Ο αρχιμουσικός και πιανίστας Γιώργος Πέτρου |
Κατά την καλλιτεχνική περίοδο που
μόλις ολοκληρώθηκε (2012-2013), τόσο η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ), όσο και η
Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, επέλεξαν να παρουσιάσουν
κύκλους έργων του Ludwig van Beethoven. Η πρώτη, τις Εννέα Συμφωνίες,
ενώ η δεύτερη, τα Κοντσέρτα για πιάνο. Ο δεύτερος κύκλος τιτλοφορήθηκε
-προς χάριν εντυπωσιασμού;- Τα Εννέα Κοντσέρτα για πιάνο του Ludwig van
Beethoven: βεβαίως τα κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα του μουσουργού ήταν
και παραμένουν πέντε, τα άλλα τέσσερα έργα που περιλήφθηκαν στον κύκλο ήταν το
νεανικό Κοντσέρτο για πιάνο, WoO4, το οποίο ολοκληρώθηκε όταν ο Beethoven
ήταν δεκατριών ετών και διέμενε στη Βόννη (σώζεται μόνο το μέρος του πιάνου
-όχι εκείνο της ορχήστρας- το οποίο περιλαμβάνει ορισμένες μόνο ενορχηστρωτικές
ενδείξεις), η μεταγραφή του Κοντσέρτου για βιολί, Op. 61, το Τριπλό
Κοντσέρτο για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο, Op. 56, και η Φαντασία για
πιάνο, χορωδία και ορχήστρα, Op. 80.
Σημειώνουμε ότι κατά τη φετινή
καλλιτεχνική περίοδο, ικανός αριθμός πιανιστών ερμήνευσε τον πλήρη κύκλο των
Σονατών για πιάνο του ίδιου συνθέτη. Όλες οι βραδιές έλαβαν χώρα στο
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών: οι συμφωνικές συναυλίες, στην Αίθουσα Δημήτρης
Λαμπράκης, και τα ρεσιτάλ, στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Beethoven
είναι ένας από τους αγαπημένους συνθέτες τόσο του κοινού όσο και των
ερμηνευτών. Από την εποχή που ζούσε και δημιουργούσε, μέχρι και τις μέρες μας,
δεν έχασε τη δημοτικότητά του και δεν σταμάτησε να εμπνέει ολόκληρες γενιές.
Εντούτοις, η ερμηνεία του πολύτιμου όσο και πολυδαίδαλου έργου του, ζητά πολλά
από τους ερμηνευτές που θα επιλέξουν να το προσεγγίσουν. Οι συνθέσεις του,
ερμηνευτικά εύφορες και μεταξύ τους τόσο διαφορετικές σε σύλληψη, χαρακτήρα και
δομή, δίνουν την ευκαιρία στον ερμηνευτή να παρουσιάσει τις δυνατότητές του
στην πληρότητά τους, αλλά επίσης, είναι σε θέση να τον καταπιούν και να
εκθέσουν κάθε του μουσική ή τεχνική αδυναμία και ατέλεια.
Οι αθηναϊκές μπετοβενικές ερμηνείες
που παρακολουθήσαμε κατά τους τελευταίους μήνες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, περιείχαν αρκετές συναρπαστικές στιγμές, αλλά και άλλες σαφώς λιγότερο
επιτυχείς (σε αυτό το
σημείωμα θα αναφερθούμε αποκλειστικά στις Συμφωνίες και στα Κοντσέρτα, καθώς στα ρεσιτάλ που παρακολουθήσαμε, αναφερθήκαμε σε προηγούμενο σημείωμά μας).
Ειδικότερα, η ΚΟΑ, υπό τη διεύθυνση
του καλλιτεχνικού της διευθυντή Βασίλη Χριστόπουλου, παρουσίασε
τον κύκλο των εννέα συμφωνιών σε πέντε συναυλίες: 19/10 (Συμφωνίες αρ. 1 και
3), 16/11 (Συμφωνίες αρ. 4 και 2), 30/12 (Συμφωνία αρ. 9), 21/3
(Συμφωνίες αρ. 8 και 5), 31/5 (Συμφωνίες αρ. 6 και 7). Η
προσέγγιση του πλήρους κύκλου των μπετοβενικών συμφωνιών για έναν μαέστρο είναι
σαν να ανεβαίνει το μουσικό Everest: πραγματικά, δεν μπορεί κανείς να πει με
βεβαιότητα αν είναι δυσκολότερο για έναν εξερευνητή να πατήσει τις κορυφές του
ψηλότερου βουνού της οροσειράς των Ιμαλαΐων ή για έναν μαέστρο να φτάσει με
επιτυχία στο τέλος του εν λόγω συμφωνικού κύκλου. Πρόκειται ασφαλώς για μια
μεγάλη πρόκληση, για μια συναρπαστική διαδρομή, η οποία όμως κρύβει και
αναπάντεχες δυσκολίες. Δίχως άλλο, ο Χριστόπουλος έχει συμβάλει στην
ποιοτική εξέλιξη της ΚΟΑ, πρόοδο την οποία παρακολουθούμε με ενθουσιασμό από
τότε που ο ίδιος ανέλαβε τα ηνία του συνόλου, την άνοιξη του 2011. Η βελτίωση
της ηχητικής ποιότητας της ΚΟΑ, όπως και η επιμονή στη λεπτομέρεια, είναι
στοιχεία που γίνονται αντιληπτά σε κάθε συναυλία. Ο κύκλος Beethoven, δεν
αποτέλεσε εξαίρεση, τουλάχιστον όσον αφορά στο μεγαλύτερο μέρος του. Όπως
προαναφέραμε, κάθε συμφωνία, είναι ένας διαφορετικός κόσμος, και τόσο ο
μαέστρος όσο και η ορχήστρα (οι μουσικοί έδειχναν πραγματικά να απολαμβάνουν
την μεταξύ τους συνεργασία!), έβαλαν τα δυνατά τους προκειμένου να
προσφέρουν προσεγγίσεις που δικαίωναν τις αθάνατες παρτιτούρες. Οι εξάρσεις
και ο ηρωικός χαρακτήρας των Συμφωνιών αρ. 3, 5 και 7, ή ο
λυρισμός και η κομψότητα των Συμφωνιών αρ. 1, 2 και 4, βγήκαν
στην επιφάνεια. Το στοιχείο της μοίρας, ειδικά του πρώτου μέρους, Allegro,
της Συμφωνίας αρ. 5, υπογραμμίστηκε με την απαιτούμενη ένταση. Στο
τελευταίο μέρος της Συμφωνίας αρ. 9, Presto; Allegro molto assai
(Alla marcia); Andante maestoso; Allegro energico, sempre ben marcato,
ικανοποιητική κρίθηκε η σύμπραξη των Χορωδιών της Ραδιοφωνίας WDR της Κολωνίας
και της Χορωδίας της EΡΤ, όπως και το φωνητικό κουαρτέτο (Μυρτώ Παπαθανασίου,
σοπράνο, Ειρήνη Καράγιαννη, μέτζο σοπράνο, Endrik Wottrich,
τενόρος, Reinhard Hagen, μπασοβαρύτονος), το οποίο αντιμετώπισε χωρίς
δυσκολίες τις ρυθμικές παγίδες και την υψηλή tessitura.
Ωστόσο, υπήρξαν φορές κατά τη διάρκεια
του κύκλου, που αποζητούσε κανείς περισσότερη αλήθεια και ενδιαφέρον στη
συναισθηματική κλιμάκωση των μεγάλων παραγράφων των αργών μερών, λ.χ. Συμφωνία
αρ. 9, τρίτο μέρος, Adagio molto e cantabile. Επίσης, βρήκαμε ότι
υπήρξαν αρκετές στιγμές αμηχανίας στη διατύπωση της αδρής μπετοβενικής
ρητορικής γραφής ή σε σχέση με τη σύνδεση δομικών στοιχείων που θα έδιναν
σαφέστερο νόημα στη «μεγάλη γραμμή» και στα οργανικά στοιχεία που αναπτύσσονται
κατά τη διάρκεια των μερών, λ.χ. Συμφωνία αρ. 7, πρώτο μέρος, Poco
sostenuto-Vivace. Επιπλέον, διαπιστώσαμε ότι υπήρξε μάλλον αδύναμη η
ερμηνεία της Συμφωνίας αρ. 6, Ποιμενική, όπου ούτε ο
λυρισμός, ούτε η μεγαλοπρέπεια ή το υπέροχο συγκινητικό αίσθημα της
μουσικής, αναδείχθηκαν επαρκώς. Θα θέλαμε περισσότερη αγάπη και θέρμη στο
ξεδίπλωμα των μουσικών παραγράφων. Και σίγουρα, περισσότερη χαρά, ειδικά στο
πρώτο μέρος, Erwachen heiterer Empfindungen bei der Ankunft auf dem
Lande-Allegro ma non troppo: είχαμε φθάσει στην coda, χωρίς να έχουμε
βιώσει και αντιληφθεί το «πώς». Οι κλιμακώσεις των μεγάλων φράσεων λάμβαναν
χώρα χωρίς πάντα εσωτερικό παλμό. Κατά διαστήματα είχαμε η εντύπωση ότι η
μουσική απλά κυλούσε, χωρίς ουσιαστική κατεύθυνση ή στόχο.
Προχωρώντας τώρα στον κύκλο των
Κοντσέρτων για Πιάνο (12, 13 και 14/4), πρέπει να πούμε ότι κέρδισε τις
εντυπώσεις ο αρχιμουσικός και πιανίστας Γιώργος Πέτρου, που τα τελευταία
χρόνια αναπτύσσει μια έντονη και επιτυχημένη διεθνή συναυλιακή και δισκογραφική
δραστηριότητα αφιερώνοντας την τέχνη του στη μελέτη και ερμηνεία κυρίως (αλλά
όχι μόνον!) της μουσικής της μπαρόκ και κλασικής εποχής. Κατά τη διάρκεια του
κύκλου, εκτιμήσαμε την προσοχή που έχει επενδύσει στην προσέγγιση του ύφους της
εποχής και στον τρόπο που θα εκμαιεύσει έναν ιδιαίτερο ήχο από τα όργανα
εποχής, τα οποία χρησιμοποιούνται από την ορχήστρα που έχει στην διάθεσή του,
την Καμεράτα, καλά προετοιμασμένη και έτοιμη να αποδώσει με ενθουσιασμό.
Οι αναγνώσεις που παραδόθηκαν από τον Πέτρου και την ορχήστρα του, τόσο
όσον αφορούσε στα μέρη από το μπαλέτο Τα Πλάσματα του Προμηθέα, Op. 43,
με τα οποία άνοιγαν οι συναυλίες, όσο και κατά τη συνοδεία των κοντσέρτων,
χαρακτηρίζονταν από μεγάλη προσοχή και ακρίβεια στον σχηματισμό των φράσεων και
στο λάξευμα ενός κρυστάλλινου και αναλυτικού ήχου, όπως και από σπινθηροβόλα
διάθεση στα γρήγορα μέρη: η σβελτάδα της σκέψης του και το καλό μουσικό
γούστο ξεχώριζαν κάθε στιγμή. Μια πραγματικά “con spirito!” διάθεση
επικρατούσε, εμπνέοντας τους σολίστ και δίνοντάς τους την ευκαιρία να εκθέσουν
με άνεση την άποψή τους και τα συναισθήματά τους απέναντι στα μεγάλα έργα που
αντιμετώπιζαν.
Ειδικότερα, στο πνεύμα των ιστορικών
ερμηνειών, τη θέση του σύγχρονου πιάνου πήρε ένα σπάνιο fortepiano του 1820, το
οποίο ανήκει στον Πέτρου και κατασκευάστηκε από τον Σκωτσέζο Robert
Stodardt (1748-1831), συνεργάτη του περίφημου, επίσης Σκωτσέζου
κατασκευαστή, John Broadwood (1732-1812), ιδρυτή της εταιρείας Broadwood
and Sons. Θυμίζουμε ότι ο τελευταίος, το 1817, είχε προσφέρει ένα
fortepiano στον ίδιο τον Beethoven, ο οποίος το είχε δεχθεί με
ασυγκράτητο ενθουσιασμό. Η ευτυχία του να απολαμβάνει κανείς την απόδοση ενός
τέτοιου σπάνιου οργάνου ήταν ιδιαίτερη και μεγάλη. Ο ιδιαίτερος ήχος του fortepiano επιτρέπει στην υφή των έργων του
συνθέτη να αναδειχθεί στην πληρότητά της και η ατέρμονη ποικιλία των
ηχοχρωμάτων που παράγει (τόσοι διαφορετικοί ήχοι!), δύσκολα αφήνουν κάποιον
ασυγκίνητο. Εντούτοις, δεν μπορούμε να κρύψουμε την άποψή μας ότι τα παλιά αυτά
όργανα θα πρέπει να προστατεύονται και όχι να υποβάλλονται σε πολύωρες
δοκιμασίες. Μουσικοί με μικρή ή καθόλου εμπειρία στην αντιμετώπιση παλαιών
οργάνων, όπως υπήρξαν στην πλειοψηφία τους οι εκλεκτοί σολίστ πιάνου που το
χειρίστηκαν, εύκολα μπορούν να το τραυματίσουν, βεβαίως παρά τη θέλησή τους:
ακριβώς αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του πρώτου μέρους, Allegro,
του Κοντσέρτου αρ. 3, Op. 37, από τον Θανάση Αποστολόπουλο, όταν
ξαφνικά το πεντάλ αποκολλήθηκε και χρειάστηκε να διακοπεί η συναυλία, προκειμένου
ο χορδιστής (Γιάννης Καρύδας), μετά από αγωνιώδη προσπάθεια, να το
μπαντάρει για να μπορεί να είναι σε θέσει να λειτουργήσει.
Όσον αφορά στις ερμηνείες των σολίστ,
τη πρώτη βραδιά, ο απολαυστικός Νίκος Λαάρης πρόσφερε μια αναλυτική,
ηχητικά καλά εστιασμένη, νευρώδη και μουσικότατη ερμηνεία (υπήρξε
ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα στην ανάδειξη των στοιχείων της μοτιβικής επεξεργασίας)
του Κοντσέρτου αρ. 1, Op. 15. Στη συνέχεια, ο Στέφανος Νάσος
απέδωσε με δακτυλική άνεση και μουσική ευχέρεια το Κοντσέρτο αρ. 2, Op. 19,
ενώ η συναυλία έκλεισε με μια στιβαρή ανάγνωση του Κοντσέρτου αρ. 5, Op. 73,
από τον Τάσο Πάππα.
Κατά τη δεύτερη βραδιά, ο Τίτος
Γουβέλης χάρισε μια λυρική και αναμενόμενα δεξιοτεχνική ερμηνεία της
μεταγραφής του Κοντσέρτου για βιολί, Op. 61 (σημειώνουμε ότι η μεταγραφή
πραγματοποιήθηκε από ίδιο τον Beethoven), ενώ ο Θοδωρής Τζοβανάκης
έπαιξε με ευαισθησία και άφθονο charm το νεανικό Κοντσέρτο αρ.0, WoO4
(ενορχήστρωση του Φίλιππου Τσαλαχούρη). Ιδιαίτερο γεγονός της συναυλία
αποτέλεσε η παρουσία της Αλεξάνδρας Παπαστεφάνους, που με
ουσιαστική γνώση και στοχαστικό λυρισμό προσέγγισε το σολιστικό μέρος του Κοντσέρτου
αρ. 4, Op. 58. Αναλυτικότερα, η μουσικός υπογράμμισε με νόημα και σπάνια
φαντασία, τη μεγαλοπρέπεια, το δράμα και το μυστήριο που διέπει το έργο. Δεν θα
ξεχάσουμε την ιδιαίτερη συγκέντρωσή της και τη δυνατή αφηγηματική της
προσέγγιση στο θεατρικό και όλο τραγική μεγαλοπρέπεια δεύτερο μέρος, Andante
con moto, που με αισθαντικότητα ολοκληρώνεται στην τονικότητα της μι
ελάσσονος (σχετικά με το μέρος αυτό ο συνθέτης, διακεκριμένος θεωρητικός,
κριτικός και στενός φίλος του Felix Mendelssohn Bartholdy, Adolf
Bernhard Marx προτείνει την εύστοχη περιγραφή της καθόδου του Ορφέα στον
Άδη). Αξίζει να προσθέσουμε ότι η καλλιτέχνις διατηρεί εδώ και χρόνια μια
ιδιαίτερη σχέση με τα πληκτροφόρα όργανα εποχής (μολονότι στις δημόσιες
εμφανίσεις της πάντα προτιμάει το σύγχρονο πιάνο) και χωρίς δυσκολία προσάρμοσε
το toucher και την υποδειγματική τεχνική της στις απαιτήσεις του fortepiano.
Κατά την τελευταία συναυλία, το Τριπλό
Κοντσέρτο για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο, Op. 56, έλαβε μια καλά
αρθρωμένη ερμηνεία, με σωστή εκφραστική και ηχητική ισορροπία ανάμεσα στους
τρεις σολίστ, Sergiu Nastasa, βιολί, Γιώργο Πέτρου, πιάνο και Άγγελο
Λιακάκη, βιολοντσέλο. Την ίδια βραδιά, ο Θανάσης Αποστολόπουλος
πρότεινε μια σφριγηλή και σωστά δομημένη ανάγνωση του Κοντσέρτου αρ. 3, Op.
37.
H συναυλία –και ο εν λόγω μπετοβενικός κύκλος- σφραγίστηκε με τη Φαντασία για πιάνο, χορωδία και ορχήστρα, Op. 80, ένα πρωτότυπο όσο και ενδιαφέρον έργο, τόσο λόγω του συνδυασμού των δυνάμεων όσο και του συνδυασμού διαφορετικών μουσικών μορφών που εμπεριέχονται σε αυτό, το οποίο προετοιμάζει το έδαφος για την εμβληματική Συμφωνία αρ. 9, Op. 125. Ο Χαράλαμπος Αγγελόπουλος έπαιξε με έξοχο αυτοσχεδιαστικό οίστρο την εναρκτήρια cadenza και με συναισθηματική ένταση εξερεύνησε το υπόλοιπο σολιστικό μέρος, ενώ η Μικτή Χορωδία του Δήμου Αθηναίων (διδασκαλία χορωδίας: Σταύρος Μπερής) και οι σολίστ προερχόμενοι από αυτή, όλοι άρτια προετοιμασμένοι, απέδωσαν με πνοή και τονική ακρίβεια.
H συναυλία –και ο εν λόγω μπετοβενικός κύκλος- σφραγίστηκε με τη Φαντασία για πιάνο, χορωδία και ορχήστρα, Op. 80, ένα πρωτότυπο όσο και ενδιαφέρον έργο, τόσο λόγω του συνδυασμού των δυνάμεων όσο και του συνδυασμού διαφορετικών μουσικών μορφών που εμπεριέχονται σε αυτό, το οποίο προετοιμάζει το έδαφος για την εμβληματική Συμφωνία αρ. 9, Op. 125. Ο Χαράλαμπος Αγγελόπουλος έπαιξε με έξοχο αυτοσχεδιαστικό οίστρο την εναρκτήρια cadenza και με συναισθηματική ένταση εξερεύνησε το υπόλοιπο σολιστικό μέρος, ενώ η Μικτή Χορωδία του Δήμου Αθηναίων (διδασκαλία χορωδίας: Σταύρος Μπερής) και οι σολίστ προερχόμενοι από αυτή, όλοι άρτια προετοιμασμένοι, απέδωσαν με πνοή και τονική ακρίβεια.
Ναι, ένας κύκλος που ευχαρίστησε όλους
όσους με μεγάλο ενδιαφέρον τον παρακολουθήσαμε!