Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

"Ο Ιπτάμενος Ολλανδός" από την Εθνική Λυρική Σκηνή



Η όπερα "O Ιπτάμενος Ολλανδός" του Richard Wagner, όπως παρουσιάστηκε από την ΕΛΣ. Φώτο: Stefanos. 


Είναι πραγματικά σπάνιες οι φορές που το ελληνικό κοινό έχει την ευκαιρία να απολαύσει πλήρη κάποια όπερα (σωστότερα, μουσικό δράματα) του Richard Wagner. Και τούτο διότι οι μουσικές και τεχνικές απαιτήσεις των μεγάλων σε χρονική διάρκεια μελοδραμάτων του είναι τεράστιες και ενίοτε μη εύκολα αντιμετωπίσιμες από τις εγχώριες δυνάμεις. Φέτος συμπληρώνονται ακριβώς διακόσια χρόνια από τη γέννηση του Γερμανού μουσουργού όπως και από τη γέννηση του άλλου μέγιστου οπερατικού συνθέτη, βεβαίως του Ιταλού Giuseppe Verdi. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι το έτος 1813 είδε τη γέννηση και των δύο αυτών σπουδαίων ανθρώπων.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) επέλεξε να τιμήσει την επέτειο Wagner με την όπερα Ο Ιπτάμενος Ολλανδός (Der Fliegende Holländer, WWV63)). Και μολονότι χαρήκαμε ιδιαίτερα το γεγονός της απόφασης να παρουσιάσει, μετά από αρκετά χρόνια, ένα βαγκνερικό αριστούργημα, ωστόσο θα πρέπει να τονίσουμε ότι, όσον αφορά στη δεύτερη καλοκαιρινή παραγωγή της, μας προβλημάτισε η επιλογή της: αντί να προτείνει μια όπερα του Verdi, όπως θα ήταν αναμενόμενο και λογικό, επέλεξε την πολυαγαπημένη -ασφαλώς αριστουργηματική!- όσο και χιλιοπαρουσιασμένη Madama Butterfly του Giacomo Puccini (οι παραστάσεις θα δοθούν στις 27, 28, 30 και 31/7). Είναι κρίμα, λοιπόν, που η ΕΛΣ θυμήθηκε μόνο το  “'Ετος Wagner” και όχι το “Έτος Verdi”, κατά το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών. Πόσο εύστοχο θα ήταν να είχε επιλέξει μια από τις λιγότερο γνωστές όπερες του Verdi (αβίαστα έρχονται στο νου τα μελοδράματα I due Foscari, Simon Boccanegra, Stifellio και –γιατί όχι;- Luisa Miller.  Ναι, η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια κάθε καλλιτεχνικής περιόδου της, ο  Verdi εκπροσωπείται σταθερά με ένα από τα δημοφιλή αριστουργήματά του (συνήθως Rigoletto, La Traviata ή Il Trovatore, πρόσφατα παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, πάντα από την ΕΛΣ ανεβασμένη, την μάλλον σπάνια όπερα Ο Σικελικός Εσπερινός), αλλά το «Έτος Verdi», ασφαλώς θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα και ευκαιρία για την παρουσίαση μιας βερντιάνικης rarité στο Ηρώδειο.   
H όπερα Ο Ιπτάμενος Ολλανδός, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1843, στην Semper Oper της Δρέσδης, αποτελεί το πρώτο ώριμο έργο του συνθέτη. Εδώ συναντάμε πλέον καινοτόμες τεχνικές και επινοήσεις, όπως λ.χ. τα προεξαγγελτικά μοτίβα (leitmotifs), που χρησιμοποιούνται σε όλα τα επόμενα έργα του και βεβαίως μια νέα αρμονική γλώσσα και έξοχες ενορχηστρωτικές τεχνικές. Ο θρύλος του καταραμένου Ολλανδού καπετάνιοu, που καλείται να ταξιδεύει για πάντα στις θάλασσες αναμένοντας τη λύτρωση μέσα από την πραγματική αγάπη, την οποία τελικά του προσφέρει η ηρωίδα Senta (έτσι τον αφηγείται ο Heinrich Heine), δίνει την ευκαιρία στον Wagner με τη φλογερή και ασυγκράτητα εκστατική νεανική ορμή, να συνθέσει ένα από τα πλέον ελκυστικά και προσεγγίσιμα στον αμύητο, αριστουργήματά του.  
Οι αθηναϊκές παραστάσεις του Ολλανδού εντάχθηκαν στο -όπως και πέρυσι έτσι και φέτος- προκλητικά φτωχό σε αριθμό μουσικών εκδηλώσεων Φεστιβάλ Αθηνών. Παρακολουθήσαμε την πρώτη (7/6) από τις αρχικά προγραμματισμένες τέσσερις παραστάσεις (7, 9, 11 και 13, η τελευταία ακυρώθηκε λόγω απεργίας), που δόθηκαν στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.
Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπέγραψε ο Γιάννης Κόκκος, δημιουργός με μεγάλη δραστηριότητα κυρίως στον γαλλικό  χώρο του θεάτρου και της όπερας, συνεργάτη των κορυφαίων θεατρανθρώπων  Antoine Vitez, Jean Mercure και Jacques Lassalle.
Η άποψή του, όσον αφορούσε στην όπερα του Wagner, κινήθηκε μέσα στα παραδοσιακά πλαίσια. Οι ήρωες ακολουθούσαν την από τον συνθέτη προδιαγεγραμμένη πορεία τους χωρίς εμπόδια ή περίεργες, παράδοξες και αυθαίρετες σκηνοθετικές παρεμβάσεις. Στη σκηνή του Ηρωδείου, στην αριστερή πλευρά, βλέπαμε μέρος της πλώρης του στοιχειωμένου καραβιού και έναν μεγάλο σκελετό να αιωρείται κοντά του. Ανάγλυφα κύματα κάλυπταν μεγάλο μέρος της σκηνής, ενώ η φουρτουνιασμένη θάλασσα  παρουσιαζόταν μέσω βιντεοπροβολών (βιντεοσκηνογραφία, Eric Duranteau, από το 1998 στενός συνεργάτης του Κόκκου) στο σκηνικό οικοδόμημα που βρίσκεται στο υπερυψωμένο βάθος της σκηνής, μεταμορφώνοντας τον χώρο σε νορβηγική παραθαλάσσια τοποθεσία. Ο Κόκκος ενθάρρυνε τους τραγουδιστές να υποδυθούν με νόημα τους ρόλους και έφερε προσεκτικά στην επιφάνεια τον αινιγματικό, συμβολικό και μεταφυσικό χαρακτήρα της όπερας.  Επίσης, ιδιαίτερα λειτουργικοί και καλαίσθητοι υπήρξαν οι φωτισμοί του Michael Bauer, που πέτυχαν να συμβάλουν αποφασιστικά στη δημιουργία της δαιμονικής και στοιχειωμένης ατμόσφαιρας.
Ο Γερμανός βαρύτονος Thomas J. Mayer  επωμίσθηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ολλανδού με μεγάλη φωνητική άνεση, προσωπικότητα και μουσικό κύρος. Αξίζει να θυμίσουμε ότι πριν από τις φωνητικές του σπουδές, είχε την τύχη να μελετήσει φιλολογία και φιλοσοφία, γεγονός που σίγουρα τον βοήθησε και βεβαίως εξακολουθεί να τον κατευθύνει σωστά στην εξερεύνηση των βαθυστόχαστων όσο και πολυσύνθετων βαγκνερικών ρόλων: μέχρι σήμερα έχει ερμηνεύσει ρόλους σε οκτώ όπερες του Wagner και μάλιστα σε μεγάλα λυρικά θέατρα, ενώ φέτος τον Αύγουστο πρόκειται να ερμηνεύσει τον ρόλο του Friedrich von Telramund (Lohengrin) στο Bayreuth. Κατά την πρόσφατη αθηναϊκή εμφάνισή του, εκτιμήσαμε την άψογη κατανόηση της δομής του μέρους του, γεγονός που τον διευκόλυνε στην ανάπτυξη της σκοτεινής πλευράς του χαρακτήρα. Στον μεγάλο μονόλογο της πρώτης πράξης (Der Frist ist um) πέτυχε με συγκέντρωση κα πειστικότητα να μεταφέρει τις ισχυρές δραματικά σκέψεις του ήρωα.
Τον κεντρικό ρόλο της Senta κράτησε η Αμερικανίδα υψίφωνος Jeanne-Michèle Charbonnet, την οποία έχουμε απολαύσει στο παρελθόν τόσο σε αυτόν τον ρόλο, όσο και σε άλλους δραματικούς, όπως Ιζόλδη (Wagner, Tristan und Isolde) και Ηλέκτρα (Richard Strauss, Elektra). Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς με πόση ανυπομονησία αναμέναμε την εμφάνιση της εξαίρετης αυτής τραγουδίστριας στη σκηνή του Ηρωδείου. Πολλά χρόνια ερμηνεύει τον ρόλο και γνωρίζει κάθε πτυχή του πολύ καλά. Με δυνατά φωνητικά κέντρα και δυνατό υποκριτικό τάλαντο απέδωσε μια Senta στοιχειωμένη και παραδομένη στον έρωτα και την πίστη της για τον Ολλανδό. Ωστόσο,  η υψηλή έκταση της φωνητικής περιοχής του ρόλου την βρήκε μάλλον διστακτική. Την αισθανθήκαμε να κομπιάζει και να διστάζει απέναντι στις μεγάλες φωνητικές εκτινάξεις της περίφημης μπαλάντας (πράξη δεύτερη) και ουσιαστικά οι περισσότερες υψηλές νότες του ρόλου δεν ήταν τονικά ακριβείς. Επίσης, απουσίαζε και η λυρική εκλέπτυνση πολλών φράσεων.  
Ο ρόλος του κυνηγού Erik, πρώην φίλου της Senta, δόθηκε στον Βρετανό τενόρο Ian  Storey, τον οποίον ορισμένοι αναγνώστες να θυμούνται από τον ρόλο του Τριστάνου, που είχε ανέβει στην Scala (Teatro alla Scala, 2007), υπό τη διεύθυνση του Daniel Barenboim, σε σκηνοθεσία του Patrice Chereau. Και εκείνη την εποχή, αρκετοί είχαν βρει μάλλον ακατάλληλη την όχι μεγάλης εμβέλειας φωνή του για τον εξόχως δραματικό αυτόν ρόλο. Στον ρόλο του Erik, η άποψη αυτή δεν αλλοιώθηκε. Τραγούδησε με μεγάλη μουσικότητα τις φράσεις και προσοχή στις καταλήξεις, εντούτοις ούτε το μέγεθος ούτε η έκταση της φωνής του κρίθηκαν επαρκείς τόσο για τον ρόλο όσο και για τον τεράστιο ανοιχτό χώρο του ρωμαϊκού ωδείου.
Στους μικρότερους ρόλους, αλλά κάθε άλλο παρά ασήμαντους, διακρίθηκαν οι Gregory Frank (Daland), Αντώνης Κορωναίος (Τιμονιέρης) και Elisaveta Klonovskaya (Mary, κουβερνάντα της Senta). Τραγούδησαν με γνώση του βαγκνερικού ύφους και με σωστή έκφραση. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Klonovskaya, με ωραία βαθιά φωνή μεσοφώνου, αποτελεί μόνιμο στέλεχος της ΕΛΣ.
Στην όπερα αυτή του Wagner, η χορωδία κατέχει μεγάλο και απαιτητικό ρόλο. Προετοιμασμένη από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο, η χορωδία της ΕΛΣ απέδωσε με γεμάτο ήχο, καλά γερμανικά, προσοχή στα μουσικά ζητούμενα και στα ρυθμικά στοιχεία (δεν ήταν παρά μόνο σε μια ή δυο στιγμές σε ολόκληρη την όπερα που κλονίστηκε ο ρυθμικός συγχρονισμός). Βεβαίως, δεν μας άρεσε η επιλογή του προηχογραφημένου μέρους της ανδρικής χορωδίας των ναυτών του Ολλανδού. Άραγε, για λόγους οικονομίας  μειώθηκε ο αριθμός των χορωδών, που θα έπρεπε να καλύψουν τις απαιτούμενες φωνές;
Στο podium στάθηκε ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός, που υποστήριξε μια ανάγνωση γεμάτη παλμό και νεύρο, ιταλικού ταμπεραμέντου. Ωστόσο, απουσίαζε από τη διεύθυνση το καθαρά γερμανικό και ιδιωματικό ρομαντικό  στήσιμο των μεγάλων φράσεων. Επιπλέον, κάποιες φορές τα χάλκινα πνευστά, ακούγονταν υπερβολικά δυνατά και όχι καλά ισορροπημένα με το σώμα των εγχόρδων. Από την άλλη μεριά, ο ίδιος, κατά την άποψή μας ο πιο προικισμένος μαέστρος όπερας της χώρας, με μουσικότητα, εκρηκτική ενέργεια και αφομοιωμένη τεχνική, παρέδωσε μια ερμηνεία σφιχτοδεμένη και ενδιαφέρουσα στην ανάδειξη των δραματικών στοιχείων, ενώ, όπως κάθε φορά, στήριξε με προσοχή τους τραγουδιστές.