Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Αποκαλυπτικός "Parsifal" από Met



O τενόρος Jonas Kaufmann στον ρόλο του Parsifal.  
Φωτο: The Metropolitan Opera


       

     Ο Richard Wagner, από τη γέννηση του οποίου στις 22 Μαίου, συμπληρώνονται ακριβώς διακόσια χρόνια, παρέδωσε στο τέλος της δημιουργικής του σταδιοδρομίας το λαμπρό του θρησκευτικό μουσικό δράμα, Parsifal. O Franz Liszt το ονομάζει «έργο μεγαλειώδες, άνευ προηγουμένου». Στις 1882, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Bayreuth, το οποίο μετά από πολλούς αγώνες ο ίδιος ο μουσουργός είχε ιδρύσει, το διεθνές κοινό θαύμασε την πρώτη παγκόσμια παρουσίαση το τελευταίου αυτού επικού έργου. Πολλοί διάσημοι συνθέτες και λόγιοι της εποχής κατέφθασαν στο Bayreuth προκειμένου να παραστούν στην πρεμιέρα. Η αρχική σκέψη της σύνθεσης του Parsifal, είχε γεννηθεί πολλά χρόνια νωρίτερα, το 1857, αλλά χρειάστηκε να παρέλθουν εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια για την τελική καρποφορία.
        Στον Parsifal, ο Wagner βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει τόσο το φιλοσοφικό όσο και το  θρησκευτικό του συναίσθημα με μεγαλειώδη και θαυμάσια εξομολογητικό τρόπο. Κτίζει με προσοχή τους ήρωές του και μια υπόθεση που διαδραματίζεται στη μεσαιωνική Ισπανία και η οποία στρέφεται γύρω από το Graal, το άγιο δισκοπότηρο, και τους ιππότες που το φρουρούν και βρίσκονται σε πνευματική κρίση. Τα σύμβολα και τα πρόσωπα του έργου είναι με σοφία και μεγάλη τέχνη σχεδιασμένα: η  ιερά λόγχη, που έχει περιέλθει στα χέρια του κακού μάγου Klingsor, ο Parsifal, ήρωας που γίνεται λυτρωτής και σωτήρας, η Kundry, αινιγματική μάγισσα που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο καλό και στο κακό,  ο Gurnemanz, πληγωμένος βετεράνος ιππότης, ο Amfortas, άρχοντας  του βασιλείου του Graal, και ο Titurel, ηλικιωμένος πατέρας του Amfortas.
        Τη νέα παραγωγή του έργου, που παρακολουθήσαμε σε ζωντανή μετάδοση από την Metropolitan Opera (2/3, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη), υπέγραφε ο Γαλλοκαναδός σκηνοθέτης François Girard, γνωστός στο ευρύ κοινό για το κινηματογραφικό του έργο Το Κόκκινο Βιολί (The Red Violin, 1998). Πρόκειται για συμπαραγωγή της Met, της Opéra National de Lyon και της Canadian Opera Company. Τραγουδιστές πρώτης γραμμής και μια παραγωγή αποκαλυπτικής διάθεσης, μας ικανοποίησαν βαθύτατα.
         O Girard μετά από εκτενή μελέτη του βαγκνερικού  ηχητικού μνημείου πέτυχε να κερδίσει τις εντυπώσεις. Μέσα από μια απέριττη και σε στιγμές σχεδόν μινιμαλιστική ματιά πρόσφερε μια παραγωγή ουσιαστική, ενίοτε κινηματογραφικής κατεύθυνσης, η οποία καίτοι εμφανώς μοντέρνα, αποδείχθηκε διαχρονικής σημασίας και στηρίχθηκε στη σαφή και αδρή προβολή των πνευματικών-συμβολικών στοιχείων και η εύστοχη εξισορρόπηση του θρησκευτικού με το κοσμικό στοιχείο της παρτιτούρας. Έχοντας στενούς συνεργάτες στο πλάι του τους Michael Levine (σκηνογράφο), Thibault Vancraenenbroeck (ενδυματολόγο) και David Finn (υπεύθυνο φωτισμού), φρόντισε να υπογραμμίσει την αγωνία των ηρώων μέσα από άλλοτε άσπρα, άλλοτε μαύρα και άλλοτε γκρίζα χρώματα ή κόκκινα, για τον συμβολισμό του κακού,  και γενικότερα μια σκοτεινή ατμόσφαιρα. Από την αρχή του μουσικού δράματος, φρόντισε να προτείνει την άποψη –βεβαίως δεν ήταν ο πρώτος- ότι η υπόθεση θα μπορούσε άνετα να είχε λάβει χώρα στην σύγχρονη εποχή. Ασφαλώς, πρόκειται για ένα διαχρονικό δράμα, όπου προβάλλονται οι αξίες και τα θέματα της συμπόνιας, της αυταπάρνησης και της μετενσάρκωσης. Κατά τη διάρκεια του εναρκτήριου πρελούδιου είδαμε μια ομάδα ανωνύμων ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Parsifal. Οι κομψοντυμένοι άνδρες βγάζουν τις γραβάτες και τα σακάκια τους και χωρίζονται από τις γυναίκες και στη συνέχεια τοποθετούν καρέκλες κυκλικά προκειμένου να λάβουν τις θέσεις τους και να καθίσουν ο ένας δίπλα στον άλλον σε μια κατάσταση έκστασης και στοχασμού. Ο χαρακτήρας της ιεροτελεστίας έχει ήδη θέση τη βάση του. Τα παραπάνω  διαδραματίζονται σε μια έκταση εδάφους  που μοιάζει με τον πάτο απέραντης αποξηραμένης λίμνης. Παράλληλα,  μέσω της τεχνικής του video projection, παρακολουθούσαμε εικόνες κινούμενων σύννεφων. Τα εξαιρετικά video projections (του σχεδιαστή Peter Flaherty) παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παραγωγή: σημειώνουμε  ότι στην τελευταία πράξη βλέπουμε πλανήτες και μια  έκλειψη.
       Στο τέλος της πρώτης πράξης βλέπουμε τον Parsifal να κοιτάζει βαθιά μέσα σε μια τεράστια ρωγμή, από τα βάθη της οποίας ξεπροβάλει ένας κόκκινος ποταμός. Εκεί βρίσκεται το βασίλειο του κακού μάγου Klingsor. Στη δεύτερη πράξη, οι  κόρες των λουλουδιών παρουσιάζονται ως φρουροί, με πρόσωπα ψυχρά, σαν βαμπίρ,  που κρατούν ακόντια και φορούν λευκά φουστάνια (νυχτικά;), τα οποία σύντομα αποκτούν κόκκινο χρώμα από το αίμα. Στη θέση του κήπου του μάγου Klingsor (πουθενά στην παραγωγή αυτή δεν βλέπουμε στοιχεία της φύσης), λάβαμε ένα βασίλειο βουτηγμένο μέσα στο αίμα. Οι ήρωες πατούσαν μέσα σε μια κόκκινη λίμνη. Ο Klingsor παρουσιάζεται ως άρχοντας  του αίματος, το κεφάλι του είναι γεμάτο πληγές και αίμα. Από την άλλη πλευρά, ο Girard πετυχαίνει να παρουσιάσει, από την αρχή του έργου, τον Parsifal ως αρχετυπική ειρηνική μορφή, που δεν κρατά κανένα είδος όπλου, ούτε φορά προστατευτική πανοπλία. Εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης δεν αρκέστηκε στους συμβολισμούς της χριστιανικής θρησκείας, αλλά εύστοχα παρέπεμπε και σε άλλες. Οι κινησιολογία των χορωδών αντλούσε από την βουδιστική θρησκεία. Εξάλλου, είναι γνωστό το ζωηρό ενδιαφέρον του Wagner για τις θρησκείες της Ανατολής και σίγουρα  ο Parsifal δεν θα πρέπει να συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με τη χριστιανική θρησκεία. Ο Girard, φροντίζει να αναδείξει τις συμβολικές και αλληγορικές λεπτομέρειες της τελευταίας πράξης: συγκινητική και με τη σωστή δόση εκστατικής αίσθησης  είναι η στιγμή που η Kundry, ως άλλη Μαγδαληνή, πλένει τα πόδια του Parsifal και τα σκουπίζει με τα μαλλιά της.  Πράγματι, η σκηνοθεσία λειτουργεί ως υψηλή πνευματική εμπειρία για τον θεατή-ακροατή και αφηγείται την ιστορία με έναν πολύ ενδιαφέροντα, άμεσο στην απλότητά του και επίκαιρο τρόπο.  Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στον παρουσιαστή της βραδιάς μπασοβαρύτονο Eric Owens (τον οποίον είχαμε εκτιμήσει ως Alberich, στην όπερα Siegfried  του ίδιου συνθέτη, τον Νοέμβριο του 2011), ο τρόπος που πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς τον Parsifal είναι να επιστρέψει στη μουσική. Και αυτό βρήκαμε ότι έκανε, σεβόμενος το μουσικό κείμενο.
        Η επιτυχία της παραγωγής δεν βασιζόταν όμως αποκλειστικά στο εικαστικό μέρος, αλλά κυρίως στους λυρικούς καλλιτέχνες που κάλυψαν με τόση επιτυχία την διανομής και υπηρέτησαν με αφοσίωση την μουσική του Wagner.
Αναλυτικότερα, ο Jonas Kaufmann, πρόσφερε έναν Parsifal  ιδανικό. Με μεγάλη τέχνη, ευαισθησία, διάθεση εκλέπτυνσης και ζεστή φωνή τραγούδησε την κάθε φράση με νόημα και βαθύτατη συγκίνηση. Παράλληλα, έπεισε υποκριτικά, οδηγώντας με επιτυχία τον ήρωα που ενσάρκωνε, από την απόλυτη άγνοια της πρώτης πράξης στη σοφία της τελευταίας, κατά την οποία θριαμβεύει ως μέγας μύστης. Από τώρα περιμένουμε να τον θαυμάσουμε ως Werther (Jules Massenet), στην μετάδοση από την Met, που έχει προγραμματισθεί για τον Μάρτιο του 2014.
        Ο René Pape ερμήνευσε τον Gurnemanz  με μεγάλη μουσική άνεση και προσοχή στο κτίσιμο των εκτενών μονολόγων. Η θαυμάσια δουλεμένη φωνή του εντυπωσίασε, ενώ η μουσική του έκφραση κρίθηκε απόλυτα μεγαλοπρεπής στον απαιτητικό αυτόν ρόλο.
       Η Kundry της Katarina Dalayman παρουσίασε εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον. Η φωνή υψηλών αντοχών που διαθέτει, σε συνδυασμό, με την ιδιαίτερη κατανόηση του μουσικού κειμένου, της έδωσαν την ευκαιρία να ξεδιπλώσει με ένταση την ηρωίδα και να τραγουδήσει με πάθος τα μεγάλα λυρικά μέρη του ρόλου της κατά την δεύτερη πράξη.
       Ο Peter Mattei, φωνητικά άμεμπτος, πρότεινε έναν πονεμένο ήρωα Amfortas. Η ωραία φωνή λυρικού βαρύτονου, που διαθέτει, ξετυλίχθηκε με ελκυστικό τρόπο κατά τη διάρκεια της ερμηνείας του ρόλου, που για πρώτη φορά προσεγγίζει στη σταδιοδρομία του. Δεν θυσίασε καμία μουσική λεπτομέρεια προς όφελος δραματικού εντυπωσιασμού.
       Ο Evgeny Nikitin πρόσφερε έναν αρκούντως μοχθηρό και σιχαμένο Klingsor. Με πλούσια φωνητικά και υποκριτικά μέσα σκιαγράφησε καλά τον  κακό αυτό ήρωα.
      Τον ρόλο του Titurel, που στην παραγωγή αυτή τραγουδούσε εκτός σκηνής, κράτησε μέσα στο σωστό μουσικό ύφος, ο προικισμένος Rúni Brattaberg, ο οποίος σημείωνε το ντεμπούτο του στη Met.  
     Οι μικρότεροι ρόλοι των ιπποτών και ακολούθων  τραγουδήθηκαν με μουσικότητα  από τους καλλίφωνους Mark Schowalter, Jennifer Forni, Lauren McNeese, Ryan Speedo Green, Andrew Stenson και Mario Chang.  Οι  κόρες των λουλουδιών ερμηνεύτηκαν με τη σωστή δόση ερωτικής αποπλανητικής διάθεσης από τις Kiera Duffy, Lei Xu, Irene Roberts, Haeran Hong, Katherine Whyte και  Heather Johnson. Την ελκυστική χορογραφική τους κίνηση υπέγραφε η χορογράφος Carolyn Choa.
       Η χορωδία, προετοιμασμένη από τον βετεράνο διευθυντή χορωδίας Donald Palumbo, στα μεγάλα της μέρη, εντυπωσίασε με την ηχητική της ομοιογένεια, τη ρυθμική ακρίβεια, τη μουσική πειθαρχία και τον μεγάλο ήχο της.
       Η  όπερα αυτή, όσον αφορά τουλάχιστον στη Met, αποτελούσε εδώ και χρόνια αποκλειστικότητα του James Levine, μουσικού διευθυντή του μεγαλύτερου αυτού αμερικανικού λυρικού θεάτρου, ο οποίος πάντα παρέδιδε υποδειγματικές ερμηνείες.  Ωστόσο, λόγο ασθένειας του τελευταίου και απουσίας του από τη Met από τον Μάιο του 2011  (η μεγάλη επιστροφή δεν αργεί, καθώς τον Μάιο θα διευθύνει συναυλία της ορχήστρας της Met στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης και κατά την επόμενη καλλιτεχνική περίοδο θα διευθύνει τρεις παραγωγές όπερας), η διεύθυνση του έργου ανατέθηκε στον Danielle Gatti.  Ο τελευταίος, που διηύθυνε από μνήμης την παρτιτούρα, αποδείχθηκε άξιος αντικαταστάτης του Levine. Επέλεξε πλατιά tempi και πρόσφερε μια υπέροχη ανάγνωση της όπερας, γεμάτη εκστατικό λυρισμό και υψηλό αίσθημα, ωραία λαξευμένες φράσεις και προσοχή στην ανάδειξη της εξαίσιας ενορχήστρωσης. Η ορχήστρα, με τον γεμάτο μαγευτικά ηχοχρώματα πολυτελή ήχο της, υπήρξε πολύτιμη στην απόδοση της απόλυτα πρωτοποριακής για την εποχή της αρμονικής γλώσσας του Wagner, όπου η έντονη χρωματική αρμονία βρίσκεται στο απόγειό της. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Gatti εκμαίευσε εκλεπτυσμένη ηχητική  ισορροπία πνευστών και εγχόρδων κατά το ευαίσθητο ντουέτο Parsifal-Kundry της δεύτερης πράξης.   
        Συνοψίζοντας, μια πραγματικά άξια και γεμάτη ενδιαφέρουσες ιδέες ερμηνευτική άποψη του πολυδαίδαλου όσο και κολοσσιαίου θρησκευτικού μουσικού δράματος.