David Daniels (Καίσαρας) και Natalie Dessay (Κλεοπάτρα). Φωτο: Met Opera/ Marty Sohl |
H Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης
(The Met) έκλεισε τη φετινή καλλιτεχνική περίοδο των ζωντανών μεταδόσεων (και
τι φανταστική περίοδος που ήταν!), με την όπερα Giulio Cesare HWV 17,
του George Frideric Handel. Πρόκειται για τη διασημότερη όπερα του
κεφαλαιώδους σημασίας μουσουργού, σε λιμπρέτο του Nicola Francesco Haym,
στηριγμένο σε παλαιότερο λιμπρέτο του διακεκριμένου Βενετού Giacomo
Francesco Bussani, γνωστού για επτά ποιητικά κείμενα που μελοποιήθηκαν. H
παγκόσμια πρεμιέρα του έργου δόθηκε στο Λονδίνο, τον Φεβρουάριο του 1724, και η
υποδοχή του κοινού ήταν ενθουσιώδης: με δέος φαντάζεται κανείς τον θρυλικό
καστράτο Senesino και την φημισμένη σοπράνο Francesca Cuzzoni
(δύο στενούς και αγαπημένους συνεργάτες του Handel), να επωμίζονται
αντιστοίχως τους ρόλους του Καίσαρα και της Κλεοπάτρας. Και τι δεν θα έδινε
κανείς για μια τέτοια εμπειρία! Ο Handel προσφέρει μια όπερα δουλεμένη
στην εντέλεια, με μουσική θεϊκά εμπνευσμένη, έξοχες άριες και ensembles που
συγκινούν με την ποιότητά τους.
Η παράσταση που παρακολουθήσαμε σε
ζωντανή μετάδοση από την Met (27/4, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Α.
Τριάντη), ήταν αναβίωση της παραγωγής που είχε σκηνοθετήσει το 2005 ο
ευφάνταστος Σκωτσέζος David McVicar στο Φεστιβάλ του Glyndebourne, με
διαφορετική διανομή όσον αφορά στους περισσότερους ρόλους και τον αρχιμουσικό
(που τότε δεν ήταν άλλος από τον William Christie). Σημειώνουμε ότι το
ανέβασμα του Clyndebourne, που κυκλοφορεί σε DVD, από την πρώτη κιόλας στιγμή
εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς, προτείνοντας στον ρόλο της Κλεοπάτρας την τότε
ανερχόμενη και εντυπωσιακών ικανοτήτων λυρική σοπράνο Danielle de Niese,
η οποία δεν άργησε να γίνει διάσημη διεθνώς. Ο McVicar με τόλμη,
ρισκάρει και κερδίζει μεταφέροντας την υπόθεση από την αρχαία εποχή
(Αλεξάνδρεια, 48 π.Χ.), στην βικτωριανή περίοδο, παρουσιάζοντας τον Καίσαρα ως
Βρετανό ιμπεριαλιστή και τον στρατό του, φορώντας κόκκινες στολές, να εισβάλει
όχι σε αιγυπτιακά εδάφη, αλλά σε εδάφη που θα μπορούσαν να βρίσκονταν κάπου
στην Ινδία ή σε περιοχή της νοτιανατολικής Ασίας. Καθόλου εύκολο να πει κανείς
με βεβαιότητα. Η πρότασή του υπήρξε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και επιτυχής: έδωσε
στην πολύωρη αυτή όπερα (διάρκειας περίπου διακοσίων λεπτών, χωρίς τα
διαλείμματα) μια ιδιαίτερη πνοή και κίνηση. Το χιούμορ, συχνά σαρκαστικό και
υπαινικτικό (στην πρώτη πράξη η Κλεοπάτρα παρουσιάζεται ως ναζιάρα γατούλα του
σεξ, που εύκολα θα μπορούσε να είχε ξεπηδήσει μέσα από ταινία του Bollywood), η
ερωτική διάθεση και μια αισιόδοξη ματιά, εκεί που έπρεπε, συνδυάζονταν άψογα με
τη θαυμάσια κίνηση των τραγουδιστών και με την υποδειγματική όσο και γοητευτική
χορογραφία του Andrew George, ο οποίος δεν ασχολήθηκε μόνο με
τους επαγγελματίες χορευτές που είχε στη διάθεσή του για την παραγωγή, αλλά και
με τους τραγουδιστές: σχεδόν όλες οι κινήσεις των τραγουδιστών ήταν
χορογραφημένες μέσα από μια εντελώς σύγχρονη αντίληψη -με κινησιολογία
επηρεασμένη όχι από τους χορούς του μπαρόκ, αλλά κυρίως από χορούς της εποχής
μας, αλλά και παραδοσιακούς Ινδικούς, που όμως έδεναν εύστοχα με τους ρυθμούς της
μουσικής (βέβαια, το αν θα είχε συμφωνήσει με την εν λόγω άποψη ο Handel,
είναι άλλη υπόθεση). Πραγματικά δύσκολο για τους τραγουδιστές να ερμηνεύουν τις
μεγάλες και απαιτητικές τους άριες χορεύοντας, αλλά τόσο ενδιαφέρον για τα
μάτια του κοινού! Η φρεσκάδα και πρωτοτυπία της παραγωγής ήταν άξιες κάθε
επαίνου.
Ευχαρίστησαν τα κοστούμια της
Γερμανίδας Brigitte Reiffenstuel, που συνδύαζαν μόδες και ρεύματα
διαφορετικών τόπων και εποχών (ινδικά, αιγυπτιακά, ρωμαϊκά και βικτωριανά), τα
σκηνικά του Βρετανού Robert Jones, τόσο εκφραστικά στα χρώματα και στον
σχεδιασμό τους, επίσης πολύ κομψά και στιλιστικά επηρεασμένα από
διαφορετικές εποχές (η αρχαιότητα συναντούσε την βικτωριανή εποχή, αλλά φυσικά
και το μπαρόκ, ειδικά όσον αφορούσε στην χαρακτηριστική μηχανή περιστρεφόμενων
κυλίνδρων που αναπαριστούσε τα ζωηρά κύματα της μεσογείου) και ο εύστοχος, σε
στιγμές ιδιαίτερα διακριτικός μα τόσο αποτελεσματικός, φωτισμός της Βρετανίδας Paule
Constable (έχουμε θαυμάσει το σπάνιο τάλαντο της τελευταίας και σε παραγωγές
της Βασιλικής Όπερας του Covent Garden, της English National Opera και του
Royal National Theatre).
Η διανομή των ρόλων ήταν από κάθε
άποψη δυνατή. Η Met για ακόμη μια φορά απέδειξε ότι είναι σε θέση να
επιστρατεύει και να προτείνει τους καλύτερους παγκοσμίως ενσαρκωτές των ρόλων.
Πιο συγκεκριμένα, το μέρος του Ιουλίου Καίσαρα κράτησε ο Αμερικανός κόντρα
τενόρος David Daniels, που έχει επανειλημμένως επωμισθεί τόσο αυτόν όσο
και άλλους μεγάλους ρόλους χαιντελικών μελοδραμάτων. Με έμπειρη μουσική γνώση,
γεμάτη φωνή, πεντακάθαρες κολορατούρες και μεγαλοπρέπεια έκφρασης απέδωσε έναν
μονάρχη δυναμικό, αλλά και ευαίσθητο, κυρίως απέναντι στην αγωνία της
Κλεοπάτρας και της Κορνηλίας, χήρας του Ρωμαίου στρατιωτικού ηγέτη και έπαρχου
Πομπηίου.
Η Γαλλίδα σοπράνο Natalie Dessay,
που στέκεται πάντα με συγκέντρωση και πάθος απέναντι σε κάθε νέα πρόκληση,
απέδωσε τον ρόλο της Βασίλισσας της Αιγύπτου με ζωηρή έκφραση και γήινη διάθεση
μιας γυναίκας με έντονο ερωτικό πάθος. Ανταποκρίθηκε θαυμάσια στη χιουμοριστική
χορογραφία του George και στην χαρακτηριστική θεατρική κίνηση που της
πρότεινε ο McVicar. Δύσκολα ξεχνάει κανείς την πρωτότυπη χορογραφία
(επηρεασμένη από τον Ινδικό χορό Bharatanatyam και από break dance ή hip hop)
της γρήγορης άριας Non disperar; chi sà? se al regno, που με άνεση
δεινής χορεύτριας χόρεψε η Dessay, ενώ παράλληλα τραγουδούσε με θαυμαστή
ακρίβεια. Σίγουρα, υπήρχαν πολλά να θαυμάσει κανείς στην ειλικρινή και άφθαστων
ποιοτήτων ερμηνεία της εν λόγω σοπράνο. Εντούτοις, αν μας ζητούσαν να
επιλέξουμε και να ξεχωρίσουμε ένα μέρος της όπερας, δεν θα διστάζαμε ούτε
λεπτό: στην συγκλονιστική άρια της δεύτερης πράξης, Se pietà di me non
senti, giusto ciel, κατά την οποία η Κλεοπάτρα, απολύτως παραδομένη στον
έρωτά της για τον Καίσαρα, εκλιπαρεί τους θεούς να τον προστατεύσουν από τους
εχθρούς, η Dessay αποδείχθηκε ερμηνεύτρια μεγάλης κλάσης ξεδιπλώνοντας
τα συναισθήματα της Βασίλισσας με αποκαλυπτική διάθεση και αποδίδοντας την
σπαρακτικά συγκινητική μουσική του Handel με τρόπο απαράμιλλο. Οι
πλατιές λυρικές φράσεις της άριας, το έξοχο ποιητικό κείμενο, η ρομαντική
(γιατί όχι;) έκφραση του μουσουργού, βρήκαν την τραγουδίστρια σε μεγάλη
φόρμα. Εδώ ήταν που έκανε την επιβλητική μουσική εντελώς «δική της»,
προσφέροντας γενναιόδωρα τον καλύτερό της εαυτό. Ναι, μας συγκίνησε βαθιά. Πώς
θα γινόταν άλλωστε, μπροστά σε αυτή την τόσο υψηλή και ξεκάθαρη σε αισθήματα,
μάλιστα σε στιγμές οδυνηρά ανυπόφορα διεισδυτική, μουσική; Ειδικότερα, ο Handel
επιλέγει με ευστοχία και νόημα την αρκετά σπάνια χρησιμοποιούμενη σκοτεινή,
θρηνητική, αλλά και μελαγχολικά ερωτική τονικότητα της φα δίεσης ελάσσονος και
επιτείνει τη δυσβάστακτη αγωνία μέσα από παρατεταμένες καθυστερήσεις φθόγγων,
χαρακτηριστικές αλλοιωμένες ή διάφωνες συγχορδίες, πολλές από τις οποίες είναι
μεθ’ εβδόμης, και γεμάτο νόημα αιχμηρές αποτζατούρες, που δίνουν ή μια τη
θέση τους στην άλλη χωρίς να βρίσκουν πραγματική λύση. Έτσι ακριβώς εκφράζεται
ανάγλυφα ο έρωτας, ο φόβος του χωρισμού και του θανάτου, το ασυγκράτητο τραγικό
και δραματικό πάθος, η συγκίνηση και η αγωνία τόσο του συνθέτη όσο και
της Βασίλισσας των Αιγυπτίων. Εδώ, η Βασίλισσα, η Γυναίκα, ο Έρωτας, ο Θάνατος,
η Ελπίδα, η Αρχή και το Τέλος, γίνονται όλα Ένα. Ο αρχιμουσικός Harry Bicket
πρόσφερε μια ονειρεμένη και όλο εσωτερική φόρτιση συνοδεία. Κατατάσσουμε
αυτή την ερμηνεία στις πολυτιμότερες οπερατικές μας εμπειρίες.
Στον ρόλο της τραγικής Cornelia, η
Ιρλανδή μέτζο σοπράνο Patricia Bardon, μια από τις εκλεκτότερες
μεσοφώνους της εποχής, όπως και στην παλαιότερη βιντεοσκοπημένη παραγωγή του
Glyndebourne, έτσι και τώρα, ξεχώρισε με τη σκουρόχρωμη, βαθιά και όλο θέρμη
καλοδουλεμένη φωνή της. Πέτυχε να υπογραμμίσει τη σημασία των λέξεων του
ποιητικού κειμένου.
Δίπλα της, η Βρετανίδα λυρική
μετζοσοπράνο Alice Coote απέδωσε με ένταση και πνοή τον ρόλο του Sextus,
γιού της Cornelia. Τα μάλλον άχαρα ανδρικά κοστούμια (το κοστούμι στην πρώτη
πράξη έμοιαζε με στολή βρετανού σχολιαρόπαιδου και στη συνέχεια, με στολή
στρατιώτη), δεν εμπόδισαν την ικανή αυτή τραγουδίστρια να φέρει στο προσκήνιο
την πυγμή και πίστη του νεαρού ήρωα που θέλει να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο
του πατέρα του. Τόσο η από κάθε άποψη ωραία φωνή της όσο και η δύναμη
της ερμηνείας της, κερδίζουν αμέσως τις εντυπώσεις. Θαυμάσαμε τις ποιότητες της
τέχνης της στην ευαίσθητα χρωματισμένη απόδοση της άριας Cara speme, questo
core (πρώτη πράξη).
Ο Γάλλος Christoph Dumaux, ένας
από τους χαρισματικότερους κόντρα τενόρους της νέας γενιάς, επωμίσθηκε τον ρόλο
του Tolomeo με μεγάλη γνώση του ύφους, θεατρική διάθεση και καλό γούστο. Με
άνεση τραγούδησε (και χόρεψε!) την εξαιρετικά δεξιοτεχνική άρια L'empio,
sleale, indegno vorria (πρώτη πράξη), μη διστάζοντας ούτε στιγμή
απέναντι στην υψηλή έκταση και τις επικίνδυνα δύσκολες κολορατούρες. Θυμίζουμε,
ότι είχε αντιμετωπίσει τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή του Glyndebourne. Στο τέλος
της όπερας, με χιουμοριστικό τρόπο, και αφού βεβαίως ο ήρωας έχει σκοτωθεί
νωρίτερα από τον Sesto, ο McVicar ακολουθώντας την επιθυμία του ίδιου του Handel, τον επαναφέρει προκειμένου να
τραγουδήσει με τους άλλους ήρωες το καταληκτικό χορωδιακό Ritorni omai nel
nostro core (στο finale «ανασταίνεται» και ο
Achilla, που έχει χάσει τη ζωή του, πριν από τον Tolomeo). Σε όσους φιλόμουσους
αναγνώστες δεν τον έχουν ανακαλύψει ακόμη, προτείνουμε ανεπιφύλακτα την
απαθανατισμένη σε DVD και CDs (δισκογραφική εταιρεία Dynamic) ενσάρκωση του
ρόλου του Giasone, στην ομώνυμη όπερα του Francesco Cavalli, σημαντικoύ
συνθέτη του πρώιμου μπαρόκ.
Στον ρόλο του Achilla, στρατηγού του
Tolomeo, ακούσαμε και είδαμε τον νεαρό Μιλανέζο βαρύτονο Guido
Loconsolo, τον οποίον είχαμε ξεχωρίσει για πρώτη φορά το 2007, όταν ακόμα
συμμετείχε στο πρόγραμμα νέων καλλιτεχνών της Scala του Μιλάνου. Γνωστός κυρίως
για ρόλους έργων του Giuseppe Verdi, Giacomo Puccini, αλλά και Wolfgang
Amadeus Mozart, απέδειξε σε αυτή την παραγωγή και την πολύ καλή του σχέση
με το χαιντελικό ύφος ερμηνεύοντας με προσωπικότητα και πλούσια φωνή τον ρόλο
του.
Ο Μαροκινός Rachid Ben Abdeslam
(κόντρα τενόρος που έχει διακριθεί σε πάμπολλες συμμετοχές μεγάλων παραγωγών
όπερας μπαρόκ κατά την τελευταία δεκαετία), υπήρξε φωνητικά και υποκριτικά
απολαυστικός, αποδίδοντας με χιούμορ και ενθουσιασμό τον ρόλο του Nireno,
υπηρέτη της Κλεοπάτρας και του Tolomeo, ρόλο τον οποίο είχε ερμηνεύσει και κατά
την παρουσίαση της όπερας στο Glyndebourne. Ξεχωρίσαμε την εκφραστικά εύφορη
ερμηνεία της άριας Chi perde un momento (πράξη δεύτερη), την οποία
τραγούδησε και χόρεψε με άφθονο κέφι (σε αυτή την παραγωγή, οι τραγουδιστές
εξασκούσαν συνεχώς και τις χορευτικές τους ικανότητες!).
Στον ρόλο του Curio εκτιμήσαμε τον
εξίσου ικανό Αμερικανό βαρύτονο John Moore (απόφοιτο του Lindemann Young
Artists Development Program).
H χορωδία και η ορχήστρα της Met,
άψογα προετοιμασμένες, ερμήνευσαν με απόλυτη αίσθηση των ζητουμένων της μπαρόκ
μουσικής, υπό τη διεύθυνση του ακούραστου Harry Bicket, έμπειρου
εξερευνητή της παλιάς μπαρόκ και από το 2007 καλλιτεχνικού διευθυντή του
φημισμένου συνόλου παλαιάς μουσικής The English Concert. Είχαμε εκτιμήσει τις
αρετές του Bicket μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν είχε διευθύνει την
Μεγαλοψυχία του Tito (La clemenza di Tito, KV 621) του Mozart,
παραγωγή που παρακολουθήσαμε σε απευθείας μετάδοση από την Met (Μέγαρο Μουσικής
Αθηνών, Αίθουσα Α Τριάντη, 1/12/2012). Ο Bicket, στηρίζοντας τους τραγουδιστές
με κατανόηση και φανερό ενδιαφέρον, πέτυχε με υποδειγματικό τρόπο να οδηγήσει
την παράσταση σε υψηλά ερμηνευτικά επίπεδα. Υπογράμμισε τους καλολαξευμένους
ρυθμούς της παρτιτούρας (τα περισσότερα μέρη της όπερας, όπως συμβαίνει στο
μπαρόκ, είναι καμουφλαρισμένοι χοροί), ενώ παράλληλα φρόντισε για την ανάδειξη
της εκλεπτυσμένης ενορχήστρωσης και της ευαίσθητης αρμονίας του Handel.
Τα συναισθήματα των ηρώων, που εκφράζονται με γενναιοδωρία και αισθαντικότητα
στην όπερα, βρήκαν στο πρόσωπο του μαέστρου έναν σπουδαίο εκφραστή.