H μέτζο σοπράνο Waltraud Meier |
Δύο διάσημες ευρωπαϊκές ορχήστρες της Τσεχίας και Ολλανδίας ακούσαμε πρόσφατα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Πιο συγκεκριμένα, στις 11 και 12/11, εκτιμήσαμε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Τσεχίας, υπό τη διεύθυνση του μόνιμου αρχιμουσικού της Eliahu Inbal, αποκλειστικά σε έργα του Βοημού μουσουργού G. Mahler, από τον θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν φέτος εκατό χρόνια. Η πρώτη συναυλία άνοιξε με τα Τραγούδια ενός Οδοιπόρου. Ο τενόρος Chistoph Prégardien ερμήνευσε το σολιστικό μέρος με κύρος και γνώση. Ο Inbal, που εδώ και πολλά χρόνια έχει εμβαθύνει στο έργο του Mahler (οι ηχογραφήσεις του κύκλου των συμφωνιών έχουν κερδίσει διεθνή βραβεία), συνόδευσε τον ευαίσθητο τραγουδιστή με προσοχή στην ανάδειξη του μαλερικού συναισθηματικού κόσμου. Το δεύτερο μέρος της συναυλίας κάλυψε η Συμφωνία αρ. 1 (Τιτάν): αρχιμουσικός και ορχήστρα πρότειναν μια ερμηνεία γεμάτη νόημα και θεατρικές εντάσεις. Την ακριβώς επόμενη βραδιά, η θρυλική βαγκνερική μέτζο σοπράνο Waltraud Meier πρότεινε μια αισθαντική και απόλυτα συγκινητική ερμηνεία του Τραγουδιών σε ποίηση Rückert: η μεγάλου μεγέθους φωνή της και ο απόλυτος έλεγχος των εκφραστικών μέσων εντυπωσίασαν. Ο Inbal υποστήριξε την ντίβα «αναπνέοντας» μαζί της κάθε μουσική φράση.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, λάβαμε μια προσεγμένη ανάγνωση της Συμφωνίας αρ. 7, έργο που ανήκει σε εκείνα του συνθέτη τα οποία μάλλον σπάνια ακούγονται στις αίθουσες: οι εκτενείς μουσικοί παράγραφοι, οι αναπτύξεις του μουσικού υλικού, οι συναισθηματικές αποχρώσεις (ειδικά του υπέροχου τέταρτου μέρους, Andante amoroso) και η καλειδοσκοπική ενορχήστρωση της παρτιτούρας αντιμετωπίστηκαν με αμεσότητα και συνέπεια.
Το άλλο συμφωνικό σύνολο που ακούσαμε πρόσφατα (22/11), ήταν η Βασιλική Ορχήστρα Concertgebouw του Άμστερνταμ, υπό τη διεύθυνση του πολυδιαφημισμένου νεαρού αρχιμουσικού Andris Nelsons. Σε ένα υψηλών απαιτήσεων πρόγραμμα με έργα των P.I. Tchaikovsky (Εισαγωγή-Φαντασία Ρωμαίος και Ιουλιέτα), Camille Saint-Saëns (Κοντσέρτο για πιάνο αρ.5, Op. 103) και I. Stravinsky (Petrouchka), η ορχήστρα ξεδίπλωσε το εύρος των ιδιαίτερων ποιοτήτων που την έχουν κατατάξει στις αρτιότερες παγκοσμίως: διακρίναμε τον έξοχα λαξευμένο, αναλυτικό και θερμό ήχο της, την πλούσια ηχοχρωματική παλέτα της και την σπάνια μουσικότητα των μελών της. Η Φαντασία του Tchaikovsky κέρδιζε σε ένταση, το Κοντσέρτο του Saint-Saëns, του οποίου το σολιστικό μέρος κάλυψε με ιδιωματικό και τεχνικά εντυπωσιακό τρόπο ο βιρτουόζος των πλήκτρων Jean-Yves Thibaudet, διέθετε την απαιτούμενη ρυθμική ζωτικότητα και ηχητική λάμψη, ενώ το μπαλέτο του Stravinsky αποδόθηκε με εκφραστική ζέση. Ωστόσο, βρήκαμε ότι ο Nelsons δεν στάθηκε στο ίδιο υψηλό μουσικό επίπεδο με εκείνο της ορχήστρας: μείναμε με την εντύπωση ότι το σύνολο βασίστηκε στην πολυετή και δοκιμασμένη πείρα του για την ερμηνεία των έργων, δυσκολευόμενο να διαχειριστεί τις ανέμπνευστες οδηγίες ενός μαέστρου με εξαιρετικά άγαρμπη κινησιολογία και μουσική σκέψη που συχνά στερείτο κατεύθυνσης.