). Με ιδιαίτερη ικανοποίηση ακούσαμε και είδαμε μια σειρά ταλαντούχων Ελλήνων λυρικών τραγουδιστών να επωμίζονται με ενθουσιασμό τους ρόλους. Ειδικότερα, ως Angelina, έπεισαν οι Ειρήνη Καράγιαννη (3/11) και Άρτεμις Μπόγρη (13/11): η πρώτη ερμήνευσε με αξιοζήλευτη μουσική και φωνητική άνεση, ενώ η δεύτερη, με φωνή ζεστή και τεχνικά βέβαιη, υπογράμμισε τη συγκίνηση και ευαισθησία του ρόλου. Η απαιτητική tessitura του ρόλου δεν έμοιαζε να τις δυσκολεύει. Και οι δύο έδωσαν τον καλύτερό τους στις μεγάλες άριες και ιδιαίτερα στη διάσημη Non più mesta της δεύτερης πράξης, αποδίδοντας τις φράσεις με φυσικότητα και τις δύσκολες κολορατούρες με προσοχή και πιστότητα. 
Τον ρόλο του πρίγκιπα Don Ramiro επωμίσθηκαν οι τενόροι Βασίλης Καβάγιας (3/11) και Αντώνης Κορωναίος (13/11). Στην ενσάρκωση που υποστήριξε ο πάντα μελετημένος Καβάγιας εκτιμήσαμε την λεπτότητα της έκφρασης και  την ιδιαίτερη ευγένεια στους σχηματισμούς των φράσεων. Ο Κορωναίος, σε μεγάλη φωνητική φόρμα, απέδωσε έναν πραγματικά θαυμάσιο Ramiro, με προσωπικότητα, συναισθηματική ένταση και άψογη κατανόηση του ροσινιάνικου ύφους.
Τον ρόλο του Don Magnifico κράτησε ο μπάσος Δημήτρης Κασιούμης (3 και 13/11),  που αποδείχθηκε, χωρίς υπερβολή, ιδανικός στον ρόλο αυτόν. Με υψηλό μουσικό παράστημα, καλοστημένη και σωστά χρωματισμένη βαθιά φωνή, προσοχή στην υπογράμμιση των λέξεων του κειμένου και κατανόηση του χαρακτηριστικού χιούμορ, ευχαρίστησε από την αρχή μέχρι το τέλος (ξεχώρισε στην άρια, Sia qualcunque delle figlie, της δεύτερης πράξης).
Ο Χάρης Ανδριανός (3 και 13/11) πρότεινε έναν απολαυστικό Dandini, βαλέ του Πρίγκιπα (που στο έργο αλλάζει ρόλο με τον εργοδότη του), αποδίδοντας με σπινθηροβόλα διάθεση.
Τους ρόλους των θυγατέρων του Don Magnifico, Clorinda και Tisbe, κράτησαν με γούστο και πετυχημένη καρικατουρίστικη διάθεση, αντίστοιχα στις δύο διανομές οι Ελπινίκη Ζερβού (3/11) και Γεωργία Ηλιοπούλου (13/11), και Αγγελική Καθαρίου (3/11) και Ελένη Βουδουράκη (13/11). Ας μας επιτραπεί να τονίσουμε ότι η συμμετοχή της Καθαρίου στην παραγωγή αυτή αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη. Πρόκειται σίγουρα για μουσικό αξίας, την οποία συνήθως έχουμε την ευκαιρία να απολαμβάνουμε σε πρωτοποριακά έργα του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα. Ναι, είμαστε της άποψης ότι τα φωνητικά και τα υποκριτικά της προσόντα, πρέπει να αξιοποιηθούν περισσότερο στην οπερατική σκηνή και στα κλασικά έργα.
Όλοι τους συνεργάστηκαν άρτια μεταξύ τους και ερμήνευσαν εξαιρετικά τα ensembles, ιδιαίτερα το διάσημο κωμικοσαρκαστικό σεξτέτο Siete voi!, της δεύτερης πράξης, όπου γίνεται η αναγνώριση της Σταχτοπούτας από τον Πρίγκιπα. Στο μέρος αυτό βρήκαν τις σωστές δόσεις της χαρακτηριστικής υπαινικτικής έκφρασης, πειθαρχημένης ρυθμικής ακρίβειας και μουσικότητας.
Στο πόντιουμ στάθηκε ο αρχιμουσικός Γιώργος Πέτρου, που πέτυχε να μεταμορφώσει την ορχήστρα της ΕΛΣ σε ορχηστρικό σύνολο διεθνών προδιαγραφών, του οποίου ο ήχος ήταν καθαρός, διαυγής, εύπλαστος και τονικά ακριβής. Επιλέγοντας ζωηρές ταχύτητες και κτίζοντας με ενέργεια τα χαρακτηριστικά crescendi, απέδωσε την παρτιτούρα με ακρίβεια, τόσο μουσική όσο και ειδικότερα, ρυθμική. Καθοδήγησε με βεβαιότητα και έμπνευση τους τραγουδιστές του και την καλά προετοιμασμένη χορωδία. Παράλληλα, έφερε με νόημα στην επιφάνεια το άλλοτε λεπτό-υπαινικτικό και άλλοτε εμφανές χιούμορ του αθάνατου Rossini, χωρίς να παραβλέπει τις πιο δραματικές στιγμές του έργου (στη σκηνή της καταιγίδας, δεύτερη πράξη, τόνισε την σκοτεινών και βίαιων αποχρώσεων σφοδρότητα της μουσικής). 
Την σκηνοθεσία υπέγραφε η ταλαντούχα νεαρή Ροδούλα Γαϊτάνου, που συνεργαζόμενη με τον Simon Corder (σκηνικά-φωτισμοί) και την Αλεξία Θοδωράκη (κοστούμια), στόχευσε σε μια παραγωγή που ανεδείκνυε τα ζητούμενα του έργου με ευστοχία και ιδιαιτερότητα. Μετέφερε την υπόθεση του έργου στη Νέα Υόρκη της δύσκολης περιόδου του μεσοπολέμου και μέσα σε ένα ξεπεσμένο θέατρο επιθεώρησης. Χώρισε τους ήρωες σε εκείνους των παρασκηνίων και υπογείων και τους ευγενείς και ισχυρούς, του ανώτερου επιπέδου (θεωρείου). Με σκέψη υπογράμμισε το γεγονός και ηθικό δίδαγμα της όπερας, ότι η αγνότητα, η αλήθεια, η ακεραιότητα και η καλοσύνη (εξάλλου, ο δεύτερος τίτλος της όπερας είναι: Ο Θριάμβος της Καλοσύνης, La bontà in trionfo), τελικά ανταμείβονται και θριαμβεύουν. Τα εύγλωττα σκηνικά και κοστούμια ακολούθησαν με πιστότητα τις σκέψεις της σκηνοθέτιδος.
Εν κατακλείδι, μια παράσταση που μας γοήτευσε.