Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Brava Marita!





 
      Παρακολουθούμε με μεγάλο ενδιαφέρον τη σταδιοδρομία της μέτζο Μαρίτας Παπαρίζου σχεδόν από την αρχή της. Ήδη από τα πρώτα στάδια των σπουδών της κέρδιζε τις εντυπώσεις όσων την άκουγαν. Χάρη στην Υποτροφία Αλεξάνδρα Τριάντη είχε την ευκαιρία να συνεχίσει τη μελέτη της σε ευρωπαϊκές χώρες. Διακρίσεις σε διαγωνισμούς και προτάσεις για εμφανίσεις σε μεγάλα λυρικά θέατρα και διεθνή φεστιβάλ δεν άργησαν να ακολουθήσουν. Σήμερα θεωρείται μια από τις καθιερωμένες λυρικές τραγουδίστριες σε διεθνή κλίμακα.
       Η καλλιτέχνις ανήκει στις φιλέρευνες τραγουδίστριες της γενιάς της, συνεχώς ανακαλύπτοντας και αποκαλύπτοντας συνθέτες διαφορετικών εποχών και κατευθύνσεων. Το ρεπερτόριο που ερμηνεύει –πάντα με τρανή πειστικότητα!- ξεκινάει από την εποχή μπαρόκ και φθάνει μέχρι τις μέρες μας.    
     Οι φωνητικές ποιότητες και γενικότερα η τέχνη της Παπαρίζου είναι  ιδιαίτερες: το ζεστό (σκούρων αποχρώσεων) ηχόχρωμα του οργάνου της, ο εκπληκτικός έλεγχος της αναπνοής της και ο πλούτος των εκφραστικών μέσων, συναρπάζουν κάθε φορά που την ακούμε. Όλες αυτές οι αρετές θριαμβεύουν στη νέα δισκογραφική της κατάθεση, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της διεθνούς δισκογραφικής εταιρίας MDG, και τιτλοφορείται Vivaldi ma non solo. Σε αυτό το album η Παπαρίζου συνοδεύεται από τη σημαντική ορχήστρα δωματίου I Solisti Veneti, υπό τη διεύθυνση του λαμπρού ιδρυτή και μόνιμου αρχιμουσικού του συνόλου, Claudio Scimone (μαθητή του Δημήτρη Μητρόπουλου). Οι πάνω από τριακόσιες ηχογραφήσεις του συγκροτήματος και οι συνεργασίες με ονομαστούς σολίστ, το κατατάσσουν στα αρτιότερα της εποχής μας: σημειώνεται ότι μολονότι το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου του καλύπτεται από έργα συνθετών της εποχής μπαρόκ, οι μουσικοί που το απαρτίζουν παίζουν σε σύγχρονα όργανα και όχι σε όργανα που δημιουργήθηκαν την αντίστοιχη εποχή ή που κατασκευάστηκαν με βάση τις προδιαγραφές της.
       Όπως μαρτυρεί ο τίτλος, το νέο CD είναι αφιερωμένο στον μεγάλο Ιταλό συνθέτη της εποχής μπαρόκ Antonio Vivaldi, αλλά και σε ακόμα δύο ακόμα μουσουργούς, τον κορυφαίο George Frideric Handel και τον σήμερα λιγότερο γνωστό, αλλά κάποτε διαπρεπή, Ferdinando Bertoni.
       Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Bertoni (1725-1813) έλαβε τα φώτα της μουσικής από τον Giovanni Battista Martini, μέγα Δάσκαλο και μουσικό της εποχής του, που κατά τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του κατείχε τη θέση του οργανίστα του Βασιλικής του Αγ. Μάρκου (βυζαντινής αρχιτεκτονικής ναού) της Βενετίας. Τα έργα θρησκευτικής μουσικής, όπως και οι πάμπολλες όπερες, που άφησε πίσω του (περίπου διακόσια θρησκευτικά έργα και εβδομήντα όπερες), αποτελούν αδιάψευστα τεκμήρια ενός προικισμένου συνθέτη, χαρισματικού κάτοχου των μυστικών της τέχνης της σύνθεσης. Η Παπαρίζου, που έχει ερμηνεύσει έργα του συνθέτη στο παρελθόν, επέλεξε την άρια Addio, o miei sospiri, από την όπερα Tancredi, αποδίδοντάς την με ιδιαίτερη προσοχή και αγάπη: η δεξιοτεχνική γραφή και οι πάμπολλες κολορατούρες δεν τρομάζουν τη μουσικό, η οποία βρίσκει την ευκαιρία να αποδείξει τη στέρεη τεχνική της και τη θαυμάσια ικανότητά της να ανταπεξέρχεται στις προκλήσεις της παρτιτούρας επιστρατεύοντας τη γνώση του σχηματισμού των φράσεων και του εύστοχου κτισίματος των εκφραστικών κλιμακώσεων. Αφήνει την εν λόγω άρια για το τέλος του δίσκου. Αυτού του μέρους προηγούνται έξοχες ερμηνείες μουσικής των Vivaldi και Handel.
      Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ο δίσκος ανοίγει με δύο άριες (Nel profondo cieco mondo και Sorge lirato nembo e fatal tempesta) από την τρίπρακτη όπερα Orlando Furioso, RV 728,  του Vivaldi, βασισμένη στο γνωστό ποίημα του Ludovico Ariosto, και παρουσιασμένη για πρώτη φορά στη Βενετία, το 1727 (το 1714, είχε προηγηθεί, άλλο έργο του ίδιου συνθέτη, με τον ίδιο τίτλο). Στις δυο αυτές μεγάλες άριες, η Παπαρίζου δίνει τον καλύτερό της εαυτό, πείθοντας για τη γνώση του ιταλικού ύφους μπαρόκ και για την ευαισθησία της απέναντι στην ερμηνεία του ποιητικού κειμένου.
      Στη συνέχεια, ερμηνεύει πλήρες το Stabat Mater, RV 621, του ίδιου συνθέτη, που κατά πάσα πιθανότητα (δεν υπάρχουν αδιάψευστες μαρτυρίες που μπορούν να επιβεβαιώσουν με βεβαιότητα το γεγονός) γράφτηκε το 1712 και αποτελεί το πρώτο του θρησκευτικό έργο. Πετυχαίνει με συνέπεια, ορθή αίσθηση της πνοής και της πνευματικότητας του έργου, και κυρίως με ένα πραγματικά ανώτερο αίσθημα να φέρει στην επιφάνεια την τραγικότητα και ευαίσθητη μελαγχολία της μουσικής. Ο Scimone και το σύνολό του, αποδεικνύονται και εδώ εξαιρετικοί συνεργάτες της, μετέχοντας με ειδική γνώση και συνεισφέροντας με ουσιαστικό τρόπο σε αυτή την όντως υποδειγματική ερμηνεία.
      Στις δύο άριες που ακολουθούν (Handel, Morirò, ma vendicata, από την πεντάπρακτη όπερα Teseo, 1713, και Vivaldi, Gelido in ogni vena, από την όπερα Farnace, 1727), η διεισδυτική δραματική έκφραση, το πολύ καλό γούστο και η άμεση ανταπόκριση της Παπαρίζου στις απαιτήσεις, συγκινούν βαθιά. Η μουσικός σέβεται τόσο το λυρικό όσο και το ηρωικό στοιχείο της μουσικής και υπογραμμίζει με ετοιμότητα  τα έντονα συναισθήματα που εκφράζονται.
      Ο Claudio Scimone και οι Solisti Veneti φροντίζουν να αναδεικνύουν σε κάθε άρια τα ιδιαίτερα στοιχεία της ενορχήστρωσης των τριών τιμωμένων μουσουργών και προσφέρουν πάντα συνοδείες υψηλών προδιαγραφών και απόλυτης αίσθησης των υφολογικών ζητουμένων. [ΜDG 609 1744-2].