Maria Luigia Borsi (Butterfly) και Olesya Petrova (Cio-Cio-San) στην παράσταση της "Madama Butterfly". Φωτο: Stefanos |
Σε πρόσφατο σημείωμά μας, αναφερόμενοι
στο ανέβασμα του βαγκνερικού Ιπτάμενου Ολλανδού από την Εθνική Λυρική
Σκηνή (ΕΛΣ), που είχε παρουσιαστεί τον Ιούνιο, είχαμε παρατηρήσει, ότι θα ήταν
επιθυμητό και ταιριαστό κατά το έτος Wagner-Verdi (διακόσια
χρόνια από τη γέννησή τους), το λυρικό μας θέατρο στο πλαίσιο της συνεργασίας
του με το Φεστιβάλ Αθηνών, να είχε ανεβάσει μια όπερα του Giuseppe Verdi
και μάλιστα από τις πιο σπάνια παρουσιαζόμενες. Στη θέση όπερας του Verdi,
όμως, προτάθηκε μια από τις ωραιότερες και δημοφιλέστερες όπερες του Giacomo
Puccini. Ο λόγος για την Madama Butterfly. Το έργο είχε
πρωτοπαρουσιάστηκε το 1904 στη Scala του Μιλάνου και αρχικά δεν βρήκε την
αναμενόμενη επιτυχία. Ωστόσο, σύντομα, κατά τους επόμενους μήνες και στην
αναθεωρημένη του εκδοχή, αναγνωρίστηκε ως σπουδαίο έργο και έλαβε περίοπτη θέση
στις πλέον αγαπημένες όπερες του διεθνούς ρεπερτορίου. Έκτοτε δεν έχει χάσει τη
δημοτικότητά της. Στην Ελλάδα, πρόκειται για όπερα που έχουμε επανειλημμένως
παρακολουθήσει από την ΕΛΣ.
Για το πρόσφατο ανέβασμα στο Ωδείο
Ηρώδου του Αττικού (27, 28, 30, 31/7, παρακολουθήσαμε τις δύο πρώτες
παραστάσεις, με διαφορετικές διανομές), προσκλήθηκε ο διακριμένος Αργεντινός Hugo
de Ana, που υπέγραψε τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά τα κοστούμια. Ο de Ana
είναι γνωστός για τις μεγαλόπνοες οπερατικές παραγωγές του σε μεγάλα λυρικά
θέατρα και φεστιβάλ (κυρίως στην Αρένα της Βερόνα). Θυμίζουμε ότι μόλις πριν
από έναν χρόνο (26-29/7/2012), ο ίδιος είχε αναλάβει την παραγωγή της Tosca
(Puccini), στον ίδιο χώρο, πάλι προσκαλεσμένος από την ΕΛΣ.
Σε συνεργασία με τον σταθερό του
σταθερό συνεργάτη Sergio Metalli, υπεύθυνο σχεδιασμού προβολών, και την Leda
Lojodice, υπεύθυνη κινησιολογίας, πρότεινε μια κινηματογραφικής έμπνευσης
παραγωγή. Πέτυχε επιτυχώς να μετατρέψει τη σκηνή του Ρωμαϊκού Ωδείου, σε
γιαπωνέζικο τοπίο μέσω κατάλληλων προβολών (λχ. είδαμε πεταλούδες να πετούν, τα
κύματα από γνωστή ξυλογραφία του Katsushika Hokusai, να κινούνται),
χαρακτηριστικών αντικειμένων της ιαπωνικής τέχνης, έξοχα σχεδιασμένων
βενταλιών, πολυτελέστατων πολύχρωμων κοστουμιών (που εμπνέονταν από
παραδοσιακές ενδυμασίες των Ιαπώνων), εξαιρετικού μακιγιάζ και ατμοσφαιρικού
φωτισμού (Vinicio Cheli). Εκμαίευσε από τους τραγουδιστές την
απαιτούμενη ένταση. Ξετύλιξε με παθιασμένη τραγικότητα το δράμα της νεαρής
γκέισας (Madama Butterfly, Cio-Cio-San), που παντρεύεται τον Αμερικανό
αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού (Pinkerton) και τελικά εγκαταλείπεται από
αυτόν: ο αξιωματικός επιστρέφει στο τέλος της όπερας με τη νέα του
(Αμερικανίδα) σύζυγο προκειμένου να της πάρει το παιδί, που είχε κάνει μαζί
της. H Butterfly οδηγείται στην αυτοκτονία, για να διαφυλάξει την τιμή της.
Ναι, πιστεύουμε ότι το οπτικό-εικαστικό μέρος της παραγωγής κολάκευε τα μάτια
του κοινού και έπεισε με την αμεσότητά του στήνοντας μια πραγματικά παραμυθένια
ατμόσφαιρα, σε όλα της γοητευτική.
Στις δύο διανομές που παρακολουθήσαμε
τον ρόλο της Butterfly κράτησαν εναλλάξ οι Maria Luigia Borsi και Celia
Costea (παρενθετικά αναφέρουμε ότι η διεθνώς αναγνωρισμένη Αλεξία
Βουλγαρίδου, που καταχειροκροτήθηκε ως ενσαρκτώτρια του ρόλου στην
Όπερα του Αμβούργου, το Νοέμβριο του 2012, και πρόκειται να επαναλάβει την
ηρωίδα στις αρχές του 2014, στην Ιαπωνία, επίσης θα αποτελούσε μια εύστοχη
επιλογή).
Με μεστές φωνές, οι δύο έμπειρες
λυρικές τραγουδίστριες πρότειναν καλά αρθρωμένες και εκλεπτυσμένες ερμηνείες
αυτού του εμβληματικού και από κάθε άποψης τόσο απαιτητικού ρόλου. Χωρίς σε
καμία περίπτωση να θέλουμε να υποτιμήσουμε την προσφορά της Borsi,
ομολογούμε ότι βρήκαμε την σε βάθος επεξεργασμένη ερμηνεία της Costea πιο
ανθρώπινη και συγκινητική (ειδικά όσον αφορά την τελική σκηνή της όπερας: με
πόση πληρότητα αισθημάτων τραγούδησε την άρια Tu, tu piccolo Iddio! και
πόσο καλά έκτισε τη στιγμή του θανάτου της). Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο
μετέφεραν την αψεγάδιαστη αγνότητα και ηρωική ειλικρίνεια της ηρωίδας, ενώ η
γλώσσα του σώματός τους ακολουθούσε τις συναισθηματικές απαιτήσεις του ρόλου.
O Walter Fraccaro (πρώτη
διανομή) αντιμετώπισε τον ρόλο του υποπλοίαρχου Pincerton με
αναμφισβήτητο επαγγελματισμό και ικανότατη τεχνική, εντούτοις ήταν ο νεαρός Luciano
Ganci, που κέρδισε τις εντυπώσεις προτείνοντας έναν ήρωα μουσικά και
υποκριτικά πιο γοητευτικό και άμεσο. Η ποιότητα της φωνής του τελευταίου είναι
υψηλής κλάσης, με ποικιλία ηχοχρωμάτων και ελκυστικότατο τέμπρο. Ερμήνευσε τις
άριες με θαυμάσιο αίσθημα και λυρισμό (ειδικά την Adio fiorito asil).
Σίγουρα είναι ένας καλλιτέχνης που θα χαιρόμασταν να ξανακούγαμε στην Ελλάδα.
Ως Suzuki, υπηρέτρια της Cio-Cio-San
(και στις δύο διανομές), ευχαρίστησε ιδιαίτερα η Olesya Petrova, έξοχη
νεαρή δραματική μεσόφωνος-contralto πολλών δυνατοτήτων, με φωνή βαθιά,
σκουρόχρωμη, γεμάτη και μεγάλη σε έκταση. Κάθε μουσική φράση της ήταν
μελετημένη και με νόημα διατυπωμένη. Εκείνη ήταν που έλαβε το δυνατότερο
χειροκρότημα του κοινού και πραγματικά το άξιζε!
Ο φωνητικά ώριμος και επιβλητικός Δημήτρης
Πλατανιάς (πρώτη διανομή) και ο σκηνικά κομψός Διονύσης Σούρμπης
(δεύτερη διανομή) υποστήριξαν τον ρόλο του Αμερικανού πρόξενου Sharpless με τη
γνωστή τους υπευθυνότητα, μουσικότητα και με φωνές γεμάτες.
Στον ρόλο του Goro, φιλάργυρο και
πιεστικό μεσίτη γάμων, ο Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος κρίθηκε ιδανικός.
Χειρίστηκε τη φωνή του με μεγάλη τέχνη, κινήθηκε με την άνεση έμπειρου ηθοποιού
(πόσο πετυχημένο το υπερκινητικό body language του) και έπλασε έναν ρόλο άλλοτε
ευφυώς υποχθόνιο, γλοιώδη και άλλοτε κωμικό. Ένας όντως χαρισματικός
καλλιτέχνης και υποδειγματικός καρατερίστας.
Στους συντομότερους ρόλους
ικανοποίησαν οι Χαράλαμπος Βελισάριος (Yamadori), Τάσος Αποστόλου
(Bonze, θείος της Cio-Cio-San) και Πέτρος Σαλάτας (Yakuside).
Η Χορωδία της ΕΛΣ τραγούδησε με
καθαρότητα άρθρωσης τα μέρη της, όχι όμως πάντα και με αψεγάδιαστη τονική
ακρίβεια και συγχρονισμό.
Ο αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης
υποστήριξε μια ευθύβολη διεύθυνση, η οποία όμως μέσα στην μάλλον μονοκόμματη
κοψιά της, εν πολλοίς δεν μπόρεσε να φωτίσει επαρκώς τα βαθύτερα επίπεδα του
δράματος και ειδικά να αναδείξει την ορχηστρική λαμπρότητα της άψογα
δουλευμένες αριστουργηματικής πουτσίνιας παρτιτούρας. Χανόταν η αίσθηση
των εύφορων αρμονικών στοιχείων: υποτιμήθηκαν αρκετές από τις θαυμάσιες, ενίοτε
μεθυστικές, χρωματικές μετατροπίες, που εκδηλώνουν ψυχικές εναλλαγές και
μεταπτώσεις. Ακόμα, θα επιθυμούσαμε μεγαλύτερη ερμηνευτική αξιοποίηση των
μοτιβικών στοιχείων (εδώ o Puccini οφείλει πολλά στην προσφορά του Richard
Wagner). Κάποιες ουσιαστικές εναλλαγές δυναμικής αγνοήθηκαν και
χαρακτηριστικές συναισθηματικές κλιμακώσεις μεγάλων μουσικών παραγράφων
δυσκολεύονταν να εκτονωθούν με νόημα, κυρίως κατά την πρώτη πράξη. Επιπλέον,
λόγω κακού υπολογισμού της ηχητικής έντασης, η ορχήστρα συχνά κάλυπτε τις
φωνές. Από την πλευρά τους, τα μέλη της ορχήστρας, απέδωσαν με αρκετή συνέπεια
(αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες τονικές τραχύτητες του α' όμποε).
Τέλος, εδώ οφείλουμε να ξεχωρίσουμε
την άξια πολλών επαίνων συμβολή του Αλέξανδρου Θεοφυλάκτου, εξάρχοντα
βιολονίστα της ορχήστρας. Ειδικά κατά το δημοφιλές intermezzo της δεύτερης
πράξης, ο γλυκός, τονικά ακριβής και ζεστά εκφραστικός ήχος του βιολιού του,
έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση του ονειρικού κλίματος, το οποίο
περιέχει τραγικές αποχρώσεις και αποτυπώνει με αμεσότητα το δράμα της μοιραίας
Butterfly.