Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Gergiev και Καβάκος συναρπάζουν




Ο Ρώσος Valery Gergiev ανήκει στους πλέον αναγνωρισμένους αρχιμουσικούς της εποχής μας. Από το 1978 που άρχισε την σταδιοδρομία του (ως βοηθός αρχιμουσικός του ομοτέχνου και συμπατριώτη του Yuri Temirkanov στην Όπερα Kirov -σήμερα Όπερα Mariinsky) και μέχρι σήμερα έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του διεθνούς κοινού τόσο στις μεγάλες αίθουσες συναυλιών όσο και στις λαμπρότερες λυρικές σκηνές. Βεβαίως το όνομά του έχει συνδεθεί με την Όπερα Mariinsky, της οποίας είναι γενικός και καλλιτεχνικός διευθυντής. Η ορχήστρα του λυρικού θεάτρου χάρη σε εκείνον ακολουθεί μια θαυμάσια πορεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2003, στο τιμόνι του ίδιου θεάτρου, υπήρξε ο πρώτος αρχιμουσικός που μετά από ενενήντα χρόνια παρουσίασε στη Ρωσία πλήρες το «Δαχτυλίδι του Νiebelung» του Richard Wagner. Τεράστιο επίτευγμα! Και μάλιστα πιο πρόσφατα (Αγ. Πετρούπολη, 6/1999), συνεχίζοντας την εξερεύνηση του βαγκνερικού σύμπαντος, ηχογράφησε το μουσικό δράμα «Parsifal» (Mariinsky MAR0508), επικεφαλής της «δικής του» ορχήστρας και μιας εξαιρετικής φωνητικής διανομής. Η ηχογράφηση, που μόλις κυκλοφόρησε, απέσπασε επαινετικές κριτικές. Πρόκειται για έναν αρχιμουσικό δραστήριο, με φανταστικές ιδέες, τις οποίες με σθένος πετυχαίνει να υλοποιεί, και για μια προσωπικότητα που αγαπά την ανανέωση (δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι η από το 1999 σύζυγός του, Natalya Debisova, είναι είκοσι επτά χρόνια νεώτερή του).
Στο πλαίσιο του τακτικού ετήσιου κύκλου «Μεγάλες Ορχήστρες-Μεγάλοι Μαέστροι» που με φροντίδα και προσοχή διοργανώνει το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ακούσαμε στις 8/12 συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του Θεάτρου Mariinsky, υπό τη διεύθυνσή του εν λόγω αρχιμουσικού. Η συναυλία άνοιξε με το Κοντσέρτο για βιολί, Op. 35, του Piotr Ilyich Tchaikovsky, η σύνθεση του οποίου ολοκληρώθηκε το 1878. Αποτελεί ένα από τα διασημότερα, μουσικά λαμπρότερα και τεχνικά απαιτητικότερα κοντσέρτα του ρεπερτορίου. Φέρει την σφραγίδα της τρυφερής –και σε στιγμές, σπαρακτικής- μελαγχολίας του μουσουργού ο οποίος την περίοδο της δημιουργίας του έργου βρισκόταν στην Ελβετία. Είχε καταφύγει στην περιοχή Clarens, στις όχθες της Λίμνης της Γενεύης, προκειμένου να μπορέσει να ξεπεράσει την έντονη κατάθλιψη που είχε προκληθεί από τον ατυχή γάμο του με την Antonia Miliukova.  
Σολίστ κατά την πρόσφατη εκτέλεση του Κοντσέρτου ήταν ο Λεωνίδας Καβάκος, ο οποίος εδώ και χρόνια έχει κτίσει ένα σημαντικό όνομα στο διεθνή μουσικό προσκήνιο. Ασφαλώς πρόκειται για ένα έργο το οποίο έχει παίξει πολλές φορές και συνεχίζει να διατηρεί στο σταθερό του ρεπερτόριο (σημειώνουμε ότι τον Νοέμβριο, στην Αμερική και την Ευρώπη, ερμήνευσε το έργο με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, υπό τον Alan Gilbert, με την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας, υπό τον Rafael Frühbeck de Burgos, και με την Συμφωνική Ορχήστρα του Θεάτρου Mariinsky, υπό τον Gergiev). Όντως, από την αρχή φάνηκε η σιγουριά και η απόλυτη γνώση των ειδικών και γενικών ζητουμένων της παρτιτούρας. Η αψεγάδιαστη τεχνική του δεινότητα (ελάχιστοι συνάδελφοί του σήμερα κατέχουν το δικό του δυσθεώρητο επίπεδο θηριώδους τεχνικής και τις απαράμιλλες ευκολίες του) έλαμψε στα εξαιρετικής δυσκολίας μουσικά περάσματα τόσο του πρώτου μέρους, Allegro moderato, όσο και του τελευταίου, Finale-Αllegro vivacissimo. Εντυπωσίασε με  τα γρήγορα reflexes,  το άψογα ελεγχόμενο vibrato και κυρίως με τον ήχο του, στη βάση του και με μεγάλη τέχνη επεξεργασμένο. Ωστόσο, διαπιστώσαμε ότι υπήρξαν στιγμές που το τεχνικά άμεπτο παίξιμο κινήθηκε αρκετά μακριά από την πραγματική ουσία της μουσικής. Δεν ήταν πολλές οι φορές που ο Καβάκος πραγματικά διείσδυε στην ουσία της πονεμένης όσο και ευγενικής ψυχής του συνθέτη, προτιμώντας να αποστασιοποιηθεί από τα πολλά και τόσο έντονα συναισθήματα που περιέχονται στην παρτιτούρα. Από το μεσαίο λυρικό μέρος, Canzonetta: Andante, έλειψε η de profundis συγκίνηση. Η ορχήστρα και ο Gergiev συνδιαλέχθηκαν μουσικά μαζί του με εξαιρετικό τρόπο, παρέχοντάς του μια συνοδεία ιδιαίτερα ιδιωματική και μπολιασμένη με υπέροχη ρομαντική διάθεση. Τα θερμά χειροκροτήματα του ενθουσιώδους κοινού, έφεραν τον σολίστ επανειλημμένως στην σκηνή, τελικά πείθοντάς τον να προσφέρει εκτός προγράμματος το πρώτο μέρος, Allemande, από τη Σονάτα αρ. 4, Op. 27, του  Eugène Ysaÿe, παιγμένο με εξαιρετική ακρίβεια και πιστότητα στο κείμενο.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας ακούσαμε τη Συμφωνία αρ. 5 του Gustav Mahler, ένα έντονα αυτοβιογραφικό έργο, όπου ο συνθέτης για άλλη μια φορά μας μεταφέρει αγωνίες, φόβους, αλλά και ελπίδα, έρωτα και μεταφυσικές εμπειρίες. Η παρτιτούρα, που  ολοκληρώθηκε το 1902, έλαβε την πρώτη της παγκόσμια εκτέλεση στις 18 Οκτωβρίου 1904, στην Κολωνία, με διευθυντή τον ίδιο τον συνθέτη, ο οποίος μετά την εκτέλεση αυτή διαμαρτυρήθηκε ότι το κοινό δεν κατάλαβε το έργο και συνέχισε υποστηρίζοντας ότι θα ευχόταν να μπορούσε να διευθύνει την πρώτη εκτέλεση πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του. Η αλήθεια είναι ότι στις μέρες μας η Πέμπτη Συμφωνία αποτελεί μια από τις πιο αγαπημένες του κοινού και σίγουρα ένα έργο το οποίο θαυμάστηκε και θαυμάζεται από φιλόμουσους, ορχήστρες και αρχιμουσικούς.   
Ο Gergiev και η ορχήστρα του υποστήριξαν μια ανάγνωση βαθιά και συναισθηματικά πλήρη. Ειδικότερα, η τραγικότητα των δύο πρώτων μερών, Trauermarsch και  Stürmisch bewegt, mit größter Vehemenz, η άλλοτε σαρκαστική και άλλοτε φωτεινή διάθεση του τρίτου μέρους, Scherzo, η γαλήνια τρυφερή και μελαγχολική ομορφιά του διάσημου τέταρτου μέρους, Adagietto, και ο ενθουσιώδης-ορμητικός χαρακτήρας του καταληκτικού μέρους, Rondo-Finale, ερμηνεύτηκαν με μεγάλη προσοχή και επιτυχία.  Τα εύστοχα υπολογισμένα tempi επέτρεψαν στα νοήματα της παρτιτούρας να εκφραστούν αβίαστα και στην αρχιτεκτονική δομή (ιδιαίτερη στην ανάπτυξη των μοτιβικών στοιχείων) να φωτιστεί σωστά. Σε όλη τη διάρκεια της Συμφωνίας εκτιμήσαμε τις έξοχες δυνατότητες της σπουδαίας αυτής ορχήστρας, τον θερμό, πεντακάθαρο και υποδειγματικά ισορροπημένο ήχο της και την τεχνική αρτιότητα όλων των ορχηστρικών ομάδων. Όλα τα soli περάσματα των διαφόρων οργάνων εκτελέστηκαν με την απαιτούμενη ακρίβεια από τους δεξιοτέχνες μουσικούς της ορχήστρας. Ο Gergiev, αρθρώνοντας το σπουδαίο μουσικό υλικό με γνώση, λογική, φαντασία και ζηλευτό μουσικό ένστικτο, και αντλώντας από την ορχήστρα εξαίσια ηχοχρώματα, αποδείχθηκε ένας μαλεριανός ερμηνευτής υψηλής κλάσης.

 

Γοητεία και λυρισμός από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βιέννης


                                         


Η Συμφωνική Ορχήστρα της Βιέννης και ο βετεράνος Γάλλος αρχιμουσικός Georges Prêtre έχουν εμφανιστεί αρκετές φορές στην Αθήνα. Τον Δεκέμβριο του 1992,  στο νεόδμητο τότε Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, είχαν ερμηνεύσει έργα των Wolfgang Amadeus Mozart, Anton Bruckner, Johannes Brahms και Richard Strauss, το 1996 στον ίδιο χώρο, είχαν εκτελέσει έργα των Mozart και Maurice Ravel, ενώ τον Ιούνιο του 2006, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, είχαν προσφέρει την Συμφωνία αρ. 9, Op. 125, του Ludwig van Beethoven. Από τις ιστορικές εμφανίσεις της ορχήστρας στη χώρα μας θα πρέπει να αναφέρουμε εκείνες που δόθηκαν στο Ηρώδειο, υπό τη διεύθυνση των Otto Klemperer (1951),  Hans Swarowsky (1957) και Joseph Krips (1972).
 Κατά την πρόσφατη επίσκεψη στη χώρα μας (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 24 και 25/11, παρακολουθήσαμε την πρώτη συναυλία) επέλεξαν για το πρώτο μέρος του προγράμματος της συναυλίας δύο από τα διασημότερα έργα του Francis Poulenc (1899-1963). Ο Γάλλος συνθέτης υπήρξε ένας από τους πιο προικισμένους και πολυτάλαντους δημιουργούς του 20ού αιώνα (ανήκε στην οικογένεια των ιδιοκτητών της γνωστής εταιρείας χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων Poulenc). Επιλέγοντας να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, ασπαζόμενος τα τονικά ιδιώματα, κυρίως νεοκλασικής τάσης, και κρατώντας από τις πιο πρωτοποριακές τεχνικές σύνθεσης ακριβώς ό,τι είχε ανάγκη (λ.χ. αλλοιωμένες συγχορδίες, σύνθετους ρυθμούς και χαρακτηριστικούς συνδυασμούς ηχητικών όγκων) προχώρησε στη σύνθεση μιας μεγάλης σειράς αριστουργημάτων που πάντα καταφέρνουν να γοητεύσουν τον ακροατή. Ο ίδιος υποστήριζε ότι υπήρξε αυτοδίδακτος στη σύνθεση, μελετώντας μέσα από βιβλία, καθώς φοβόταν μην επηρεαστεί από κάποιον δάσκαλο. Έλεγε ότι οι τέσσερις αγαπημένοι του συνθέτες ήταν οι Bach, Mozart, Satie και Stravinsky.
H αυστριακή ορχήστρα και ο Prêtre εγκαινίασαν τη βραδιά με την σουίτα από το μπαλέτο «Les Animaux Modèles» (Τα Ζώα Μοντέλα), έργο εμπνευσμένο από τους μύθους του La Fontaine, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1942. Ο Prêtre υπήρξε ένας από τους αγαπημένους αρχιμουσικούς και συνεργάτες του Poulenc. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τελευταίος του εμπιστεύτηκε την ηχογράφηση αρκετών έργων του. Και όχι δίχως λόγο!   Παρακολουθήσαμε τον αρχιμουσικό να εκμαιεύει από την ορχήστρα μια σαγηνευτική ανάγνωση, που υπογράμμιζε τον ρομαντισμό και την νοσταλγική διάθεση της υπέροχης αυτής μουσικής.
Στη συνέχεια απολαύσαμε το Κοντσέρτο για δύο πιάνα του ίδιου πάντα συνθέτη. Το έργο  ολοκληρώθηκε μέσα σε τρεις μόλις μήνες, το καλοκαίρι του 1932 και ήταν παραγγελία της μεγάλης προστάτιδας του Poulenc, Πριγκίπισσας Edmond de Polignac, στην οποία είναι και αφιερωμένο. Η πρώτη εκτέλεση είχε δοθεί από τους ίδιους πιανίστες και την ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου, υπό τη διεύθυνση του Désiré Defauw. Αξίζει να προστεθεί εδώ ότι ο  Prêtre ηχογράφησε (το 1957) και βιντεοσκόπισε (σε ειδική συναυλία-αφιέρωμα που δόθηκε στην Salle Gaveau του Παρισιού το 1959) το έργο,  με σολίστ τον ίδιο τον δημιουργό και τον Jacques Février (EMI Classics). Κατά την πρόσφατη αθηναϊκή συναυλία, το κορυφαίο σύγχρονο πιανιστικό duo των Katia και Marielle Labèque (φωτογραφία, η πρώτη ήταν ντυμένη στα κόκκινα και η δεύτερη στα μωβ), πρότεινε μια λαμπρή σε αίσθημα, ενέργεια, χαρακτήρα και χρώμα ερμηνεία. Από την πλευρά τους, ο μαέστρος και η βιεννέζικη ορχήστρα φρόντισαν ώστε ούτε μια στιγμή του, άλλοτε ενθουσιώδους και άλλοτε μελαγχολικά τρυφερού, αριστουργήματος να μην πάει χαμένη. Πιο συγκεκριμένα, οι πικάντικοι ρυθμοί των δύο εξωτερικών μερών του έργου, Allegro ma non troppo, και Allegro molto, προβλήθηκαν με ζέση, χιούμορ και την απαιτούμενη εκφραστική αυθάδεια. Το αργό μέρος, Larghetto, κατά το οποίο ο συνθέτης κλείνει ο μάτι στον αγαπημένο του Mozart και στο αργό μέρος του Κοντσέρτου για πιάνο αρ. 21, KV 467, βρήκε τις λεπτές ηχοχρωματικές ισορροπίες του στα χέρια των Labèque. Τα άρτια επεξεργασμένα από τον ευφυή συνθέτη δομικά στοιχεία του έργου, η μαγεία των υπέροχων μελωδιών, η χιουμοριστική-σαρκαστική διάθεση, ο θεατρικός ρομαντισμός και η καλοδουλεμένη ενορχήστρωση του κοντσέρτου βρήκαν τους ιδανικούς ερμηνευτές τους.
Εκτός προγράμματος, οι δύο σολίστ αφιέρωσαν στον αρχιμουσικό την valse musette για δύο πιάνα «L' Embarquement pour Cythère» (Απόβαση για τα Κήθυρα), βεβαίως του Poulenc (από τη μουσική της ταινίας «Le Voyage en Amérique», το Ταξίδι στην Αμερική, του 1951). Ερμήνευσαν το σύντομο αυτό έργο με χάρη, ερωτισμό (ας μην λησμονούμε ότι τα Κύθηρα είναι το νησί της Αφροδίτης) και με φίνο γαλλικό αίσθημα.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας κάλυψε η Συμφωνία αρ. 2 του Johannes Brahms, που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1877, και αποτελεί μία από τις συμφωνίες που συναντάμε τακτικά στα προγράμματα του Prêtre. Το αίσθημα ευτυχίας και ηρεμίας (που συχνά έχει παραλληλιστεί με τα ίδια συναισθήματα που συναντάμε στη Συμφωνία αρ. 6, Op. 68, «Ποιμενική», του   Beethoven, συνθέτη που κυριολεκτικά λατρευόταν από τον Brahms) υπογραμμίστηκε με άφθονη εκφραστικότητα. Ο γεμάτος και ωραίος ήχος της ορχήστρας, τόσο πλούσιος σε ηχοχρώματα, ξεχώριζε κάθε στιγμή της ερμηνείας. Εντούτοις, όπως έχουμε παρατηρήσει και άλλες φορές σε σχέση με τον διακεκριμένο Γάλλο μαέστρο, έτσι και εδώ συχνά υπερέβαλε στις εναλλαγές των ταχυτήτων λ.χ. κρατώντας πίσω το tempo κάθε φορά που εμφανίζονταν τα αργά μέρη με μάλλον υπερβολικό τρόπο. Τελικά, όμως, ευτυχώς δεν κλονίστηκε η αίσθηση των δομικών αναλογιών της παρτιτούρας, που ακολουθεί τα κλασικά πρότυπα, ενώ η εκτέλεση κέρδισε σε μεγαλοπρέπεια και θέρμη. Οι υποδειγματικά επεξεργασμένες από τον Brahms μεταμορφώσεις των θεμάτων στο δεύτερο μέρος, Adagio non troppo, και οι χορευτικοί ρυθμοί του τρίτου μέρους, Allegretto grazioso (quasi andantino), αναδείχθηκαν με πολύ γούστο από τον ίδιο αρχιμουσικό, που υπήρξε κύριος αρχιμουσικός της ορχήστρας από το 1986 μέχρι το 1991.
Προς μεγάλη ευχαρίστηση του αθηναϊκού ακροατηρίου, εκτός προγράμματος ακούστηκε το διάσημο βαλς του Johann Strauss II, με τίτλο «An der schönen blauen Donau», Op. 314 (Στον Ωραίο Γαλάζιο Δούναβη). Η ερμηνεία που προσφέρθηκε ήταν όπως αναμενόταν ιδιωματική, με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια του σχηματισμού κάθε φράσης και στις εναλλαγές δυναμικής, άφθονο brio στα γεμάτο μεγαλοπρέπεια τμήματα και εμπλουτισμένη με την απαραίτητη δόση της χαρακτηριστικής βιεννέζικης νοσταλγικής διάθεσης. Τα παρατεταμένα χειροκροτήματα του κοινού προέτρεψαν την ορχήστρα να προβεί και σε δεύτερο encore. Έτσι, τη συναυλία σφράγισε με φανταχτερό και σπινθηροβόλο τρόπο η «Τritsch-Tratsch-Polka» επίσης του Johann Strauss II, ο οποίος εδώ απαθανατίζει μουσικά την αγάπη των βιεννέζων για το κουτσομπολιό!


Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Μαραθών-Σαλαμίς








Στις 30/10 παρακολουθήσαμε το τετράπρακτο ιστορικοτραγικό μελόδραμα «Μαραθών-Σαλαμίς» του Ζακυνθινού μουσουργού Παύλου Καρρέρ (σε ποιητικό κείμενο του Μέμνονα Μαρτζώκη). Το έργο, του οποίου η υπόθεση διαδραματίζεται πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ολοκληρώθηκε το 1886 με σκοπό να παρουσιαστεί στα εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου των Αθηνών δύο χρόνια αργότερα.
Εντούτοις, έπρεπε να περιμένει πολλά πολλά χρόνια ξεχασμένο (η Εκκλησία είχε αντιδράσει στη σκηνή που παρουσιάζει τα δρώμενα στο μαντείο των Δελφών) προκειμένου να λάβει τελικά την πρώτη παγκόσμια παρουσίασή του τον Φεβρουάριο του 2003, εκατόν δεκαπέντε χρόνια μετά τη σύνθεσή του! Φέτος, στο πλαίσιο του εορτασμού των 2.500 χρόνων από τη μάχη του Μαραθώνα η Λυρική Σκηνή προέβη στην επανάληψη της παραγωγής.
Πρόκειται για ένα έργο με πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, καλογραμμένες άριες, μεγάλα ensembles και γοητευτική μουσική μπαλέτου, στημένο στα πρότυπα της όπερας των μεγάλων Ιταλών συνθετών του δεκάτου ενάτου αιώνα. Μολονότι βρήκαμε ότι η έμπνευση του Καρρέρ λίγες φορές πετυχαίνει να απογειωθεί αγγίζοντας υψηλά επίπεδα μουσικής σύλληψης, πιστεύουμε ότι άξιζε τον κόπο η αναβίωση της παραγωγής για όσους δεν είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το πρώτο ανέβασμα του 2003. 
Οι συντελεστές έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό για την επιτυχία των παραστάσεων. Πιο συγκεκριμένα, ξεχωρίσαμε την όπως πάντα άρτια προετοιμασμένη και μελετημένη Σοφία Κυανίδου (φωτογραφία), που ενσάρκωσε τον απαιτητικό ρόλο της Φεντίμα με μεγάλη συγκίνηση επιστρατεύοντας τις εντυπωσιακές φωνητικές της δυνατότητες. Αλλά, και στους υπόλοιπους ρόλους κέρδισαν τις εντυπώσεις τραγουδώντας με ενθουσιασμό και πίστη ως προς την αξία του μουσικού και του ποιητικού κειμένου οι Κύρος Πατσαλίδης (Θεμιστοκλής), Νίκος Κοτενίδης (Κήρυκας), Αντώνης Κορωναίος (Αλέξανδρος), Μαρισία Παπαλεξίου (Μυρτώ), Βικτώρια Μαϊφάτοβα (Σκλάβα), Τάσος Αποστόλου (Αρχιερέας), Ρόζα Πουλημένου (Πυθία), Δημήτρης Κασιούμης (Ξέρξης) και Γιώργος Ρούπας (Στρατηγός).
Η χορωδία και η ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής απέδωσαν αρκετά καλά υπό τη σταθερή (αν και σε στιγμές μουσικά υπερβολικά άκαμπτη) διεύθυνση του Βύρωνα Φιδετζή. Το μπαλέτο έδωσε λάμψη στην παραγωγή.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον σκηνοθέτη Ισίδωρο Σιδέρη και κυρίως στον ευφάνταστο και πολυτάλαντο σκηνογράφο-ενδυματολόγο Γιάννη Μετζικώφ: χάρη στον πρώτο εξασφαλίστηκε μια γεμάτη ενδιαφέρον και κίνηση σκηνοθεσία, ενώ χάρη στον δεύτερο προσφέρθηκε μια εικαστικά συναρπαστική εμπειρία. Η ποικιλία των χρωμάτων και των σχεδίων των κοστουμιών και σκηνικών του Μετζικώφ, που ακολουθούσαν με ελευθερία τα νεοκλασικά πρότυπα, ήταν ανάμεσα στις μεγάλες αρετές της παραγωγής.



Carmen από την ΕΛΣ




 

Κάθε φορά που μελετάει κανείς την παρτιτούρα της όπερας «Carmen» του Georges Bizet ή που παρακολουθεί ανέβασμά της, ανακαλύπτει νέες αρετές αυτού του αριστουργήματος, το οποίο ποτέ δεν χάνει τη φρεσκάδα και τη γοητεία του. Κατά την πρώτη παγκόσμια παρουσίασή του (Παρίσι, 3/1875) αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα από τους κριτικούς. Ακριβώς τρεις μήνες μετά την πρεμιέρα ο συνθέτης πέθανε από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία μόλις τριάντα έξι ετών, με αποτέλεσμα να μην  απολαύσει την μετέπειτα επιτυχημένη πορεία του δημιουργήματός του το οποίο βεβαίως έμελε να αναγνωριστεί ως ένα από τα πιο δημοφιλή μελοδράματα πλήρους του διεθνούς ρεπερτορίου. Λέγεται ότι η διάσημη Γαλλίδα ντίβα Celestine Galli-Marié, πρώτη ενσαρκώτρια του πρωταγωνιστικού ρόλου, είχε διαισθανθεί το επερχόμενο τέλος του συνθέτη, στην παράσταση της όπερας που είχε δοθεί την προηγουμένη του θανάτου του και ειδικότερα κατά τη διάρκεια της σκηνής της τράπουλας στην τρίτη πράξη. 
Η Εθνική Λυρική Σκηνή ενέταξε έξι παραστάσεις της όπερας του Bizet στο φετινό της ρεπερτόριο (9-17/10) και σε σύντομο χρονικό διάστημα πέτυχε να πουλήσει όλα τα εισιτήρια της παραγωγής. Μάλιστα, ανακοίνωσε ότι προγραμματίζει επιπλέον παραστάσεις για τους μήνες Απρίλιο και Μάιο.
Παρακολουθήσαμε την παράσταση της 13/10 κατά την οποία τον πρωταγωνιστικό ρόλο της απείθαρχης τσιγγάνας κράτησε η μέτζο σοπράνο Μαίρη-Έλεν Νέζη, την οποία παρακολουθούμε από τα πρώτα σχεδόν βήματα της σταδιοδρομίας της στην Ελλάδα και την οποία τώρα χαιρόμαστε να βλέπουμε σε σημαντικές λυρικές σκηνές και μουσικά κέντρα του εξωτερικού. Με φωνή γεμάτη, πεντακάθαρη άρθρωση (εξαιρετικά γαλλικά) και μεγάλο ενδιαφέρον στον φωτισμό των νοημάτων και μουσικών λεπτομερειών του ρόλου, κέρδισε τις εντυπώσεις. Κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια την πιο ανθρώπινη πλευρά της ηρωίδας παρουσιάζοντάς την όχι απλά σαν ένα έξαλλο, ερωτικό και τολμηρό θηλυκό αλλά σαν κάτι πολύ περισσότερο.
Στο πλάι της ως Don José στάθηκε o μάλλον άνισος φωνητικά και υποκριτικά Rubens Pelizzari, που ούτε την απαιτούμενη «γαλλική» αισθαντικότητα ούτε την άνεση στις νότες της υψηλής φωνητικής περιοχής κατείχε προκειμένου να δικαιώσει αυτόν τον τόσο ελκυστικό αλλά και τόσο εύθραυστο μουσικά ρόλο. Περιμέναμε περισσότερα από τον καλλιτέχνη που διαπρέπει σε μεγάλες σκηνές του κόσμου ερμηνεύοντας ήρωες όπερων κυρίως των Giuseppe Verdi και Giacomo Puccini. Η Μαρία Μητσοπούλου στο ρόλο της Michaela ευχαρίστησε φέρνοντας με ευστοχία σε πρώτο πλάνο τον λυρισμό της αγνής κοπέλας που ενσάρκωνε. Ο Δημήτρης Κασιούμης ως Escamillo ήταν δυστυχώς τονικά ανακριβής και αντιμετώπισε τον επιβλητικό του ρόλου με μουσική αδεξιότητα (ήταν σαφώς πιο καλά προετοιμασμένος στον ίδιο ρόλο πέρυσι τον Δεκέμβριο, στην παραγωγή που παρακολουθήσαμε στην Λάρισα, 18/12).
Τους μικρότερους ρόλους επωμίστηκαν με επιτυχία οι Διονύσης Σούρμπης (Morales), Τάσος Αποστόλου (Zuniga), Ειρήνη Κυριακίδου (Frasquita), Ινές Ζήκου (Mercedes), Παναγιώτης Πρίφτης (Andres), Χάρης Ανδριανός (Dancaire) και Νίκος Στεφάνου (Remendado). Αξίζει να τονίσουμε ότι το τεχνικά δύσκολο κουιντέτο της δεύτερης πράξης (Nous avons en tête une affaire) ερμηνεύτηκε με ρυθμική ακρίβεια και άφθονη χάρη (η μουσικότητα και το μπρίο του χαρισματικού Ανδριανού υπερίσχυσαν εδώ).
Από την πλευρά της, η χορωδία θα μπορούσε να είχε προσέξει περισσότερο την εκφορά της γαλλικής γλώσσας και να είχε επιδείξει μεγαλύτερη ρυθμική συνέπεια στην ερμηνεία των μεγάλων όσο και διάσημων χορωδιακών της όπερας.
Η ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη,  δεν ήταν σε καλή φόρμα: οι ρυθμικές ανακρίβειες και οι αλλεπάλληλες τονικές αστοχίες (που εισπράττονταν κυρίως από την πλευρά των χάλκινων πνευστών) ενόχλησαν. Η εκλεπτυσμένη ενορχήστρωση, στη λεπτομέρεια δουλεμένη με άφθονη τέχνη και υπέροχο γούστο από τον Bizet, συχνά πνιγόταν στο φάλτσο. Και επιπλέον ποτέ δεν επιτεύχθηκε η απαιτούμενη ισορροπία ανάμεσα σε τραγουδιστές και ορχήστρα.
Η σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη, τα καλαίσθητα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά και τα καλοσχεδιασμένα κοστούμια της Claire Bracewell σεβάστηκαν τις απαιτήσεις του έργου και συνδυάζοντας εύστοχα το παραδοσιακό με το μοντέρνο στοιχείο ανέδειξαν επαρκώς το γεμάτο πάθος και τραγικότητα αθάνατο αυτό ερωτικό μουσικό δράμα.


Ρεσιτάλ Mischa Maisky στο Μέγαρο






 O Ρώσος Mischa Maisky κατέχει τη θέση του κορυφαίου δεξιοτέχνη του βιολοντσέλου της εποχής μας. Από τότε που απεβίωσε ο θρυλικός συμπατριώτης, ομότεχνoς και δάσκαλός του, Mstislav Rostropovich (Απρίλιος 2007), εκείνος πλέον αναγνωρίζεται ως πατριάρχης του οργάνου. Αν και όλα τα στάδια της πορείας του δεν ήταν εύκολα (θυμίζουμε ότι το 1970 φυλακίστηκε για δεκαοκτώ μήνες σε στρατόπεδο εργασίας και μετά την απελευθέρωσή του μετανάστευσε στο  Ισραήλ) γρήγορα αναγνωρίστηκε η αξία του και δεν άργησε να αναπτύξει γόνιμες συνεργασίες με τους αρτιότερους σολίστ και αρχιμουσικούς της εποχής (λ.χ. Martha Argerich, Radu Lupu, Gidon Kremer, Zubin Mehta, Vladimir Ashkenazy και Daniel Barenboim). 
Αρκετές φορές στο παρελθόν είχαμε την χαρά να απολαύσουμε τον Maisky στην Αθήνα, τόσο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών όσο και στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ. Μάλιστα, ο συντάκτης της παρούσας στήλης είχε επανειλημμένως την ευκαιρία να τον ακούσει στο Λονδίνο (Royal Festival Hall) και το Verbier της Ελβετίας (στο πλαίσιο του Verbier International Festival).
Κατά την τελευταία του εμφάνιση στην Αθήνα (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, κύκλος «Μεγάλοι Ερμηνευτές», 14/10) συνοδεύτηκε από την κόρη του Lily Maisky, με την οποία τα τελευταία χρόνια συμπράττει σε σταθερή βάση (σημειώνεται ότι και ο γιός του, Sascha, είναι μουσικός και ειδικότερα βιολονίστας). Το πρόγραμμα του ρεσιτάλ, συνδυασμός έργων διαφορετικών μουσουργών και εποχών, περιέλαβε συνθέσεις των Ludwig van Beethoven (Επτά Παραλλαγές πάνω στο ντουέτο «Bei Männern welche Liebe fühlen» από τον «Μαγικό Αυλό» του Mozart), Robert Schumann (Φανταστικά Κομμάτια, Op. 73), Claude Debussy (Σονάτα σε ρε ελάσσονα), Enrique Granados (Intermezzo, από τα «Goyescas», και Ανδαλουσιανός, από τους «Δώδεκα Ισπανικούς Χορούς»), Isaac Albeniz (Cordova από τα «Τραγούδια της Ισπανίας», Op. 232, και Tango, από την «Ισπανία», Op. 165), Gaspard Cassado (Requiebros) και Manuel De Falla (Λαϊκή Ισπανική Σουίτα).
Η έντονη προσωπικότητα του καλλιτέχνη βρήκε μέχρι ενός σημείου διέξοδο στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις που πρότεινε. Κυρίως  η ορμή του παιξίματος και ο δυναμισμός στο στήσιμο των φράσεων ήταν ανάμεσα στα στοιχεία που ξεχωρίσαμε. Εντούτοις, πολλές ήταν οι στιγμές που αναζητούσαμε περισσότερα από τον εκλεκτό αυτόν μουσικό, περισσότερο συναίσθημα και εμβάθυνση (κυρίως στα έργα των Beethoven, Schumann και Debussy). Βρήκαμε ότι απέδωσε όλες τις συνθέσεις με τα ίδια εκφραστικά μέσα και με ένα υπερβολικά εκτεταμένο vibrato, εν πολλοίς αδιαφορώντας για τα ιδιαίτερα ζητούμενα του κάθε δημιουργού. Ήταν σαν να είχε ενεργοποιήσει ένα είδος αυτόματου μουσικού πιλότου. Επιπλέον, η συνοδεία της νεαρής Maisky ήταν αρκετά αδιάφορη και χωρίς έμπνευση. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται και να γράφεται: ελάχιστες στιγμές γόνιμης συνεργασίας αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους δύο μουσικούς. Ούτε οι αναγνώσεις των εκτός προγράμματος έργων των Alexander Scriabin, Dmitri Shostakovich και Richard Strauss (μια μονόχνοτη εκτέλεση της μεταγραφής του υπέροχου τραγουδιού «Morgen») βουτηγμένες μέσα στο ίδιο κουρασμένο κλίμα, βελτίωσαν την κατάσταση.
Ευχή μας είναι η επόμενη συνάντηση με αυτόν τον διαπρεπή καλλιτέχνη να αφήσει θετικότερες εντυπώσεις.


Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Βασιλική Ορχήστρα Concertgebouw του Amsterdam


 


 
Οι εντυπώσεις από την παρέλαση των μεγάλων ορχηστρών που εμφανίστηκαν στην Αθήνα μέσα σε μερικές εβδομάδες συμπληρώθηκε για τον γράφοντα με συναυλία της πολυηχογραφημένης  Βασιλικής Ορχήστρας Concertgebouw του Άμστερνταμ, υπό τη διεύθυνση του Ιταλού αρχιμουσικού Daniele Gatti, που δόθηκε στις 30/6, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Ελληνικού Φεστιβάλ.
Το πρόγραμμα άνοιξε με το «Ειδύλλιο του Siegfried» του Richard Wagner: το 1870 ο συνθέτης είχε προσφέρει το έργο ως δώρο γενεθλίων στη δεύτερη σύζυγό του Cosima, κόρη του Franz Liszt. Ένα μικρό ορχηστρικό σύνολο είχε ερμηνεύσει για πρώτη φορά τη σύνθεση στα σκαλιά του σπιτιού του ζεύγους Wagner στην Ελβετία (τι ευχάριστο ξύπνημα για την Cosima!). Η ολλανδική ορχήστρα, υπό τον Gatti, πρόσφερε μια ευαίσθητη και λεπτά χρωματισμένη ερμηνεία, προσωπική σε έκφραση, με έντονες ποιότητες μουσικής δωματίου. Εντούτοις, μεγάλο μέρος των θεσπέσιων ηχοχρωμάτων, που με τόση ετοιμότητα και φινέτσα αντλούσε ο Gatti από την υπέροχη ορχήστρα, χάνονταν λόγω της φτωχής ακουστικής του ανοιχτού χώρου: το Ηρώδειο, φυσικός χώρος του Φεστιβάλ Αθηνών, διαθέτει μοναδική ατμόσφαιρα και αδιάψευστη ιστορία, όμως η προβληματική ακουστική  του δεν κολακεύει τον ήχο, γεγονός που ορισμένες φορές, όπως η παρούσα, γίνεται πολύ αισθητό.
Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς ακούσαμε τη Συμφωνία αρ. 5 του Gustav Mahler, ίσως της διασημότερης όσων συνέθεσε λόγω της τέταρτης κίνησης, Adagietto (σε φα μείζονα), που χρησιμοποιήθηκε ως μουσική υπόκρουση στην περίφημη ταινία του Luchino Visconti «Θάνατος στη Βενετία» (1971). Όπως και στην περίπτωση του έργου του Wagner που ακούστηκε νωρίτερα, έτσι και το Adagietto συνδέεται με μια γυναικεία μορφή: ο Mahler έστειλε το μέρος αυτό εν είδει ερωτικής μουσικής επιστολής στην πανέμορφη και κατά πολύ νεώτερή του, Alma Schindler (εκείνη ήταν είκοσι δύο και εκείνος σαράντα ενός ετών), που έμελε στη συνέχεια να γίνει η σύντροφος της ζωής του. Το έργο, που ολοκληρώθηκε το 1902, ανήκει στα πιο αγαπημένα και αυτοβιογραφικά του Βοημού συνθέτη, που πέρασε μια ζωή περιπετειώδη, γεμάτη από επαγγελματικές επιτυχίες ως αρχιμουσικός (λιγότερες επιτυχίες είχε ως μουσουργός), αλλά και αλλεπάλληλα οικογενειακά και προσωπικά δράματα.
 Ο Gatti και η ορχήστρα, με μεγάλη ένταση έφεραν στην επιφάνεια την τραγικότητα των δύο πρώτων μερών (Trauermarsch και Stürmisch bewegt), μη λησμονώντας να «τραγουδήσουν» με νόημα τις ελεγειακές μελωδίες που περιλαμβάνονται σε αυτά. Το τρίτο μέρος, ένα τεράστιο Scherzo με μεγάλες εκφραστικές αντιθέσεις, αντιμετωπίστηκε με ευθύτητα και μουσική ευστροφία: εδώ τονίστηκαν οι διαφορετικού χαρακτήρα  διαθέσεις και η αισιοδοξία που επικρατεί, υπογραμμίστηκε με γούστο η ανάπτυξη των θεμάτων (σε μορφή ABABA)  και  η αντιπαράθεση των χαρακτηριστικών χορών Ländler και Βαλς. Στη συνέχεια, το Adagietto (για έγχορδα), ρομαντικό ιντερλούδιο της συμφωνίας αυτής, κύλισε με τρυφερότητα και μελαγχολική-νοσταλγική διάθεση. Η αντιστικτική δεινότητα του Mahler που φαίνεται τόσο ξεκάθαρα στο τελευταίο μέρος, Rondo-Finale, αναδείχθηκε με διαφάνεια, ακρίβεια και ρυθμική πιστότητα.
Τέλος, έξοχη κρίθηκε η απόδοση του σώματος των εγχόρδων όπως και η τονική ακρίβεια και η ηχητική πληρότητα των χάλκινων και ξύλινων πνευστών.