Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Σταθερή ανοδική πορεία της ΚΟΑ



Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (φωτο: ΚΟΑ)



Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ) συνεχίζει εμπράκτως να αποδεικνύει ότι υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του αρχιμουσικού Βασίλη Χριστόπουλου, που από τον Μάιο του 2011 κρατάει το τιμόνι της, ακολουθεί μια σταθερή ανοδική πορεία ποιότητας. Μάλιστα, από την περσινή κιόλας καλλιτεχνική περίοδο διαπιστώσαμε μια ξεχωριστή σοβαρότητα όσον αφορά στην προετοιμασία της, στην ερμηνευτική προσέγγιση των έργων, αλλά και όσον αφορά στη δόμηση των προγραμμάτων, με δημιουργία θεματικών κύκλων συναυλιών και εύστοχη επιλογή ρεπερτορίου. 
Για τη νέα καλλιτεχνική περίοδο της ΚΟΑ, που μόλις εγκαινιάστηκε, ανακοινώθηκε ένα ιδιαίτερα καλοσχηματισμένο πρόγραμμα με κεντρικό άξονα τις Εννέα Συμφωνίες του Ludwig van Beethoven. Παράλληλα με τον μπετοβενικό κύκλο, υπάρχουν και άλλοι δύο κύκλοι, «Ισπανία» (España) και «Νέοι δημιουργοί και αναδημιουργοί», που αναμένεται να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του κοινού. Εκλεκτοί σολίστ, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό, λαμπρύνουν τα προγράμματα της ορχήστρας. Αξίζει επίσης να προστεθεί εδώ, ότι οι συναυλίες από φέτος, μεταδίδονται από το Γ’ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, γεγονός που ασφαλώς συντελεί στην αύξηση του κοινού της ιστορικής ορχήστρας.
Κατά την πρώτη συναυλία της φετινής καλλιτεχνικής περιόδου (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 5/10), η ΚΟΑ άφησε άρτιες εντυπώσεις ερμηνεύοντας έργα Νίκου Σκαλκώτα (Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα) και Gustav Mahler (Συμφωνία αρ. 1, Τιτάν).
 Ειδικότερα, στο έργο του Σκαλκώτα, που ολοκληρώθηκε το 1938, τόσο η ορχήστρα όσο και ο Χριστόπουλος, επέδειξαν ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στην ιδιάζουσα μουσική γλώσσα του συνθέτη, στην εξαιρετική ανάπτυξη των δομικών στοιχείων και του πλούσιου σε ιδέες μοτιβικού υλικού. Οι ενορχηστρωτικές λεπτομέρειες, επίσης αναδείχθηκαν με επάρκεια. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στο έργο αυτό ο συνθέτης αναθέτει στην ορχήστρα την έκθεση και ανάπτυξη του σπουδαιότερου μέρους του μουσικού υλικού, δίνοντας συχνά δεύτερη θέση στο σολιστικό μέρος. Και αποτελεί πάντα ενδιαφέρον στοιχείο ο τρόπος που χειρίζεται την πολυφωνία προκειμένου να αναπτύξει τα μοτίβα, με μαστοριά και δεξιοτεχνικό τρόπο, συχνά πρωτοποριακό. Ο σολίστ Γιώργος Δεμερτζής απέδωσε με άνεση, τονική ακρίβεια και έμπειρη γνώση. Θυμίζουμε ότι ο ίδιος έχει ασχοληθεί σε βάθος με το έργο αυτό, το οποίο  ηχογράφησε για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας BIS με την Malmö Symphony Orchestra, υπό τη διεύθυνση του Νίκου Χριστοδούλου (BIS-CD-904). Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1998 και απέσπασε επαινετικές κριτικές από τον διεθνή τύπο. Με σωστή αίσθηση πνευματικότητας, ο σολίστ ερμήνευσε εκτός προγράμματος την υπέροχη Sarabande (από την Παρτίτα για σόλο βιολί αρ. 2, BWV 1004) του Johann Sebastian Bach.
Το δεύτερο μέρος καλύφθηκε από τη διάσημη Πρώτη Συμφωνία του Gustav Mahler, ένα έργο μάλλον αυτοβιογραφικό (οι αγωνίες των νεανικών χρόνων του συνθέτη, η λατρεία για τη φύση και για την αυστριακή μουσική παράδοση αλλά και οι εβραϊκές καταβολές του, κάνουν την εμφάνισή τους εδώ),  το οποίο απασχόλησε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον δημιουργό. Σημειώνουμε, ότι τα πολλά σε αριθμό αυτόγραφα χειρόγραφα της παρτιτούρας δείχνουν ότι από το 1888 και μέχρι το 1896 (ή  ακόμα και μέχρι το 1898) επεξεργαζόταν το μουσικό υλικό της Συμφωνίας. Πρόκειται για μια απολύτως εμπνευσμένη σύνθεση, γεμάτη από πλούσια συναισθήματα και λαμπρές μελωδίες: ασφαλώς, είναι η πιο άμεσα προσιτή –και σίγουρα η περισσότερο ηχογραφημένη- από όλες του Mahler.
 Ο Χριστόπουλος και η ΚΟΑ πρόσφεραν μια προσεγμένη ανάγνωση, που από την μυστηριακή έναρξη του πρώτου μέρους (Langsam, schleppend) έδειξε ότι θα ήταν ξεχωριστή. Τόσο τα έγχορδα όσο και τα πνευστά επέδειξαν σε όλο το έργο πειθαρχία και μουσικότητα. Το χαρακτηριστικό βιεννέζικο ύφος (ο συνθέτης αντικαθιστά το παραδοσιακό μενουέτο με ένα αυστριακό βαλς, το Ländler) υπογραμμίστηκε με θέρμη κατά το δεύτερο μέρος του έργου, Kräftig bewegt, doch nicht zu schnell.
Το μελωδικό υλικό του τρίτου μέρους, Feierlich und gemessen, ohne zu schleppen, που συνδυάζει το γνωστό γαλλικό τραγούδι Frère Jacques (εδώ σε μορφή πένθιμου εμβατηρίου) με μια χαρακτηριστική εβραϊκή μελωδία (ο αξέχαστος Αμερικανός αρχιμουσικός Leonard Bernstein εύστοχα υποστήριζε ότι το τμήμα αυτό έμοιαζε με μουσική Εβραϊκού γάμου), ερμηνεύτηκε με γούστο και σωστή δόση αφηγηματικής διάθεσης.
 Το επικό τελευταίο μέρος, Stürmisch bewegt – Energisch, μπολιάστηκε με την κατάλληλη ένταση (ο ίδιος ο συνθέτης υποστήριζε ότι το εν λόγω μέρος πρέπει να αρχίζει χτυπώντας σαν κεραυνός που ξεπροβάλει μέσα από ένα μαύρο σύννεφο): τα χάλκινα πνευστά της ΚΟΑ έπαιξαν με προσοχή και λάμψη, οι μεγάλες μουσικές παράγραφοι ξεδιπλώθηκαν με δυναμισμό και η Συμφωνία οδηγήθηκε σε ένα θριαμβευτικό φινάλε.